Vecchia Zimarra

Κάποτε είχα ένα μαύρο παλτό. Μου το είχε δώσει ένας ποιητής πριν από μερικά χρόνια, στα πεντηκοστά έβδομα γενέθλιά μου. Ήταν το δικό του παλτό- ένα χαχόλικο αφοδράριστο πανωφόρι Comme de Garçons το οποίο εποφθαλμιούσα στα κρυφά. Το πρωί των γενεθλίων μου μού είπε ότι δεν είχε να μου κάνει κάποιο δώρο.

– Δεν χρειάζομαι δώρο, είπα.

– Μα θέλω να σου δώσω κάτι, ό,τι λαχταράς.

– Τότε θα ήθελα το μαύρο σου παλτό, είπα.

Και εκείνος χαμογέλασε και μου το χάρισε χωρίς να διστάσει ή να το ξανασκεφτεί. Κάθε φορά που το φορούσα ένιωθα ο εαυτός μου. Άρεσε και στον σκόρο επίσης, και ήταν γεμάτο μικρές τρύπες στον ποδόγυρο, αλλά δεν με ένοιαζε. Οι τσέπες είχαν ξηλωθεί και έχανα όλα όσα έχωνα αφηρημένη στα ιερά τους σπήλαια. Κάθε πρωί σηκωνόμουν, φορούσα το παλτό μου και τον σκούφο μου, άρπαζα την πένα και το σημειωμστάριό μου και διέσχιζα την Έκτη Λεωφόρο με προορισμό το καφέ μου. Λάτρευα το παλτό μου και το καφέ και την πρωινή μου ρουτίνα. Ήταν η πιο ξεκάθαρη και απέριττη έκφραση της μοναχικής μου ταυτότητας. Καθώς όμως τελευταία ο καιρός ήταν χάλια, ήθελα ένα άλλο παλτό, για να με κρατάει ζεστή και να με προστατεύει από τον αέρα. Το μαύρο μου παλτό, πιο κατάλληλο για άνοιξη και φθινόπωρο, έφυγε από τη συνείδησή μου και, σε αυτό το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκε.

Το μαύρο μου παλτό χάθηκε, έγινε καπνός σαν το πολύτιμο δαχτυλίδι που εξαφανίστηκε από το χέρι του πλανεμένου πιστού στο Ταξίδι στην Ανατολή, του Έρμαν Έσσε. Συνεχίζω να ψάχνω μάταια παντού ελπίζοντας ότι θα εμφανιστεί, όπως οι κόκκοι σκόνης που φωτίζονται από το ξαφνικό φως. Έπειτα, ντροπιασμένη με το παιδιάστικο πένθος μου, σκέφτομαι τον Μπρούνο Σούλτς,* παγιδευμένο στο εβραϊκό γκέτο της Πολωνίας, να παραδίδει στα κρυφά το μοναδικό πράγμα που του είχε απομείνει να δώσει στο ανθρώπινο γένος: το χειρόγραφο του Μεσσία. Το τελευταίο έργο του Μπρούνο Σουλτς, παγιδευμένο στην αδιανόητη δίνη του Β´ Παγκόσμιου πολέμου. Χαμένα αντικείμενα. Γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τις μεμβράνες της πραγματικότητας επιχειρώντας να τραβήξουν την προσοχή μας με ανεξήγητα σήματα κινδύνου. Οι λέξεις γκρεμίζονται σε απελπισμένη αταξία. Οι νεκροί μιλούν. Έχουμε ξεχάσει να ακούμε. Μήπως έχετε δει το παλτό μου; Είναι μαύρο και χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, με τριμμένα μανίκια και ξεφτισμένο ποδόγυρο. Μήπως έχετε δει το παλτό μου; Είναι το παλτό που κάνει τους νεκρούς να μιλούν.

*Bruno Schulz (1892-1942): Πολωνός συγγραφέας και καλλιτέχνης.

Patti Smith, M Train (μτφ: Α. Καλοφωλιάς). Εκδ. Κέδρος.

Η πίστη ως ερωτική χρονικότητα

Mon amour

Ας εξετάσουμε πρώτα τις αγάπες που είχα για κάποιο χρόνο πριν τις προδώσω ή τις εγκαταλείψω. Κι όμως, τους μένω πιστός, και μάλιστα οριστικά. Όχι βέβαια χάρη στις προσπάθειες της ανάμνησης, που η εργασία του πένθους ή μία απογοήτευση με τη λογοκρισία της μπορούν αν θέλουν, αντιθέτως, να τις καταργήσουν. Αλλά επειδή όσο πιο πολύ πείθω τον εαυτό μου ότι «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε», τόσο πιο πολύ αναγνωρίζω, με την άρνησή μου την ίδια, ότι ήμουν ο εραστής εκείνου για τον οποίο σήμερα θέλω να ξεχάσω τα πάντα. Δεν είναι η μνήμη του τάδε προσώπου, ή ετούτης εδώ της σάρκας, ούτε αυτού εδώ του άλλου – όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ψυχολογικά ίχνη. Είναι ότι κάποτε έκανα μία ανεπανόρθωτη εξομολόγηση σ’ αυτόν που ίσως έχει σβήσει από τη μνήμη μου και του οποίου έγινα ο εραστής· αν σήμερα έχω ξεχάσει τα πάντα, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι, για να αγαπήσω αυτόν που έχει πια εκλείψει, έφτασα όντως στο καθεστώς του εραστή, ότι αγάπησα όντως από πρωτοβουλία σύμφωνα με την αρχή του μη αποχρώντος λόγου, και ότι όντως έλαβα από αυτόν την σάρκα μου (την οποία δεν είχε) δίνοντάς του τη δική του (την οποία δεν είχα). Οπότε, ακόμα κι αν ο όρκος δεν ήξερε πώς να διαρκέσει, δεν το μπόρεσε, ή δεν το θέλησε, ακόμα κι αν ο άλλος έχει εξαφανιστεί μαζί με το φαινόμενο που τον φανέρωνε, το γεγονός παραμένει ότι ριζικοποίησα την ερωτική αναγωγή, της οποίας η σφραγίδα με σημαδεύει για πάντα. Ό,τι έκανα, είπα ή αισθάνθηκα από έρωτα φτάνοντας μέχρι τη ριζικοποιημένη ερωτική αναγωγή, με σημάδεψε σαν οριστικό στίγμα και μου επέβαλε μία νέα μορφή. Ίσως έχασα με τον χρόνο τον τάδε άλλο ή έχασα χρόνο μαζί του – αλλά δεν θα χάσω ποτέ αυτό που χρειάστηκε να γίνω για να τον αγαπήσω. Όλες τις πράξεις που έκανα ως εραστής, τις κρατώ για πάντα μέσα μου – ή μάλλον με κρατούν μέσα τους και σώζουν την αδιαμφισβήτητη ερωτική αξιοπρέπειά μου. Αυτοί που αγάπησα ίσως χάθηκαν, όχι όμως το γεγονός ότι τους αγάπησα, ούτε ο χρόνος που αφιέρωσα γι’ αυτό, ούτε ο εραστής που έγινα για να τους αγαπήσω. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ πρώην, υπάρχουν μόνο τα ανεξίτηλα ίχνη των άλλων, που με έκαναν εραστή, εραστή όχι άσφαλτο, εραστή χωρίς αμφιβολία πεπερασμένο, αλλά οριστικό, αλλά ανέκλητο. Ποτέ δεν θα μπορέσω να αναιρέσω το γεγονός ότι μπήκα στον πειρασμό να αγαπήσω, ότι επομένως αγάπησα.

