Ο μικρός κλέφτης ιστοριών

Peter pan

Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη «φόδρα» του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.

Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε!

Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.

Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. (Ο Πήτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ:

«Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πήτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «”Δεν έκλαψα για μητέρες εγώ”, είπε μάλλον αγανακτισμένος».

Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «Έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πήτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει, ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…

Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πήτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.

Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι (να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:

«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πήτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος… Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Kathleen Kelley-Lainé, Ο Μικρός Κλέφτης Ιστοριών (Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί, εκδ. Αγρα)- απόσπασμα.

Αυτογνωσία

christen_kobke_-_view_of_osterbro_from_dosseringen

Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Έχουμε διαισθήσεις, υποψίες, προαισθήματα, ασαφείς στοχασμούς και αλλόκοτα ανάμεικτα συναισθήματα, που στο σύνολό τους δεν μπορούν να οριστούν με απλό τρόπο. Βιώνουμε αλλαγές στη διάθεσή μας, αν και ουσιαστικά δεν τις κατανοούμε. Και ξαφνικά, περιστασιακά, συναντάμε έργα τέχνης που μοιάζουν να εκφράζουν κάτι που έχουμε νιώσει κι εμείς αλλά δεν το έχουμε αναγνωρίσει ξεκάθαρα ως τώρα. Ο Αλεξάντερ Πόουπ προσδιόρισε ως βασική λειτουργία της ποίησης το να παίρνει ημιτελείς σκέψεις και να τις εκφράζει με καθαρότητα: κάτι που «συχνά αποτέλεσε αντικείμενο σκέψης αλλά ποτέ δεν είχε διατυπωθεί τόσο καθαρά». Με άλλα λόγια, ένα εφήμερο και απροσδιόριστο κομμάτι της σκέψης μας, της εμπειρίας μας, λαμβάνεται, υπόκειται σε επεξεργασία και μας επιστρέφεται πιο ολοκληρωμένο, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε ότι επιτέλους γνωρίζουμε πιο ξεκάθαρα τον εαυτό μας.

Η τέχνη ενισχύει την αυτογνωσία και αποτελεί εξαιρετικό μέσο προκειμένου να μεταδώσουμε στους άλλους τους καρπούς που προκύπτουν. Γνωρίζουμε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας με τους άλλους∙ οι λέξεις αποδεικνύονται αδέξιες. Σκεφτείτε ότι προσπαθείτε να περιγράψετε έναν περίπατο κατά μήκος μίας λίμνης ένα ήρεμο απόγευμα, χωρίς τη βοήθεια κάποιας εικόνας. Η ανεπιτήδευτη απεικόνιση ενός απογεύματος σε κάποιο προάστιο της Κοπεγχάγης από τον Κρίστεν Κέμπκε αναδεικνύει εκείνες ακριβώς τις πτυχές της εμπειρίας που δυσκολευόμαστε να αρθρώσουμε. Το φως στον πίνακα είναι εξαιρετικά σημαντικό, παρόλο που δύσκολα ορίζει κανείς τη σημασία του. Ο θεατής αισθάνεται την ανάγκη να δείξει τον πίνακα και να πει «έτσι νιώθω κι εγώ με αυτό το φως». Ο Κέμπκε έχει δημιουργήσει μία εικόνα ερωτευμένη με την απουσία συμβάντων. Το παιδί κρέμεται από την κουπαστή, ο άντρας με το ψηλό καπέλο παρατηρεί καθώς ο φίλος του κάνει κάποιες διευθετήσεις στη βάση του μαζεμένου ιστίου. Οι γυναίκες κάτι λένε μεταξύ τους. Η ζωή συνεχίζεται, όμως δεν υπάρχει τίποτα το δραματικό, καμία προσδοκία αποτελέσματος, καμία αίσθηση κατάληξης. Ωστόσο, αντί να παραπέμπει σε μία κατάσταση ανίας ή απογοήτευσης, η αίσθηση είναι απόλυτα σωστή. Κυριαρχεί η γαλήνη, και όχι η κούραση. Η απόλυτη ηρεμία, και όχι η αδράνεια. Με κάποιον περίεργο τρόπο, ο πίνακας αποπνέει μία αίσθηση τέρψης για τη ζωή, η οποία εκφράζεται ήρεμα. Το ελκυστικό δεν είναι το φως καθαυτό αλλά η ψυχική κατάσταση που εκφράζει. Ο πίνακας αποτυπώνει ένα τμήμα του εαυτού μας – τμήμα που δεν εκφράζεται εύκολα με λέξεις. Θα μπορούσατε να δείξετε τον πίνακα και να πείτε «κατά στιγμές, έτσι είμαι κι εγώ∙ μακάρι να μου συνέβαινε συχνότερα». Σε περίπτωση που κάποιος άλλος έχει την ίδια αίσθηση, ίσως να μιλάμε για την αρχή μίας σημαντικής φιλίας.

Τα αντικείμενα τέχνης δεν μας αρέσουν απλώς – σε ορισμένες διακριτές περιπτώσεις, είμαστε λιγάκι σαν αυτά. Είναι τα μέσα διά των οποίων καταλήγουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να δείχνουμε στους άλλους ορισμένες πτυχές του αληθινού μας εαυτού.

 

Alain de Botton, John Armstrong, Η τέχνη ως θεραπεία (απόσπασμα από το πρώτο μέρος, Οι επτά χρήσεις της τέχνης: Αυτογνωσία), εκδ. Πατάκη.

Πίνακας: Christen Købke, Άποψη του Ούστεμπρο από το Ντοσσέρινγκεν (1838).