Jean_Luc Marion, Το Ερωτικό Φαινόμενο (εκδ. Πόλις, μτφ: Χ. Μαρσέλλος) σσ. 351-352.

Film still: Hiroshima mon Amour.

Ποτήρια και μπουκάλια

brain-damage-drinking

Ούτε χρόνος που τη γνώρισε και είχε θητεύσει στη μοναξιά χρόνια πριν τη γνωρίσει. Ήταν αισθησιακή και δοτική, απελευθερωμένη και απελευθερωτική. Ήταν εκεί για εκείνον, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά, όχι ασφυκτικά. Από τη θηλυκότητά της απουσίαζαν οι ανούσιες ιδεοληψίες που μαστίζουν τη γυναικεία φύση. Να μια προσωπικότητα καθαρή κι ενδιαφέρουσα, ενσαρκωμένη σε ένα προκλητικό αμπαλάζ. Με μία λέξη: ιδιαίτερη. Με περισσότερες: αν ήθελε να κάνει παιδιά, θα την έκανε μάνα τους.

 Ωστόσο, το πρόβλημά του η χρόνια κατάθλιψη και το σύμπτωμά της ο χρόνιος αλκοολισμός. Δεν έβρισκε νόημα στη ζωή και, για να την κάνει λιγότερο πληκτική κι επίπονη, προσέθετε με την πρώτη ευκαιρία μπόλικη αιθανόλη. Πάνε χρόνια που, όταν δεν του έβγαινε η συνταγή, την πότιζε, μήπως και τη νοστιμέψει. Πιστή παραμυθία σε πρώτη ζήτηση η γνώριμη ουσία, που χρησιμοποιούσε ως μαξιλάρι για τη βουτιά από την ηδονή στην οδύνη και ως γέφυρα στο διχασμένο του εγώ: από τη μία ο ναρκισσισμός του για αυτό που είναι και από την άλλη η αυτοπεριφρόνηση για αυτό που γίνεται στη σούρα του. Καθημερινά, πάσχιζε να πνίξει τη δυστυχία του στο δηλητήριο, μόνο που αυτή επέπλεε, βυθίζοντας τον ίδιον αργά και βασανιστικά στον πάτο. Κατέληξε να του μεταγγίζει την απαιτούμενη ποσότητα που θα του επέφερε την επιθυμητή νηφάλια νάρκωση. Μέχρι να καταλήξει, κι ας μην ήταν πεισιθάνατος.   

 Οργισμένος με τον εαυτό του και με το σύμπαν, είχε αποσυρθεί στο κλουβί της πολύτιμης ιδιωτικότητας που είχε περίτεχνα χτίσει, σε μια απρόσφορη απόπειρα να εκτονώσει την οργή. Σε αυτό το προσωπικό κολαστήριο, αφού κατέβασε τα στόρια, ασχολήθηκε με την εκτροφή της μιζέριας που τον έτρεφε. Συνήθιζε να σκοτώνει τη μέρα του και τον εαυτό του, φιλοτεχνώντας στον καμβά της απαισιοδοξίας το πορτρέτο του και του κόσμου με μελανά χρώματα, διασκεδάζοντας την ανία της μετέωρης ύπαρξής του στα βιβλία και στα αιδοία. Στα διαλείμματα, παραδινόταν στην επώδυνη αυτοκριτική μπροστά από τα πτυχία και τα διπλώματά του, τρόπαια που είχε κοπιάσει να τα αποκτήσει, μα του γλιστρούσαν πια. Δεν είχε πλέον ταυτότητα, δεν είχε σημείο αναφοράς να συγκρατήσει τη διολίσθησή του. Ένα χάος η παρτιτούρα πάνω στην οποία συνέθετε την καταθλιπτική μουσική της καθημερινότητάς του.  

Σταδιακά, ο άλλοτε ζωντανός και κοινωνικός τύπος μεταμορφώθηκε σε έναν ψόφιο ερημίτη που περιέφερε τη μελαγχολία του στο μιζερόσπιτό του, σπάνια και εκτός, όπου περιέφερε τον σαρκασμό του για όλους και για όλα. Ίσως δεν έκανε λάθος,  σίγουρα είχε διαλέξει τον λάθος τρόπο να το κάνει. Αν κάποτε είχε οικοδομήσει κάτι με το πνευματώδες μυαλό του, το κατεδάφισε με τον οινοπνευματώδη χαρακτήρα του. Αναπόφευκτα, κατάντησε δυσαρμονικός προς το περιβάλλον που άλλοτε διαχειριζόταν αρμονικότατα. Μάλιστα, παγιδευμένος στον φαύλο κύκλο της αυτοκαταστροφής, έφτασε, πάνω σε μια ψευδαίσθηση αυτοκυριαρχίας, να επαίρεται για το άβατο τέμενος της μοναξιάς του. Του πήρε καιρό, αλλά τα κατάφερε να τον ξεβράσει το σύμπαν πάνω στο οποίο είχε ξεράσει. Κοινωνικά απόβλητος αυτός από μια κοινωνία γεμάτη απόβλητα για αυτόν. Γιατί όχι;

Γιατί ό,τι αποζητούσε εκείνη ήταν να μοιράζεται την καθημερινότητά της μαζί του. Εντελώς υγιές, αλλά του ήταν εξαιρετικά δύσκολο, επειδή ήταν άρρωστος, οπότε επιχειρούσε να το κάνει αδύνατο. Προφασιζόταν διάφορες δικαιολογίες, για να μη συμμετέχει στη ζωή της, μην τυχόν και ξεβολευτεί από την καθίζησή του, για να βολευτεί να παίρνει την απαραίτητη εβδομαδιαία δόση από τη συντροφιά της, ώστε να απομονώνεται στο καβούκι του εντωμεταξύ.

Εντωμεταξύ, εκείνη μόνωνε τα συναισθήματά της, καθώς αντίκριζε έναν άνθρωπο μισό άνθρωπο και μισάνθρωπο να γαρνίρει τον αρνητισμό του με μπόλικες εύσχημες ή άσχημες δικαιολογίες. Ό,τι είχε να εισφέρει – ένα χιούμορ τυλιγμένο στη ζελατίνα του κυνισμού, ένα καλό καυλί, πολύ κι ευρύ πνεύμα – θα ήταν υπεραρκετά χωρίς τόσο πολύ οινόπνευμα. Όσο ιδέα και αν είναι ο Μπουκόφσκι για τις ιδέες, τις ιστορίες και τη ζωή του, καμία δεν θα τον υπόμενε στη ζωή της – αυτή είναι η αληθινή ιστορία κι εκείνος δεν είναι καν ο Μπουκόφσκι.

Από μισάνθρωπος εξελίχθηκε σε απάνθρωπο που ήταν ανεπαρκής ακόμα και για μια τυπική σχέση, σαν εκείνες που δεν έπαψε ποτέ να χλευάζει, γιατί δεν έπαυε παντού να παρατηρεί. Εκείνη, ενώ τον χρειαζόταν, μάθαινε να μην τον χρειάζεται, ενόσω εκείνος τη μάθαινε να μην τον χρειάζεται. Στο θολωμένο του μυαλό είχε  δεδομένο ότι θα τον άντεχε και θα τον ανεχόταν, μόνο που τα δεδομένα γίνονται κάποτε ζητούμενα. Εκείνη ποθούσε να ζήσει, ενώ η απουσία του στη ζωή της χρόνιζε επικίνδυνα, όπως και η απουσία του στη ζωή του.

Ό,τι είχανε με ενθουσιασμό κι αισθησιασμό στήσει το ξέστησε εκείνος που με τη συντροφιά της έξης του φρόντισε να μη συντροφεύει κανέναν, ακόμα κι εκείνη με την οποία κούμπωνε στη συντροφιά. Συγχρόνως, εκείνη είχε πια συνηθίσει να ζει χωρίς αυτόν, ενώ αυτός είχε συνηθίσει να ζει στον κόσμο του και να αποστρέφεται τον κόσμο που αυτή λαχταρούσε δίπλα του να γνωρίσει. Ετοίμαζε τις βαλίτσες της από καιρό, χωρίς να το ξέρουν. Η ψυχρότητά της είχε κάνει πια μεταστάσεις στο βλέμμα, στην αφή και στην επαφή της. Τελικά, ψώνισε και υφάκι – το επιτηδευμενο κλισέ «κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, δεν μπορώ / δεν θέλω άλλο να κάνω μαζί σου χαχαχα περνώ και μόνη μου καλά» – και καλά και μπλαμπλα και τραλαλα. Σαν να έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά του το κλασικό εγχειρίδιο ψυχολογίας για τους μηχανισμούς αυτοάμυνας. Μα εκείνος είχε διαβάσει εκτός από τα κλασικά και τα εικονοκλαστικά, μάλιστα διάβαζε κι εκείνη, οπότε έκανε ότι κατάλαβε, κι ας κατάλαβε.  

 Έτσι ακριβώς του το αμόλησε, και άκαιρα και άκυρα κι επιτηδευμένα. Το ύφος, τα λόγια και οι πράξεις της βελονιές στα μηλίγγια του τον πυροβολούσαν εξ επαφής. Εκείνη δάκρυσε, αλλά δεν έσπασε, εκείνος έσπασε, αλλά δεν δάκρυσε. Εκείνη έδειχνε να συνέχιζε τη ζωή της, εκείνος ένιωθε πως δεν είχε πια ζωή. Ο πόνος τον σφυροκοπούσε τόσο ανελέητα, που ευχόταν να τον κατέψυχαν, για να μη νιώθει τίποτα.

Εκείνη όφειλε και μπορούσε να αντιδράσει έγκαιρα, όμως απορροφημένη από την καθημερινότητά της κι εγκλωβισμένη στην παθητικότητά της βολεύτηκε επίσης, για να αντιδράσει όψιμα – «οχυρώθηκε», όπως το βάφτισε. Μόνο που ή οχυρώνεσαι ή είσαι ντόμπρος, ή λες ψέματα ή αλήθεια, τόσο απλό και τόσο δύσκολο συνάμα. Πάντως, αντίθετα με τη μέχρι τότε παθητικότητά της, τότε του το ξεφούρνισε επιθετικά με συνοπτικές διαδικασίες, σαν να είχε απέναντί της τον χειρότερο εχθρό της – και παίζει να πιστεύει ότι τον είχε. Εκείνος προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος, την ώρα που έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο κόλαφος ήχησε βροντερά και μια νάρκη ανατινάχτηκε στα σπλάχνα του. Δεν τον συντάραξε μόνο, τον συνέφερε κιόλας. Σε ένα πρωτοφανές διάβημα αισιοδοξίας, γνωμάτευσε ότι η κατάστασή τους είναι ιάσιμη και θα τη γιατρέψει. Όχι από άνοστο προσκοπισμό ή από πληγωμένο εγωισμό, αλλά γιατί αξίζει τον κόπο από όπου και να το πιάσεις. Χρειαζόταν ένας σεισμός, για να γκρεμίσει τον προσωπικό του λαβύρινθο. Βέβαια, στη γλώσσα των αισθημάτων το ρήμα «θέλω» δεν κλίνεται σε προστακτική, όμως υποκλίνεται σε σαρωτικές πράξεις. Έτσι, λογάριαζε πως θα την έπαιρνε από το χέρι, για να της δείξει ότι τα αισθήματά της μπορεί να είχαν σκεπαστεί στη λήθη, αλλά δεν είχαν θαφτεί στην άβυσσο. Το πήρε όλο πάνω του να σπάσει τη σκληρή κρούστα που ο ίδιος είχε σωρεύσει γύρω από την καρδιά της, με την πρώτη ευκαιρία που του έδωσε.