Συναισθηματική κακοποίηση

abuse7

Με τον όρο «συναισθηματική κακοποίηση» εννοούμε κάθε συμπεριφορά και στάση που πλήττει την συναισθηματική και/ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός άλλου ανθρώπου, χωρίς να εμπλέκει όμως την άσκηση σωματικής βίας. Στόχος της είναι να ελέγξει, να απαξιώσει, να εκφοβίσει, να απομονώσει ή να τιμωρήσει τον άλλον, χρησιμοποιώντας ως κυριότερα μέσα τον φόβο, την υποτίμηση και την ταπείνωση. Σε αντίθεση όμως με την σωματική και τη σεξουαλική κακοποίηση, όπου ένα και μόνο περιστατικό αρκεί για να την χαρακτηρίσει ως τέτοια, η συναισθηματική βία περιγράφεται ως ένα επαναλαμβανόμενο και σταθερό, μέσα στο χρόνο, μοτίβο συμπεριφορών, που μπορεί να είναι εκούσιο ή ασυνείδητο, και που πάντως έχει ως αποτέλεσμα την συστηματική υποτίμηση του άλλου ανθρώπου και της ψυχοσυναισθηματικής του ακεραιότητας. Στις πιο φανερές εκδοχές της, η συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να πάρει τη μορφή της λεκτικής βίας και της διαρκούς άσκησης κριτικής, ενώ στις πιο άρρητες και συγκαλυμμένες εκδοχές της μπορεί να εκφραστεί μέσα από προσπάθειες εκφοβισμού του άλλου, χειραγώγησης, αλλά και με την μόνιμη άρνηση του ατόμου να μείνει ικανοποιημένος από το οτιδήποτε κάνει ο άλλος. Το αξιοσημείωτο στην δεύτερη περίπτωση της συγκαλυμμένης συναισθηματικής κακοποίησης είναι πως συνήθως, αυτού του είδους οι συμπεριφορές παρουσιάζονται και τεκμηριώνονται ως καλόβουλες προθέσεις καθοδήγησης του άλλου ή παροχής συμβουλών για το «καλό του». Σε κάθε περίπτωση όμως, η συναισθηματική κακοποίηση είναι ανεξάρτητη του κοινωνικού, μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, ενώ δεν συνδέεται με το φύλο και την ηλικία του δέκτη και του θύτη. Επιπλέον, βιβλιογραφικά φαίνεται να λειτουργεί ως προάγγελος σωματικής βίας.

Παρότι είναι πολλές οι συμπεριφορές που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως τακτικές άσκησης συναισθηματικής βίας, σε γενικές γραμμές τα μοτίβα των συναισθηματικά κακοποιητικών συμπεριφορών είναι τα εξής:

  • Επίθεση: Εδώ εντοπίζονται οι πιο εμφανείς, οι πιο ρητές μορφές συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς και περιλαμβάνουν τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, τις κατηγορίες, τις απειλές και τις διαταγές. Αναλαμβάνοντας μία θέση κριτή, που εγκρίνει ή δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά του άλλου, ο συναισθηματικά κακοποιητικός άνθρωπος στερεί από τον άλλον το δικαίωμα της ισότητας και της αυτονομίας μέσα στη σχέση. Ωστόσο, εξίσου επιθετική μπορεί να είναι και μία στάση «βοήθειας» προς τον άλλον: εδώ η άσκηση κριτικής, οι συμβουλές, οι έτοιμες λύσεις, οι αναλύσεις, οι ερωτήσεις σε ανακριτικό ύφος και η αμφισβήτηση των ενεργειών ή/και των αποφάσεων του άλλου μπορεί κάποιες φορές να είναι καλοπροαίρετες και ειλικρινείς, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν ως στόχο την απαξίωση και τον έλεγχο του άλλου. Εκείνο που μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ των δύο στάσεων είναι ο επικριτικός τόνος που υιοθετείται από τον θύτη ως εκείνου που «γνωρίζει καλύτερα».
  • Άρνηση: Σε αυτή την κατηγορία των συμπεριφορών εμπίπτουν όλες οι προσπάθειες ακύρωσης των σκέψεων, των απόψεων, των συναισθημάτων ή των αποφάσεων του άλλου. Ακύρωση έχουμε κάθε φορά που ο θύτης αρνείται την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα, όταν αρνείται πως έχει προσβάλλει τον άλλον, όταν υποστηρίζει ότι ποτέ δεν εξύβρισε τον άλλον, ή όταν δηλώνει πως δεν γνωρίζει για τι μιλάει ο άλλος. Μία δεύτερη μορφή άρνησης είναι και η αποσιώπηση: όταν ο θύτης αρνείται να ακούσει ή να συζητήσει, και όταν αποσύρεται συναισθηματικά σε μία προσπάθεια να τιμωρήσει τον άλλον («κρατάει μούτρα»). Πρόκειται για μία συναισθηματική και ψυχική σιωπή έναντι του άλλου, που στόχο έχει να τον ελέγξει και να τον τιμωρήσει, κάνοντάς τον τελικά να νιώθει αόρατος. Μία τρίτη μορφή συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς που συνδέεται με την άρνηση είναι η αντιπαράθεση, η οποία εκφράζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο θύτης θεωρεί τον δέκτη της συμπεριφοράς του ως κομμάτι του εαυτού του και φυσική του συνέχεια, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δεχθεί ότι ο άλλος μπορεί να έχει κάποια άποψη, κάποιο συναίσθημα ή κάποια επιθυμία διαφορετική από τη δική του.
  • Ελαχιστοποίηση: Πρόκειται για μία ηπιότερη μορφή άρνησης όπου ο θύτης αποδέχεται μεν ότι κάτι συνέβη, αλλά αμφισβητεί τα συναισθήματα ή τις αντιδράσεις του άλλου σχετικά με αυτό το γεγονός. Εδώ θα ακούσουμε φράσεις όπως «Υπερβάλλεις!» ή «Παραείσαι ευαίσθητος!», οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση ή και ακυρώνουν τα συναισθήματα του άλλου. Σε μία άλλη μορφή της ελαχιστοποίησης, ο θύτης μπορεί επίσης να υποβαθμίζει με τη στάση του την σημασία των όσων λέει και κάνει ο άλλος.

Αξίζει να σημειωθεί και μία ακόμα μορφή συναισθηματικής κακοποίησης που ενέχει βία χωρίς ωστόσο αυτή να γίνεται σωματική: η συμβολική βία περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το βίαιο κλείσιμο της πόρτας, το σπάσιμο πιάτων ή άλλων αντικειμένων, η παρορμητική και επικίνδυνη οδήγηση όταν ο δέκτης είναι συνοδηγός, οι απειλές για καταστροφή περιουσιακών ή προσωπικών στοιχείων του δέκτη, καθώς και οι απειλητικές χειρονομίες προς τον άλλο. Όλα αυτά συνιστούν συμβολικές μορφές μίας απειλής που παραβιάζει τα ψυχολογικά και συναισθηματικά όρια του άλλου ανθρώπου.

Για τον δέκτη αυτών των συμπεριφορών, οι επιπτώσεις είναι αδιόρατες, σιωπηρές, πλην όμως πολύ σοβαρές. Εξάλλου, βιβλιογραφικά επιβεβαιώνεται ότι οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης για τον άνθρωπο που τη δέχεται είναι εξίσου σοβαρές (ίσως και σοβαρότερες) με αυτές της σωματικής βίας. Έτσι, η μειωμένη αίσθηση αυταξίας και η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι αυτομομφές, η ενοχή και η ντροπή, η αίσθηση ότι δεν αξίζει τίποτα ή ότι δεν είναι ικανός για τίποτα, οι διαρκείς αμφιβολίες για την εγκυρότητα και την βασιμότητα των σκέψεων, των πεποιθήσεων, των αποφάσεων και των ενεργειών του, και η γενικότερα αρνητική αυτό-εικόνα που διατηρεί, καθώς και η κατάθλιψη ή και το άγχος που βιώνει, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της συναισθηματικής κακοποίησης που επανειλημμένως δέχεται ή δέχθηκε στο παρελθόν από κάποιον άλλο. Ειδικά μέσω της άρνησης και της ελαχιστοποίησης, των οποίων γίνεται δέκτης, το άτομο μπορεί να φθάσει στο σημείο να αμφιβάλλει για τα συναισθήματα και τις σκέψεις του καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και βιώνει την πραγματικότητα.

Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση απαντάται τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις πιο στενές, διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Από τον γονέα που ειρωνεύεται και απειλεί το παιδί του και τον σύζυγο που εκβιάζει οικονομικά τη σύζυγο, μέχρι τον προϊστάμενο που δεν μένει ποτέ ευχαριστημένος από την απόδοση των υφισταμένων του και απαξιώνει διαρκώς τις προσπάθειές τους, και την σύντροφο που ειρωνεύεται και κάνει σαρκαστικά σχόλια προς τον σύντροφό της, η συναισθηματική κακοποίηση ελλοχεύει σε κάθε μορφή σχέσης όπου υπάρχει κάποια άνιση κατανομή της εξουσίας και του ελέγχου. Εκείνο που φαίνεται να έχει μία ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός πως η συναισθηματική κακοποίηση ακολουθεί ένα διαγενεακό μοτίβο. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που ως παιδί δέχθηκε συναισθηματική κακοποίηση από τον γονέα του, είναι πολύ πιθανό ως ενήλικος να αναζητάει και να βρίσκεται σε σχέσεις στις οποίες γίνεται δέκτης παρόμοιων συμπεριφορών. Έχοντας μάθει από μικρό παιδί πως κάποιος άλλος είναι εκεί για να κρίνει και να αξιολογήσει τα συναισθήματα και τις επιλογές του και μην έχοντας γνωρίσει τι σημαίνει αυτόνομη έκφραση συναισθημάτων και ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων, είναι επόμενο ως ενήλικος πια, να νιώθει μεγαλύτερη οικειότητα και ασφάλεια μέσα σε σχέσεις ελεγκτικές και χειραγώγησης, παρά τον θυμό, την μειωμένη αυτοεκτίμηση και την αρνητική αυτοεικόνα που ταυτόχρονα έχει. Στο άλλο άκρο, ένα παιδί που μεγάλωσε σε ένα συναισθηματικά κακοποιητικό περιβάλλον μπορεί ως ενήλικος να υιοθετεί και να εκφράζει αντίστοιχα κακοποιητικές συμπεριφορές προς τους οικείους του. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί υιοθέτησε τις ίδιες συμπεριφορές με τους κακοποιητικούς γονείς του προκειμένου να προστατευτεί από τον θυμό, το άγχος, την θλίψη και την αίσθηση αβοηθησίας που του προκαλούσε η συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά θα δούμε συναισθηματικά κακοποιητικούς ανθρώπους να έλκονται από ανθρώπους ανασφαλείς, με χαμηλή αυτοεκτίμηση: είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα τους προσδώσουν την αίσθηση του ελέγχου, της ισχύος και της ασφάλειας, ώστε να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους ανασφάλειες. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και αυτός είναι ο λόγος που δεν αποκλείεται να δούμε τον ίδιο άνθρωπο να λειτουργεί ως θύτης σε μία σχέση και ως δέκτης συναισθηματικής κακοποίησης σε κάποια άλλη του σχέση.

Βεβαίως, από μία συζήτηση αναφορικά με τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που εκφράζονται μέσα σε αυτές δεν θα μπορούσε να λείπει και μία αναφορά στη σχέση που διατηρούμε με τον ίδιο τον εαυτό μας. Το ερώτημα του κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε κακοποιητικοί έναντι του εαυτού μας είναι εδώ σημαντικό, ειδικά αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας. Αν βλέπουμε τον εαυτό μας ως ανάξιο και άχρηστο, είναι πολύ πιθανό να στρεφόμαστε προς ανθρώπους που θα φροντίζουν να μας το επιβεβαιώνουν σε καθημερινή βάση. Άλλωστε, πάντα ο άλλος λειτουργεί ως καθρέπτης του εαυτού μας. Όταν εμείς οι ίδιοι συμπεριφερόμαστε υποτιμητικά προς τον εαυτό μας, όταν η πρώτη μας σκέψη είναι πάντα «μα είμαι τόσο χαζός» ή «δεν κάνω τίποτα σωστά», τότε είναι επόμενο να επιτρέψουμε και στους άλλους να κάνουν το ίδιο προς εμάς και να καταλήγουμε σε σχέσεις τοξικές και κακοποιητικές.