Βασικά, καιρός να θυμόταν πόσο ακμαίος και σφριγηλός ήταν από τη φύση του, προτού κυριαρχήσει πάνω της η δεύτερη φύση. Να επανέλθει στη φυσική του κατάσταση, όπως ήταν, πριν τη σακατέψει η χημική του επέμβαση. Τέρμα οι ανούσιες αναβλητικότητες και ασπόνδυλες θεωρητικολογίες. Ακόμα κι αν δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τα χειρότερά του, ήταν ο μόνος αρμόδιος να είναι στα καλύτερά του. Ενώ διατυμπάνιζε την πίστη του στη ζωή πριν το θάνατο, ευτέλιζε τη ζωή του κι επέσπευδε τον θάνατό του. Μόνο εκείνος μπορεί να κατατροπώσει το κουσούρι του που τον έχει κάνει αγνώριστο. Ήδη σπατάλησε πολύτιμο χρόνο να το πασπαλίζει με εκλογικεύσεις. Ώρα να άρει τις αντιφάσεις με πράξεις συνεπείς με τις υγιείς από τις θεωρίες που καλά γνωρίζει να δειγματίζει, χωρίς το μυαλό μουλιασμένο, το κορμί μουδιασμένο και τον εαυτό του μουχλιασμένο. Ναι, είχε δίκιο να αντιστέκεται να γίνουν οι ανόητες απάτες της μάζας αυταπάτες του, όμως είχε άδικο να στέκεται απέναντι σε μια μποτίλια πλάθοντας πιο ανόητες αυταπάτες.

Αυτό που επείγει είναι να ταξιθετήσει το χάος του, ακόμα κι αν εν τάξει το τοπίο δεν θα την εντάξει. Του οφείλει να κλείσει χρόνιους λογαριασμούς με τη μιζέρια του και να ξεφορτωθεί τις κάβες-καβάτζες της, ποτήρια και μπουκάλια. Δεν έχει λόγο να αλλάξει, έχει κάθε λόγο να γίνει αυτός που ήταν – ο εαυτός του. Άρα, έχει λίγα να αλλάξει και πολλά να πράξει.

 Όσο για εκείνη, του δωσε την ευκαιρία, μα του την πρόδωσε.

Γιατί; Γιατί έτσι.

Έτσι έγινε, έτσι είναι κι έτσι θα γίνει, χωρίς εκείνη.

Ο Alain de Botton «διαβάζει» τον E. Hopper

Το 1906, σε ηλικία 24 ετών, ο Έντουαρντ Χόπερ πήγε στο Παρίσι, όπου και ανακάλυψε την ποίηση του Μποντλαίρ, τα έργα του οποίου έμελλε να διαβάζει και να απαγγέλλει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί τα έβρισκε τόσο θελκτικά: έτρεφε κι εκείνος το ίδιο ενδιαφέρον για τη μοναξιά, για τη ζωή στην πόλη, για τη μοντερνικότητα, για την παρηγοριά που προσφέρει η νύχτα και για τους χώρους που σχετίζονται με το ταξίδι. Το 1925 αγόρασε το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα μεταχειρισμένο Dodge, και από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη πήγε οδηγώντας στο Νέο Μεξικό. Από τότε και στο εξής περνούσε καθ’ οδόν αρκετούς μήνες κάθε χρόνο, κάνοντας στάσεις εδώ κι εκεί για να σκιτσάρει ή να ζωγραφίσει, άλλοτε στο δωμάτιο κάποιου μοτέλ και άλλοτε στο καπό του αυτοκινήτου, πότε στην ύπαιθρο και πότε σ’ ένα διανυκτερεύον καθεστιατόριο.

EHNight_Shadows

E. Hopper, Night Shadows

Από το 1941 έως το 1955 διέσχισε πέντε φορές τις ΗΠΑ, μένοντας στα μοτέλ Μπεστ Γουέστερν ή στα Ορεινά Καταλύματα Ντελ Χέιβεν και στα ξενοδοχεία των αλυσίδων Άλαμο Πλάζα και Μπλου Τοπ. Ένιωθε να τον έλκουν οι φωτεινές επιγραφές που αναβόσβηναν στο πλάι του δρόμου διαφημίζοντας «Δωμάτια με TV και μπάνιο», τα κρεβάτια με το λεπτό στρώμα και τα τραχιά σεντόνια, τα μεγάλα παράθυρα με θέα στο πάρκινγκ ή σε παρτέρια με φροντισμένο γκαζόν, οι αινιγματικοί πελάτες που έφταναν αργά τη νύχτα κι αναχωρούσαν χαράματα, τα παρατημένα στη ρεσεψιόν διαφημιστικά φυλλάδια με τα αξιοθέατα κάθε περιοχής και το βαρυφορτωμένο καροτσάκι της καθαρίστριας που περίμενε σταθμευμένο σε κάποιο σιωπηλό διάδρομο. Για φαγητό πήγαινε σε καντίνες για τους ξενύχτηδες ή σε καταστήματα για περαστικούς οδηγούς, με θρυλικές πια ονομασίες όπως Hot Shoppe Mighty Mo ή Steak’N’Shakes και Dog’N’Sudds, ενώ για καύσιμα σταματούσε σε πρατήρια με το σήμα της Mobil, της Standard Oil, της Gulf και της Blue Sunoco.

EHHotelRoom

E. Hopper, Hotel Room

Και σε όλα αυτά τα τοπία, που κανείς δεν τα λάμβανε υπόψη, παρεκτός ίσως για να τα χλευάσει, εκείνος έβρισκε κάτι ποιητικό, κάτι από την poesie des motels, την poesie des petites restaurants au bord d’ une route*. Οι πίνακές του (και οι δηλωτικοί τίτλοι τους) φανερώνουν ένα μόνιμο ενδιαφέρον για πέντε κατηγορίες χώρων που σχετίζονται με το ταξίδι: Ξενοδοχεία, Δρόμοι και Πρατήρια Καυσίμων, Καφεστιατόρια, Θέα από το Τρένο, και Εσωτερικό Τρένων και Υλικό Τροχοφόρων.