Το κεφάλαιο της συναισθηματικής κακοποίησης είναι αρκετά μεγάλο με πολλά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, τόσο ως προς τον ακριβή ορισμό του φαινομένου, όσο και ως προς τις επιπτώσεις που αυτό έχει για τους θύτες και τους δέκτες αυτών των συμπεριφορών. Η αδιόρατη φύση της κακοποίησης που υφίσταται ο δέκτης, τα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα και οι αξίες αναφορικά με την ανισότητα της ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, υφισταμένων και προϊσταμένων, γονέων και παιδιών, η καθημερινότητα και η επαναληπτικότητα που χαρακτηρίζει το μοτίβο της έκφρασης αυτών των συμπεριφορών και η ντροπή και η ενοχή που νιώθουν οι δέκτες – είτε είναι παιδιά είτε είναι ενήλικοι –, καθιστούν πολύ δύσκολη την πρόληψη και την αντιμετώπισή της. Το πρώτο βήμα είναι φυσικά η αποδοχή του τι συμβαίνει, είτε είμαστε από την πλευρά του θύτη είτε του δέκτη. Από το σημείο αυτό και μετά, η ενημέρωση σχετικά με την συναισθηματική κακοποίηση, η καλύτερη γνωριμία με τον εαυτό μας και η φροντίδα και η αγάπη προς τον εαυτό, αποτελούν ορισμένα μόνο από τα βήματα που μπορεί να ακολουθήσει κανείς προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το τι συμβαίνει μέσα στη δυναμική των σχέσεών του. Άλλωστε, το πάθος δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα, η αγάπη δεν ταυτίζεται με την έγκριση και το ενδιαφέρον δεν εκφράζεται με την απομόνωση και την παρακολούθηση του άλλου. Στη βάση κάθε σχέσης, θεμέλιο είναι ο σεβασμός και η αποδοχή του άλλου και του εαυτού μας μέσα σε αυτή.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος (MSc.)

[Αναδημοσίευση από το www.yparxi.gr]

Πηγές και περισσότερες πληροφορίες:

Coker, A. L., Davis, K. E., Arias, I., Desai, S., Sanderson, M., Brandt, H. M., & Smith, P. H. (2002). Physical and mental health effects of intimate partner violence for men and women. American journal of preventive medicine, 23(4), 260-268.

Goldsmith, R. E., & Freyd, J. J. (2005). Awareness for emotional abuse. Journal of Emotional Abuse, 5(1), 95-123.

Hirigoyen, M. F., Marx, H., & Moore, T. (2004). Stalking the soul: Emotional abuse and the erosion of identity. Helen Marx Books.

Tomison, A. M., & Tucci, J. (1997). Emotional abuse: The hidden form of maltreatment. Australian Institute of Family Studies, for National Child Protection Clearing House.

Counselling Directory: Emotional Abuse: http://www.counselling-directory.org.uk/emotional-abuse.html.

National Violence αgainst Women Prevention Research Center, Wellesley Centers for Women, Wellesley College: Abuse in Intimate Relationships: Defining the Multiple Dimensions and Terms. https://mainweb-v.musc.edu/vawprevention/research/defining.shtml.

NCADV: https://ncadv.org/files/Domestic%20Violence%20and%20Psychological%20Abuse%20NCADV.pdf

Youth

Youth

 

Δύο άντρες ηλικιωμένοι, με περισσότερη ζωή πίσω τους απ’ όση μπροστά τους, φίλοι από τα βαθιά τους νιάτα, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις Ελβετικές Άλπεις. Επιτυχημένοι, διάσημοι, περιστοιχισμένοι μία ζωή από τους πειρασμούς της ομορφιάς: γυναίκες, μουσική, εικόνες, σενάρια. Ο ένας φανερά παραιτημένος, περιμένει να πεθάνει. Ο άλλος φανερά ακούραστος, ετοιμάζει την νέα του ταινία. Δίπλα τους, ένας Μαραντόνα να ασθμαίνει στη δεύτερη απλωτή στην πισίνα, παχύσαρκο φάντασμα του Θεού που ακόμα είναι για τους όλους τους υπόλοιπους. Αλλά και η Μις Υφήλιος, τόσο απερίγραπτα όμορφη, σφριγηλή και έξυπνη όσο δεν μπορεί πια να είναι η ζωή των δύο φίλων. Σε κάθε καρέ τα αντίθετα: Ένα γερασμένο σώμα μέσα σε μία σφύζουσα ζωής φύση. Ένα νέο κορίτσι που κάνει μασάζ σε ένα σώμα χαλαρωμένο από το πέρασμα του χρόνου. Ένα κόκκινο κραγιόν σε χείλη ηλικιωμένα. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων που κάνουν έρωτα στα όρθια, στον κορμό ενός δέντρου μέσα στο δάσος. Ένας παλιός έρωτας κι ένας καινούργιος. Η πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην υγεία και την αρρώστια, την δέσμευση και την ελευθερία, τον φόβο και την επιθυμία.

«I’m always going home.
Always going to my father’s house.»

Αυτά συμβαίνουν στο Youth. Και είναι αυτά που συμβαίνουν στην ζωή όλων μας, ανεξαρτήτως ηλικίας. Συμβαίνει δε, με έναν τρόπο που ίσως και ο ίδιος ο Sorrentino να μην είχε συνειδητοποιήσει. Διαβάζω σε συνέντευξή του, σχετικά με το γιατί επέλεξε να «εμφανιστεί» ο Μαραντόνα σε αυτή την ταινία. Ως απάντηση λέει ότι κάποτε ο Μαραντόνα του έσωσε τη ζωή. Όταν ήταν μικρός, πολλά καλοκαίρια τα περνούσε με τους γονείς του σε ένα σπίτι στο βουνό. Εκείνη τη φορά επέμεινε να μην πάει μαζί τους, ώστε να παρακολουθήσει έναν αγώνα με τον Μαραντόνα. Οι γονείς του πήγαν στο σπίτι στο βουνό, μία έκρηξη στο σύστημα θέρμανσης, εκείνοι σκοτώθηκαν, εκείνος σώθηκε.

 «Fear…That is an amazing feeling too,
you know?»

Θα μπορούσα να ρισκάρω την υπόθεση ότι ο Sorrentino έφτιαξε αυτή την ταινία για να ξορκίσει το παρελθόν του. Ένα παρελθόν νεότητας που κατακλύζεται από το θάνατο – τον τραγικό, σε ένα σπίτι στο βουνό – των γονιών του.

Το δίλημμα λοιπόν είναι τι θα επιλέξεις να αφήσεις πίσω σου και η δυσκολία που το συνοδεύει είναι στο πώς θα το κάνεις αυτό. Πώς να επιλέξεις τα γηρατειά όταν η νεότητα είναι τόσο ποθητή, πώς να επιλέξεις την επιθυμία όταν ο τρόμος είναι τόσο βολικός, πώς να καταφέρεις τελικά να υπερβείς τους φόβους σου και να ανοιχτείς στη ζωή; Δύσκολη επιλογή, ακόμα πιο δύσκολη η σκέψη αυτής, και τρομακτική η προοπτική να την κάνεις πραγματικότητα- να αγκαλιάσεις τους φόβους σου.

Ο άνθρωπος που έμοιαζε περισσότερο ελεύθερος, τρέμει μπροστά στην απειλή της συνταξιοδοτικής ρουτίνας, δεν αντέχει την κατάρρευση της ψευδαίσθησης που χρόνια τον κρατούσε ζωντανό και αυτοκτονεί. Εν ψυχρώ, θα έλεγε κανείς – Ίσως όχι και τόσο, θα σχολίαζε ένας προσεκτικός παρατηρητής. Κι ο παραιτημένος, ο παντελώς παραδομένος στο παρόν της απόσυρσης, του περιθωρίου πλέον της ζωής, ο νωθρός, όπως τον λέει η κόρη του, στέκει στα πόδια του, αντιμετωπίζει τους φόβους και τις ενοχές του και τα τιμάει όπως τους πρέπει. Αντέχει.

 

 «I have finally come
to a conclusion…
…I have to choose.
I have to choose what is really
worth telling.
The Horror or Desire?
And I chose the Desire.
You, each one of you…
…You opened my eyes.
You made me see that I should not be wasting
my time on the senselessness of Horror.
I want to tell about your Desire,
my Desire.
So pure, so impossible,
so immoral…
…But it doesn’t matter
because that’s what makes us alive.»

 

Σκέφτομαι πως ίσως η ελευθερία να μας περιμένει στο τέλος του φόβου: του φόβου της αρρώστιας, της φθοράς, του θανάτου. Ίσως ελευθερία να μην είναι τίποτα παραπάνω από την επιθυμία να ζήσεις, να λαχταρήσεις, να νιώσεις, να αγγίξεις τους άλλους. Να αφεθείς να αιωρηθείς ψηλά σε έναν γκρεμό και να αφεθείς στην – αβέβαιη, φυσικά – εμπιστοσύνη προς εκείνον που σου λέει «κοίταξε εμένα». Σε αυτή τη στροφή του βλέμματος, είτε πάνω από τον γκρεμό, είτε πάνω στη σκηνή, είτε προς ένα γυμνό σώμα, είτε προς την αλήθεια ενός μικρού παιδιού, είτε (κυρίως) προς τον ίδιο τον εαυτό μας, εκεί που οι φόβοι μας βρίσκονται μισό βλέμμα πίσω μας, ίσως εκεί ακριβώς να υπάρχει αυτό που λέμε «ελευθερία».

 

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Οι Δύο Μοναχοί

let_go

Κάποτε, δύο μοναχοί περπατούσαν κατά μήκος ενός ποταμού όταν συνάντησαν μία γυναίκα που περίμενε να περάσει απέναντι. Ντυμένη με ένα μακρύ φόρεμα, ήταν εμφανές ότι δεν ήθελε να το βρέξει. Ο πιο ηλικιωμένος από τους δύο μοναχός, σήκωσε τη γυναίκα στα χέρια του και, χωρίς να πει τίποτα, διέσχισε τον ποταμό, την πέρασε στην απέναντι όχθη και την άφησε. Οι δύο μοναχοί συνέχισαν στο δρόμο τους σε απόλυτη σιωπή.

Μία ώρα αργότερα, ο νεότερος μοναχός ξέσπασε κι άρχισε να κατηγορεί τον ηλικιωμένο μοναχό για ό,τι είχε κάνει νωρίτερα. «Πώς είναι δυνατό να άγγιξες μία γυναίκα; Γνωρίζεις πολύ καλά ότι έχουμε ορκιστεί να μην αγγίξουμε ποτέ γυναίκα! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έτσι απλά, χωρίς καν να το σκεφτείς πήγες και τη σήκωσες στα χέρια σου!» Ο ηλικιωμένος μοναχός άκουγε προσεκτικά ό,τι είχε να του πει ο άλλος και στο τέλος είπε μόνο, «Αδελφέ, εγώ την άφησα εδώ και μία ώρα, εσύ γιατί συνεχίζεις να την κουβαλάς;»

 

 

Christian Conte,  Advanced Techniques for Counseling and Psychotherapy, (New York: Springer)

 

Η αγάπη προς τον εαυτό

blue sky hole in a wooden wall background; Shutterstock ID 62342308; PO: The Huffington Post; Job: The Huffington Post; Client: The Huffington Post; Other: The Huffington Post

Όταν προσφάτως με ρώτησαν για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να αγαπήσει τον εαυτό του, ενδόμυχα χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως ζούμε σε μία εποχή που ζητάει «οδηγίες χρήσεως», έτοιμες συνταγές και σαφή βήματα, προκειμένου να φθάσει από το σημείο Α στο σημείο Β με ταχύτητα, ευκολία και κυρίως, ασφάλεια. Τέτοιου είδους «οδηγίες», χρήσιμες και σκόπιμες στον κόσμο της τεχνολογίας, των αντικειμένων, της παραγωγής ή των μαθηματικών, συνήθως δεν έχουν εφαρμογή στο πεδίο του ανθρώπου και της ψυχολογίας του. Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολυδιάστατο: Κατ’ αρχάς, εξ’ ορισμού η αγάπη προς τον εαυτό μας δεν είναι ούτε μία εύκολη, ούτε μία γρήγορη διαδικασία και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ασφαλής. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που εξαρτάται απολύτως από εμάς τους ίδιους. Το γνωστό κλισέ, ότι «για να αγαπήσεις τον άλλο θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπήσει τον ίδιο τον εαυτό σου», έχει μία προϋπόθεση που ίσως φανεί παράδοξη: για να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Ως εκ τούτου και επιλέγοντας, όπως πάντα, να μείνω σε απόσταση από κάθε είδους έτοιμο συνταγολόγιο για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στο παρόν κείμενο θα εστιάσω σε αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και μέσα από αυτά, θα σκιαγραφήσω την πορεία προς μία βελτιωμένη αυτοεκτίμηση και φροντίδα του εαυτού.