EHearly-sunday-morning

E. Hopper, Early Sunday Morning

Το επικρατέστερο θέμα είναι η μοναξιά. Οι μορφές του Χόπερ δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται πολύ μακριά από το σπίτι- κάθονται ή στέκονται μόνες, άλλη να κοιτάζει ένα γράμμα καθιστή στην άκρη του κρεβατιού κάποιου μοτέλ, άλλη να τα πίνει σ’ ένα μπαρ, κάποιες να ατενίζουν το τοπίο από το παράθυρο ενός κινούμενου τρένου, μερικές να διαβάζουν ένα βιβλίο σε φουαγιέ ξενοδοχείου. Τα πρόσωπά τους ευάλωτα, εσωστρεφή. Πρόσφατα, μάλλον, εγκατέλειψαν κάποιον- ή τις εγκατέλειψε εκείνος. Ψάχνουν για δουλειά, για σεξ ή για συντροφιά, μετέωρες σε μέρη μεταβατικά. Συχνά είναι νύχτα, κι έξω από το παράθυρο καραδοκεί το σκότος, η απειλή της υπαίθρου ή μιας πόλης άγνωστης.

EHcompartment-c-car

E. Hopper, Compartment C Car.

Στον πίνακα Self Service (ή Automat, 1927) μια γυναίκα κάθεται μόνη και πίνει ένα φλιτζάνι καφέ. Η ώρα είναι περασμένη και, αν κρίνουμε από το καπέλο και το πανωφόρι της, έξω κάνει ψύχρα. Η αίθουσα φαίνεται μεγάλη, έντονα φωτισμένη και άδεια. Το ντεκόρ είναι απλώς λειτουργικό – ένα τραπέζι με μαρμάρινη επιφάνεια, βαριές και ανθεκτικές μαύρες ξύλινες καρέκλες, τοίχοι λευκοί. Η γυναίκα φαίνεται κλεισμένη στον εαυτό της, ίσως και λίγο φοβισμένη, σαν να μην το συνηθίζει να κάθεται μόνη σε δημόσιο χώρο. Προφανώς, κάτι έχει πάει στραβά. Άθελά της προσκαλεί το θεατή να πλάσει με τη φαντασία του μια ιστορία γι’ αυτήν, μια ιστορία προδοσίας, απώλειας. Προσπαθεί να μη δείξει ότι το χέρι της τρέμει καθώς φέρνει το φλιτζάνι στα χείλη της. Θα είναι ίσως γύρω στις έντεκα το βράδυ, Φεβρουάριο μήνα, σε μια μεγαλούπολη της Βόρειας Αμερικής.

EHautomat-1927

E. Hopper, Self Service (Automat)

Το Self Service είναι ένας πίνακας που βρίθει από θλίψη- αλλά δεν μας τη μεταδίδει. Έχει τη δύναμη των σπουδαίων μελαγχολικών έργων μουσικής. Παρά το απέριττο περιβάλλον, ο χώρος δεν φαίνεται εξαθλιωμένος. Οι άλλοι που βρίσκονται στην ίδια αίθουσα θα είναι μάλλον εξίσου απορροφημένοι στα δικά τους. Άντρες ή γυναίκες, θα πίνουν καφέ μόνοι, βυθισμένοι σε σκέψεις κι αυτοί, τηρώντας ανάλογη απόσταση από την κοινωνία: απομονωμένοι, αλλά όλοι μαζί, πράγμα ωφέλιμο, αφού μειώνει το καταπιεστικό αίσθημα που νιώθει κάθε μοναχικός επειδή είναι μόνος. Στα φουαγιέ των ξενοδοχείων και στα καφέ-μπαρ των σταθμών, στα καφεστιατόρια των εθνικών οδών και στα αντίστοιχα καταστήματα που μένουν ανοιχτά ως αργά το βράδυ στις πόλεις, το αίσθημα απομόνωσης γίνεται ίσως λιγότερο έντονο μέσα στο πλαίσιο του κοινόχρηστου χώρου, κι αυτό ενδεχομένως μας επιτρέπει να νιώσουμε ξανά την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μία κοινότητα. Η απουσία αναφορών σε κάποια οικογενειακή ζωή, το δυνατό φως και τα απρόσωπα έπιπλα, όλα αυτά μαζί μπορεί να προσφέρουν ανακούφιση σ’ εκείνους που έχουν φτάσει να βρίσκουν ψεύτικη την οικιακή θαλπωρή. Και σε ένα τέτοιο μέρος ίσως είναι πιο εύκολο να ενδώσουμε στη θλίψη απ’ ό,τι στο σαλόνι μας με τη γνώριμη ταπετσαρία και τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, το ντεκόρ ενός καταφυγίου που ξέρουμε ότι μας έχει απογοητεύσει.

Ο Χόπερ μάς καλεί να νιώσουμε κι εμείς τα αισθήματα της γυναίκας αυτής στην απομόνωσή της. Την αποδίδει ως πλάσμα αξιοπρεπές και γενναιόδωρο, με μόνο μειονέκτημα ίσως μία κάποια αφέλεια, το ότι εμπιστεύεται χωρίς επιφυλάξεις – σαν να προχωρούσε αμέριμνη και να χτύπησε σε μία σκληρή προεξοχή. Μας ωθεί να μπούμε στη θέση της, να δούμε τον κόσμο με τα μάτια του παρία. Οι μορφές που απεικονίζει δεν είναι ενεργοί πολέμιοι της οικιακής ζωής, απλώς φαίνεται, κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο, να έχουν προδοθεί από αυτήν, πράγμα που τις εξώθησε να φύγουν μακριά ή απλώς να βγουν έξω, έστω και περασμένη ώρα. Το διανυκτερεύον καφεστιατόριο, η αίθουσα αναμονής του σταθμού και το μοτέλ αναδεικνύονται ως άσυλα για τους καλοπροαίρετους που δεν έχουν καταφέρει να βρουν ένα σπιτικό στο συνηθισμένο κόσμο, για τις ψυχές που ο Μποντλαίρ θα αποκαλούσε με τον τιμητικό τίτλο «ποιητικές».

EHstudy

E. Hopper, Study for Nighthawks

Αν βρίσκουμε κάτι ποιητικό στα βενζινάδικα και στα μοτέλ της εθνικής οδού, αν μας έλκουν τα αεροδρόμια ή τα κουπέ των τρένων, αιτία μάλλον είναι ότι, παρά την ταλαιπωρία και τους συμβιβασμούς που επιβάλλει η αρχιτεκτονική τους, έχουμε σαφώς την αίσθηση πως αυτοί οι χώροι απομόνωσης προσφέρουν ένα απτό σκηνικό για να ζήσουμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από τις εγωκεντρικές ανέσεις, τις έξεις και τους περιορισμούς του συνηθισμένου, αμετακίνητου κόσμου μας.