Τι εννοούμε άραγε λέγοντας «αγαπώ τον εαυτό μου»; Πιο συγκεκριμένα, τι εννοούμε λέγοντας «εαυτός μου»; Για να μπορέσουμε να δείξουμε αγάπη προς ένα άλλο πρόσωπο, για να καταφέρουμε να νοιαστούμε για τον άλλο, βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε αυτό τον άνθρωπο σε βάθος: Τα θετικά και τα αρνητικά του σημεία, τον τρόπο που αντιδράει σε κάθε περίσταση, τις συνήθειές του και τι αντλεί από αυτές, τις βαθύτερες επιθυμίες του, τα αίτια που τον κάνουν να επιλέξει αυτό και όχι εκείνο, τα πράγματα που αγαπάει και τα πράγματα που αποφεύγει, τους φόβους του, τις ελπίδες του. Ό,τι ισχύει για την αγάπη που δείχνουμε προς ένα άλλο πρόσωπο όμως, ισχύει και για την αγάπη προς τον εαυτό μας. Πώς θα τον αγαπήσουμε αν δεν τον γνωρίσουμε; Κι εδώ είναι που αρχίζει η επίπονη διαδικασία της αυτογνωσίας. Και είναι επίπονη, διότι καλούμαστε να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι σε εμάς τους ίδιους και να μελετήσουμε τα σκοτεινά μας σημεία: τους φόβους μας, τα ελαττώματά μας, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, τα ευάλωτα σημεία μας, που τόσο καλά τα προφυλάσσουμε από τη θέα των άλλων, τις ενδόμυχες επιθυμίες και ανάγκες μας, τα τραύματα που κουβαλάμε, όσα μας κάνουν μέσα μας να ντρεπόμαστε ή να νιώθουμε ενοχές. Και ταυτόχρονα, η άλλη όψη της δυσκολίας: να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει και να παραδεχτεί τα θετικά μας στοιχεία: τα όμορφα στοιχεία του χαρακτήρα μας, τα προτερήματα της προσωπικότητάς μας, του σώματός μας, τα σημεία της βιογραφίας μας για τα οποία νιώθουμε υπερήφανοι, τις κατακτήσεις μας, όσα κάναμε να μας συμβούν και μας πήγαν ένα βήμα παρακάτω, τις ικανότητές μας. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο απαιτούν θάρρος και ειλικρίνεια.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Στην ιδέα της καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας, εντάσσονται και τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε για εμάς στην καθημερινότητά μας. Άραγε τον φροντίζουμε τον εαυτό μας, ή τον υποβάλλουμε σε διαρκείς αυτοταπεινώσεις; Ποιος είναι ο περίγυρός μας; Τι ανθρώπους συναναστρεφόμαστε; Υπάρχει ένα υγιές δούναι και λαβείν στις σχέσεις μας, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Πώς τρέφουμε τον εαυτό μας και με τι; Πέρα από την κανονική τροφή του οργανισμού, υπάρχει και η ψυχική/συναισθηματική τροφή. Φροντίζουμε τακτικά για αυτή, κι αν ναι πώς; Αν όχι, γιατί; Τελικά, σεβόμαστε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες του, ή επιτρέπουμε στους άλλους να επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις πάνω μας, φοβούμενοι πως αν αντιδράσουμε διαφορετικά θα τους χάσουμε; Κανένας μας δεν ζει σε κενό αέρος. Όλοι κινούμαστε σε ένα πλαίσιο σχέσεων και είναι αυτές οι σχέσεις που πολλές φορές μάς αποκαλύπτουν στοιχεία του εαυτού μας που δεν γνωρίζουμε. Αν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους, καθώς και τον τρόπο που οι άλλοι σχετίζονται με εμάς, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πολλές πτυχές της συμπεριφοράς μας που μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστες. Και εδώ, δεν εννοούνται μόνο οι γνωστοί ή οι φίλοι, αλλά και οι άνθρωποι του πιο στενού μας κύκλου, όσοι θεωρούμε δεδομένους ή αγαπημένους και ποτέ δεν έχουμε επιχειρήσει να παρατηρήσουμε ή να αμφισβητήσουμε.

Η αναφορά στους πιο κοντινούς και αγαπημένους ανθρώπους της ζωής μας, μάς φέρνει στο δεύτερο σημείο που προαναφέρθηκε: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Κι αυτό, διότι η ικανότητα της αγάπης δεν είναι εγγενής∙ μαθαίνεται. Είναι μία τέχνη, όπως τη χαρακτηρίζει ο E. Fromm, στην οποία κάποιος μας εκπαιδεύει όταν ακόμα είμαστε παιδιά. Αυτό σημαίνει πως, η ικανότητά μας να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, εξαρτάται από το αν αυτός ο κάποιος – συνήθως ο γονιός στα παιδικά μας χρόνια – μας αγάπησε και μας αποδέχθηκε κυρίως για εκείνα τα στοιχεία μας στα οποία είμαστε περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς. Μία τέτοια άνευ όρων, ειλικρινής αγάπη επιτρέπει στο μικρό παιδί να νιώσει ελευθερία και ανακούφιση, καθώς θα διαπιστώνει ότι τα όσα αρνητικά νόμιζε πως έχει δεν αποτελούν εμπόδιο ούτε κριτήριο για την αγάπη του άλλου. Εκκινώντας από μία τέτοια θέση ελευθερίας και αυτό-αποδοχής, ο μετέπειτα ενήλικος μπορεί να ανοιχτεί και να ρισκάρει στην αγάπη προς τον άλλον, όντας ασφαλής και σίγουρος για τον ίδιο τον εαυτό του.