 

Alain de Botton, Η τέχνη του ταξιδιού (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα.

*Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Την ποίηση των μοτέλ, των μικρών εστιατορίων στο πλάι του δρόμου».

 

 

 

Ο μικρός κλέφτης ιστοριών

Peter pan

Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη «φόδρα» του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.

Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε!

Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.

Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. (Ο Πήτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ:

«Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πήτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «”Δεν έκλαψα για μητέρες εγώ”, είπε μάλλον αγανακτισμένος».

Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «Έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πήτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει, ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…

Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πήτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.

Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι (να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:

«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πήτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος… Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Kathleen Kelley-Lainé, Ο Μικρός Κλέφτης Ιστοριών (Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί, εκδ. Αγρα)- απόσπασμα.

Στο άλογό μου

 

kavadias

Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…

Κούδεσι, Μάρτης 1941

Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδ. Άγρα.

[Ευχαριστώ: http://digitalschool.minedu.gov.gr/new/]

Να αποκτάς σώμα

Εγώ να σε δέρμα

εγώ να σε πόρτα

εγώ να σε παράθυρο

εσύ να με κόκαλο

εσύ να με ωκεανό

εσύ να με τόλμη

εσύ να με μετεωρίτη

Εγώ να σε χρυσό κλειδί

εγώ να σε εκπληκτική

εσύ να με παροξυσμό

Εσύ να με παροξυσμό

και να με παράδοξο

εγώ να σε κλειδοκύμβαλο

εσύ να με σιωπηλά

εσύ να με καθρέφτης

εγώ να σε ρολόι

Εσύ να με αντικατοπτρισμό

εσύ να με όαση

εσύ να με πουλί

εσύ να με έντομο

εσύ να με καταρράκτη

Εγώ να σε σελήνη

εσύ να με σύννεφο

εσύ να με πλημμυρίδα

Εγώ να σε διάφανη

εσύ να με ημίφως

εσύ να με ημιδιάφανο

εσύ να με άδειο πύργο

και να με λαβύρινθο

Εσύ να με παράλλαξη

και να με παραβολή

εσύ να με όρθιο

και πλαγιασμένο

εσύ να με πλάγιο

Εγώ να σε ισημερία

εγώ να σε ποιητή

εσύ να με χορό

εγώ να σε ιδιαίτερη

εσύ να με κάθετο

και πατάρι

Εσύ να με ορατό

εσύ να με σιλουέτα

εσύ να με άπειρα

εσύ να με αδιαίρετο

εσύ να με ειρωνεία

Εσύ να με εύθραυστο

εγώ να σε φλογερή

εγώ να σε φωνητικά

εσύ να με ιερογλυφικό

Εσύ να με διάστημα

εσύ να με καταρράχτη

εγώ να σε καταρράχτη

με τη σειρά μου αλλά εσύ
εσύ να με ρευστό

εσύ να με πεφταστέρι
εσύ να με ηφαιστειακό

εμείς να μας συντρίψιμοι

Εμείς να μας σκανδαλωδώς
μέρα και νύχτα

εμείς να μας ακόμα και σήμερα

εσύ να με εφαπτόμενο

εγώ να σε ομόκεντρη

Εσύ να με διαλυτό

εσύ να με αδιάλυτο

εσύ να με ασφυκτιώντας

και να με ελευθερώτρα

εσύ να με συντριπτική

Εσύ να με ίλιγγο
εσύ να με έκσταση

εσύ να με παθητικά

εσύ να με απόλυτα

εγώ να σε απούσα

εσύ να με παράλογο

Εγώ να σε ρουθούνι

εγώ να σε κόμη

εσύ να με στοιχειώνεις

εγώ να σε στήθος

εγώ προτομή το στήθος σου μετά να σε πρόσωπο

εγώ να σε μπλούζα

εσύ να με οσμή εσύ να με ίλιγγο

εσύ γλιστράς

εγώ να σε μπούτι εγώ να σε χαϊδεύω

εγώ να σε ριγώ

εσύ να με δρασκελίζεις

εσύ να με ανυπόφορο

εγώ να σε αμαζόνα

εγώ να σε λαιμό εγώ να σε κοιλιά

εγώ να σε φούστα

εγώ να σε ζαρτιέρα εγώ να σε κάλτσα εγώ να σε Μπαχ

ναι εγώ να σε Μπαχ για κλειδοκύμβαλο βυζί και φλάουτο

εγώ να σε τρέμουσα

εσύ να με γοητεύεις εσύ να μ’ απορροφάς

εγώ να σε διεκδικώ

εγώ να σε διακινδυνεύω εγώ να σε σκαρφαλώνω

εσύ να με αγγίζεις

εγώ να σε κολυμπώ

αλλά εσύ εσύ να με στροβιλίζεις

εσύ να με ελαφροαγγίζεις εσύ να με περιζώνεις

εσύ να με σάρκα πετσί δέρμα και δάγκωμα

εσύ να με μαύρο σλιπ

εσύ να με κόκκινες χορεύτριες

κι όταν εσύ δεν ψηλό τακούνι τις αισθήσεις μου

εσύ οι κροκόδειλοι

εσύ οι φώκιες εσύ τις μαγεύεις

εσύ να με σκεπάζεις

εγώ να σε ανακαλύπτω εγώ να σε επινοώ

κάποτε εσύ να παραδίνεσαι

εσύ να με υγρά χείλη

εγώ να σε απελευθερώνω εγώ να σε παραληρώ

εσύ να με παραληρείς και να με παθιάζεις

εγώ να σε ώμο εγώ να σε σπόνδυλο εγώ να σε αστράγαλο

εγώ να σε βλεφαρίδες και κόρες του ματιού

και αν εγώ δεν ωμοπλάτη πριν από τους πνεύμονές μου

ακόμα κι από απόσταση εσύ να με μασχάλες

εγώ να σε ανασαίνω

μέρα και νύχτα να σε ανασαίνω

εγώ να σε στόμα

εγώ να σε ουρανίσκο εγώ να σε δόντια εγώ να σε γρατζουνίζω

εγώ να σε αιδοίο εγώ να σε βλέφαρα

εγώ να σε ανάσα

εγώ να σε μηρό

εγώ να σε αίμα εγώ να σε λαιμό

εγώ να σε γάμπες εγώ να σε βεβαιότητα

εγώ να σε μάγουλα εγώ να σε φλέβες

εγώ να σε χέρια

εγώ να σε ιδρώτα

εγώ να σε γλώσσα

εγώ να σε αυχένα

εγώ να σε ταξιδεύω

εγώ να σε σκιά εγώ να σε σώμα και να σε φάντασμα

εγώ να σε αμφιβληστροειδή μες στην ανάσα μου

εσύ να με ίρις
εγώ να σου γράφω

εσύ να με σκέφτεσαι.

Gherasim Luca, Prendre corps (μτφ. Α. Παγουλάτος)

Φωτογραφία: Gherasim Luca, Passionnément, 1944. Private collection, Paris. © Micheline Catti-Ghérasim Luca.

[Ευχαριστώ: exostispress.gr]

Αυτο-σχεδιασμός

fridakahlo

[…] Με τα παιδιά της ηλικίας της οι σχέσεις της Φρίντα είναι πάντα τεταμένες, λόγω του σωματικού της μειονεκτήματος. Τα παιδιά είναι ανελέητα και την κοροϊδεύουν: «Φρίντα, κουτσοπόδα», «Κουτσο-Φρίντα» της φωνάζουν. «Τότε η Φρίντα έβριζε με όλους τους τρόπους που είχε ακούσει». Ίσως η εμπειρία της αρρώστιας να την είχε μεγαλώσει ταχύτερα από τα άλλα παιδιά, κι έτσι οι μικροί της φίλοι να βρίσκουν μόνο αυτό τον τρόπο να τη «μικρύνουν». Μόνο με το ποδήλατο έχει πρόβλημα η Φρίντα. Κατά τ’ άλλα γρήγορα καταφέρνει να περπατά κανονικά, «με απόλυτη μεγαλοπρέπεια και χάρη στις κινήσεις της. Τα προβλήματα που είχε στο βάδισμά της ήξερε να τα καλύπτει τόσο καλά, που μερικές φορές έμοιαζε να κινείται ανάλαφρα σαν πουλί». Ως παιδί, οι γονείς της κάποτε την ντύνουν αγγελάκι και της βάζουν ψεύτικα φτερά – η Φρίντα είναι απαρηγόρητη γιατί διαπιστώνει πως δεν τη βοηθούν να πετάξει. Αισθάνεται ξεχωριστή, γιατί λοιπόν να μην μπορεί να πετάει;

Κάποτε, σε μια παιδιάστικη συναισθηματική έκρηξη, η Φρίντα σπρώχνει την ετεροθαλή αδελφή της Μαρία Λουίσα από το δοχείο νυκτός. Πληγώνεται υπερβολικά όταν εκείνη της ουρλιάζει «Δεν είσαι η κόρη της μαμάς μου, ούτε του μπαμπά μου. Από τα σκουπίδια σε μαζέψανε!» Η Φρίντα προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα της κι αποτραβιέται στον εαυτό της. Μέσα στη μοναξιά της φτιάχνει με τη φαντασία της ένα αντίγραφό της, ένα κοριτσάκι το οποίο μοιράζεται και κατανοεί όλες τις σκέψεις και όλα τα συναισθήματά της.

«Θα ήμουν έξι χρόνων, όταν έφτιαξα με τη φαντασία μου μία φίλη, ένα κοριτσάκι…στην ηλικία μου περίπου, για να με συντροφεύει. Ανάσανα προς το τζάμι του παραθύρου του τότε δωματίου μου που έβλεπε προς την οδό Αλιέντε, και με το δάχτυλό μου ζωγράφισα μια «πόρτα»… Από αυτή την πόρτα, με τη φαντασία μου, βγήκα έξω, βιαστικά και πολύ κεφάτα, διέσχισα την πλατεία που διακρινόταν ολόκληρη από το σημείο αυτό κι έφτασα στο γαλακτοπωλείο που λεγόταν Ντρόσελ… Από αυτό το «ο» του Ντρόσελ μπήκα στο εσωτερικό ενός άλλου κόσμου, όπου με περίμενε η φανταστική  μου φίλη… Δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, ούτε τα χρώματά της. Αλλά ξέρω πολύ καλά πως ήταν ένα χαρούμενο  κορίτσι – γελούσε πολύ. Δυνατά. Οι κινήσεις της ήταν σβέλτες και χόρευε σαν να μην την επηρέαζαν οι νόμοι της βαρύτητας. Την ακολουθούσα κατά πόδας και, όσο χόρευε, της εκμυστηρευόμουν τις πιο μύχιες ανησυχίες μου. Ποιες; Δεν θυμάμαι. Μάθαινε όμως όλα όσα με απασχολούσαν… Μετά ξαναπήγαινα στο παράθυρο και ξανάμπαινα πάλι από την πόρτα που είχα ζωγραφίσει στο τζάμι. Πότε; Πόσο έμενα μαζί της; Δεν ξέρω. Μπορεί μια στιγμή. Μπορεί χίλια χρόνια… Ήμουν ευτυχισμένη. Έσβηνα με το χέρι την «πόρτα» και «εξαφανιζόταν». Έτρεχα, με το μυστικό μου και τη χαρά μου, στην πιο απόμακρη γωνιά της εσωτερικής αυλής του σπιτιού μας και, πάντα στην ίδια θέση, κάτω από έναν κέδρο, φώναζα και γελούσα. Ενθουσιασμένη που ήμουν μόνη με τη μεγάλη ευτυχία μου και την πολύ ζωντανή ακόμα ανάμνηση του κοριτσιού».

 

Linde Salber, Frida Kahlo (εκδ. Μελάνι), απόσπασμα.

*Πίνακας: Frida Kahlo, «Las dos Fridas».

Γράμμα σε μια νέα ποιήτρια

rilke2

…Θα έπρεπε, κανονικά, να γνωρίζει κανείς πρώτα τι είναι τα ποιήματα, για να μπορέσει να πει τι σημαίνουν αυτά τα ποιήματα. Κι έτσι κάνει μια πρώτη απόπειρα: Δεν είναι σκέψεις, αλλά ενδείξεις ευγνωμοσύνης. Δεν έχουν την αφετηρία τους στις αισθήσεις, αλλά στη νοσταλγία. Αιτία γέννησής τους δεν είναι ένα τοπίο και δεν μπορούν να πραγματωθούν στη ζωγραφική βουνών και δέντρων, σπιτιών και κοπαδιών.