Βεβαίως, ούτε ο κόσμος είναι ιδανικός ούτε οι γονείς τέλειοι. Συχνά, τα ευάλωτα σημεία μας αντιμετωπίζονται με επικριτική ή απορριπτική διάθεση, με αποτέλεσμα να μαθαίνουμε από πολύ μικροί να τα κρύβουμε, να ντρεπόμαστε για αυτά ή να νιώθουμε κατώτεροι των άλλων. Πώς να βγεις να μοιραστείς αυτά τα σημεία με κάποιον άλλον, όταν οι πρωταρχικές σου εμπειρίες σου έχουν μάθει ότι θα σε απορρίψει για αυτά; Όταν αυτό που είμαστε γίνεται διαρκώς αντικείμενο ακύρωσης και περιφρόνησης, καταλήγουμε να δημιουργήσουμε έναν ψευδή εαυτό, πίσω από τον οποίο κρυβόμαστε και νιώθουμε ασφαλείς – με ένα υψηλό κόστος, όμως, αφού μόνο ο αυθεντικός μας εαυτός μπορεί να αντέξει το ρίσκο της εγγύτητας, να είναι ελεύθερος και δημιουργικός.

Άραγε, ποιες πτυχές μας φροντίσαμε να κρύψουμε καλά από τους άλλους όταν ήμασταν παιδιά; Για ποια πράγματα ντρεπόμασταν, τι φοβόμασταν να εκφράσουμε μη τυχόν και τιμωρηθούμε, ποιες επιθυμίες μας αποκρύψαμε και καταπιέσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν θα γινόντουσαν αποδεκτές; Και σήμερα, ως ενήλικοι, πώς είμαστε μέσα στις σχέσεις μας; Καταλαμβάνουμε και οι δύο τον ίδιο χώρο, ψυχικά και συναισθηματικά, ή μήπως υπάρχουν σημεία στα οποία συρρικνωνόμαστε, κρυβόμαστε ή απλώς δεν εκφραζόμαστε;

Ίσως όλα αυτά τα ερωτήματα και, πολύ περισσότερο, οι απαντήσεις σε αυτά να φαντάζουν ήδη δύσκολες και απαιτητικές. Και πράγματι είναι. Οι άνθρωποι που ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αλλά και πόσα οφέλη κρύβει στη διάρκειά του. Η πορεία προς την αγάπη για τον εαυτό μοιάζει σαν έναν κακοκεντημένο καμβά, που τον ξηλώνεις και τον ξανακεντάς από την αρχή, αυτή τη φορά με το δικό σου χέρι και τις δικές σου επιλογές.

Θα κλείσω περισσότερο με ένα σχόλιο παρά με κάποιο συμπέρασμα. Συχνά, η αγάπη προς τον εαυτό συγχέεται με τον εγωισμό. Η προτεραιότητα στις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες, η φροντίδα για προσωπικό χρόνο, άσκηση, διασκέδαση, κοινωνικές συναναστροφές, χόμπι, η διεκδίκηση των επιθυμιών και των στόχων μας και οτιδήποτε άλλο κρίνουμε απαραίτητο για εμάς τους ίδιους, συχνά χαρακτηρίζεται ως αποκλειστικό ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και αδιαφορία για τους άλλους. Ωστόσο, η αγάπη για τον εαυτό είναι το αντίθετο του εγωισμού. Ο εγωιστής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο E. Fromm, είναι ανίκανος να αγαπήσει – τον εαυτό του και τους άλλους. Η όλη του συμπεριφορά είναι απλώς αρπακτική: αγωνιά για έξωθεν ικανοποιήσεις που ο ίδιος δεν μπορεί να προσφέρει στον ίδιο τον εαυτό του. Αντίθετα, στον άνθρωπο που αγαπάει τον εαυτό του θα συναντήσουμε μία κατάφαση, η οποία προκύπτει αβίαστα από την ικανότητά του να φροντίζει, να σέβεται, να είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και να γνωρίζει:  πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Θυμός

anger

Από τη γέννηση ως το θάνατο, οι άνθρωποι δεν παύουν να βιώνουν άπειρα συναισθήματα – φόβο, πόνο, ανημποριά, θυμό, χαρά, ζήλια και αγάπη – όχι γιατί είναι σωστά, αλλά γιατί απλώς τα νιώθουν. Το ν’ αφήσεις τον εαυτό σου να έρθει σ’ επαφή με κάθε πλευρά της οικογενειακής σου ζωής, μπορεί να προκαλέσει ριζικές βελτιώσεις της κατάστασης. Πιστεύω πως οτιδήποτε μπορεί να συζητηθεί και να γίνει αντιληπτό σαν κάτι ανθρώπινο.

Ας εξειδικεύσουμε το θέμα μας. Ας πάρουμε το θυμό. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως ο θυμός αποτελεί απαραίτητο ανθρώπινο συναίσθημα έκτακτης ανάγκης. Επειδή ο θυμός καμμιά φορά ξεσπάει με καταστροφικές πράξεις, ο κόσμος νομίζει πως ο ίδιος ο θυμός είναι καταστρεπτικός. Δεν καταστρέφει ο θυμός, μα η πράξη που προέρχεται απ’ αυτόν.

Ας εξετάσουμε ένα ακραίο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε φτύνω. Αυτό, πιθανόν εσύ να το νιώσεις σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Να το νιώσεις σαν επίθεση και να αισθανθείς άσχημα για τον εαυτό σου και θυμωμένος εναντίον μου. Μπορεί να θεωρήσεις τον εαυτό σου αντιπαθητικό (υπήρχε κανείς άλλος λόγος να σου επιτεθώ;) Αισθάνεσαι πληγωμένος, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, μόνος και ίσως χωρίς φίλους. Αν και φέρεσαι με θυμό, αισθάνεσαι πληγωμένος – πράγμα για το οποίο δεν έχεις παρά αμυδρή αντίληψη. Πώς θα δείξεις τι αισθάνεσαι; Τι θα πεις; Τι θα κάνεις;

Έχεις επιλογές. Μπορείς να με φτύσεις και συ. Μπορείς να με χτυπήσεις. Μπορείς να κλάψεις και να με παρακαλέσεις να μην το ξανακάνω. Μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις. Μπορείς να το βάλεις στα πόδια. Μπορείς να εκφραστείς με ειλικρίνεια και να μου πεις πόσο θυμωμένος είσαι. Τότε πιθανότατα θα μπορέσεις να έρθεις σ’ επαφή με την αίσθηση της προσβολής και να μου μιλήσεις γι’ αυτό. Τότε θα μπορέσεις να με ρωτήσεις πώς έγινε και σ’ έφτυσα.