Ένα γέλιο που δεν εκδηλώθηκε είναι, ή ένα κλάμα που τα μάτια ήταν πολύ μακριά του. Ή ένας κίνδυνος που δεν έγινε κατανοητός, ή ένας τρόμος που δεν ωρίμασε. Ή η ανάμνηση μιας κοιλάδας, ενός ονείρου ή ενός πύργου κάπου στα παιδικά χρόνια. Ή μια αγάπη που δεν γίνεται να χαριστεί σε κανέναν ή ακόμα και μία που χάθηκε, που αφέθηκε να πέσει μέσα σε κάποια σκοτεινή καρδιά. Ή μια πίστη που που άρχισε να αμφιβάλλει ή μια αμφιβολία που μετατράπηκε σε κάτι δυνατό ή μια δύναμη που έχει ενηλικιωθεί και όμως δεν βρίσκει μήτε δόξα μήτε γαλήνη μέσα στη ζωή.

Και πολλά ακόμα ή…

Ήδη γίνεται φανερό: τα ποιήματα συμβαίνουν μόνο σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι, δίπλα και πίσω από τις συνηθισμένες, κοινές αισθήσεις, φυλάνε έναν αφανέρωτο θησαυρό αισθημάτων γιορτινών και ανοίκειων, που περνούν σε μακάρια αδράνεια μέσα από τις πιο μοναχικές ώρες. Μοιάζουν με θεούς από τους οποίους κανείς δεν ζητάει χάρη, τόσο ξένοιαστα μακάρια είναι. Αλλά τώρα η ανυπομονησία τους ζητάει να έρθουν στο φως, τα καλεί να βγουν από τους αστραφτερούς παραδείσους, να εισέλθουν σε κάποια θλιβερή μοναξιά κι εκεί, στο κατώφλι, αυτά νιώθουν ντροπή. Και ζητούν να περιβληθούν από ένα τοπίο, ή θέλουν να κρατήσουν μία εμπειρία, σαν μάσκα, μπροστά από το πρόσωπό τους, οι μυστικοί αυτοί πρίγκιπες. Κι έτσι, κρυμμένα πίσω από συμβάντα και εικόνες, αφημένα να τα μαντέψουν οι φοβισμένοι και οι ευσεβείς, άγνωστα προς όλους όσοι δεν έχουν γνωρίσει το βάθος, έρχονται διασχίζοντας τη ζωή: τα ποιήματα.

 

Rainer Maria Rilke, Μικρά Δοκίμια για την Τέχνη, εκδ. Printa. Απόσπασμα από το Γράμμα σε μία νέα ποιήτρια.

 

A girl

schoolgirl

Άραγε για ποιό «κοριτσάκι του» να μου μιλούσε εκείνος ο ξετρελαμένος από τη λύπη κύριος; Για κείνο που εννοούσε αυτός, για κείνο που εννοούσα εγώ, γι’ αυτό που έχω ξεχάσει ή για κάποιο που δημιουργήθηκε από το  πολύ «πιθανολογώντας» – λες ο άνθρωπος να πλάστηκε από μία μικρή πιθανότητα;

Αν ναι, τότε μήπως πρόκειτια για τούτο το κοριτσάκι που η μνήμη αξιώνει να το τιμήσω με την πιθανότητα να είναι πράγματι αυτό, εκμεταλλευόμενη το ότι δεν θυμάμαι; Φαίνεται, μνήμη σημαίνει να ξεχνάς τι ακριβώς θυμάσαι. Ναι, αλλά εγώ για χάρη της δικαιούμαι να κάνω αυτό το προτεινόμενο κορίτσι θύμα ενός ξένου πατέρα και να το επιφορτίσω μ’ έναν πρόωρο θάνατο, που πιθανόν να μην είναι δικός της; Θα μου πεις, ποιος θα το ανακαλύψει. Η ανωνυμία συντηρεί τους επιφανείς σε επιφανείς, τους δε αφανείς τους κάνει αφανέστερους.

Τέλος του δημοτικού, αρχές του γυμνασίου. Φορούσε στο λαιμό του ένα οβάλ κουτάκι χρυσό. Στην ώρα του μαθήματος αυτό το κουτάκι ή το χουχούλιαζε στο χέρι της, σα να ήταν πουλί ξεπαγιασμένο που ήθελε να το ζεστάνει, ή έστριβε την αλυσίδα γύρω γύρω στο λαιμό της μέχρι τα κρικάκια της να αποτυπωθούν στην αναπνοή της ή κρατούσε ανάμεσα στα δόντια της το κουτάκι. Το μισοδάγκωνε, το εξαφάνιζε για λίγο μέσα στο στόμα της, τρόμαζες ότι το κατάπιε, ή το έγλειφε σαν το περιεχόμενο να ήταν ρευστή τροφή για μιαν ανάγκη που έπασχε από δυσκαταποσία. Φτύσ’το, φτύσ’το αμέσως, της φώναζε κάθε τόσο η δασκάλα. Το έβγαζε από το στόμα της προσεκτικά και πληγωμένο το χουχούλιαζε πάλι στη χούφτα της να το γιατρέψει.

Στο διάλειμμα την περικυκλώναμε οι πιο λαίμαργα περίεργες και της τάζαμε ξύστρες, μολύβια, μπλοκάκια, τσιμπιδάκια μαλλιών, αν μας έδειχνε τι ήταν μέσα στο κουτάκι. Αποτραβιόταν τότε πολύ μακριά μας, άνοιγε κι έκλεινε το κουτάκι με τέτοια ασκημένη ταχύτητα, που ούτε το μεγαλύτερο μυστήριο δε δηλώνει την ύπαρξή του και δεν την κρύβει με τόση αστραπιαία εξασφάλιση.

Σήμερα που το σκέπτομαι, λέω ότι το πιθανότερο αυτό το κουτάκι να μην είχε τίποτα μέσα. Γιατί τέτοιες άγριες προφυλάξεις μόνο το κενό τις παίρνει για να μην αποκαλυφθεί.

Αποκλείω διαρρήδην να ήταν μέσα στο κουτάκι η μάνα του κοριτσιού.

 

Κική Δημουλά, Εκτός Σχεδίου (εκδ. Ίκαρος)

Φωτογραφία: A Schoolgirl In Binson Et Orquigny, Getty Images.