Οι κανόνες σου θα σε οδηγήσουν με ποιο τρόπο να εκφράσεις την αντίδρασή σου. Αν οι κανόνες σου επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορείς να με ρωτήσεις και να καταλάβεις. Αν οι κανόνες σου δεν επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορεί να μαντέψεις και ίσως να μαντέψεις λαθεμένα. Το φτύσιμο μπορεί να εκφράζει πολλά και διάφορα. Μπορείς να αναρωτηθείς: μ’ έφτυσε γιατί δεν της άρεσα; Επειδή είναι θυμωμένη μαζί μου; Επειδή νιώθει απογοητευμένη απ’ τον εαυτό της; Από κάποιο ακούσιο μυϊκό σπασμό; Μ’ έφτυσε γιατί ήθελε να την προσέξω; Αυτές οι πιθανότητες μπορεί να φαίνονται παρατραβηγμένες, αλλά για σκέψου τις λίγο. Δεν είναι καθόλου παρατραβηγμένες.

Ας μιλήσουμε λίγο ακόμα για το θυμό γιατί είναι πολύ σημαντικός. Δεν είναι βίτσιο, αλλ’ ανθρώπινη συγκίνηση, άξια σεβασμού και χρήσιμη σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Κανένας άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του δίχως ν’ απαντήσει μερικές έκτακτες καταστάσεις κι όλους μάς έχει κάποτε κυριέψει ο θυμός.

Όποιος θέλει να θεωρείται Καλός Άνθρωπος (και ποιος δεν το θέλει;) προσπαθεί να συγκρατήσει το θυμό του. Κανέναν όμως δεν ξεγελάει. Έχεις ποτέ δει κάποιον φανερά θυμωμένο να προσπαθεί να μιλήσει σαν να μην τρέχει τίποτα; Τεντωμένοι οι μυώνες, τα χείλια σφιγμένα, κοφτή η ανάσα του, αλλαγμένο το χρώμα του, μισόκλειστα τα μάτια τους, καμιά φορά κι ολόκληρο το σώμα του τεντωμένο.

Όσο περνάει ο καιρός, το άτομο, που ο κανόνας του λέει πως ο θυμός είναι κακός ή επικίνδυνος, συγκεντρώνει την ένταση πιο βαθιά μέσα του. Οι μυώνες, το πεπτικό σύστημα, ο καρδιακός ιστός, τα τοιχώματα των αρτηριών και των φλεβών σκληραίνουν, παρόλο που το εξωτερικό φαίνεται ήρεμο, ψύχραιμο και συγκρατημένο. Μόνο ένα στιγμιαίο ατσάλινο βλέμμα ή κάποιοι σπασμοί στο αριστερό πόδι δείχνουν τι πραγματικά αισθάνεται το άτομο. Σύντομα εμφανίζονται όλες οι σωματικές εκδηλώσεις της αρρώστιας που προέρχεται από το εσωτερικό σφίξιμο, όπως είναι η δυσκοιλιότητα και η υψηλή πίεση. Έπειτ’ από ένα διάστημα, το άτομο δεν αντιλαμβάνεται πια το θυμό του, αλλά μόνο τον πόνο μέσα του. Τότε, μπορεί να πει ειλικρινά: «Δε θυμώνω. Μόνο που με πονάει η χολή μου«. Τα συναισθήματα αυτού του ατόμου έχουν θαφτεί βαθιά, λειτουργούν ακόμα, μα πέρα από την ακτίνα της συνειδητής αντίληψης.

Μερικοί άνθρωποι δε φτάνουν ως εκεί, αλλά δημιουργούν ένα βυτίο όπου αποθηκεύουν το θυμό τους. Το βυτίο γεμίζει και κάθε τόσο ξεσπάει με εκρήξεις για μικροπράγματα.

Πολλά παιδιά διδάσκονται πως είναι κακό να μαλώνει κανείς και να πληγώνει τους άλλους. Ο θυμός προκαλεί καβγάδες, άρα είναι «κακό πράγμα». Πάρα πολλοί δεχόμαστε το αξίωμα πως «για να μεγαλώσεις ένα καλό παιδί, να εξοστρακίσεις το θυμό». Είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογίσεις πόσο μπορεί να βλάψει το παιδί αυτού του είδους η διδασκαλία.

Αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πιστεύει πως ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό, ανθρώπινο συναίσθημα σε ορισμένες καταστάσεις, τότε θα μπορείς να τον σέβεσαι και να τον τιμάς, να τον παραδέχεσαι ελεύθερα σαν μέρος του εαυτού σου και να μάθεις πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να τον χρησιμοποιείς. Αν αντιμετωπίσεις τα συναισθήματα του θυμού σου και τα φανερώσεις καθαρά και με ειλικρίνεια στο «φταίχτη», πολύς από τον «ατμό» θα εξαφανιστεί μαζί με την ανάγκη για καταστρεπτική αντίδραση. Εσύ επιλέγεις και έτσι μπορείς να νιώσεις ότι εσύ κυβερνάς τον εαυτό σου. Και συνεπώς να αισθανθείς ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό σου. Οι σχετικοί κανόνες της οικογένειας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό, αν θα μπορέσεις ή όχι να ωριμάσεις μαζί με το θυμό σου ή αν θα αφεθείς να πεθαίνεις από λίγο κάθε φορά εξαιτίας του.

V. Satir, απόσπασμα από το βιβλίο Πλάθοντας Ανθρώπους (εκδ. Κέδρος) – Κεφάλαιο 9 «Οι Κανόνες που Ακολουθείς στη Ζωή»

Το άτομο έναντι της ομάδας

lonelinessandlove

Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρω ποιος είμαι, ενώ άλλες φωνές είναι διατεθειμένες και έτοιμες να με ορίσουν και να με εξηγήσουν. Το να είμαι ο εαυτός μου, κάποτε ήταν μια απλή υπόθεση, αλλά, με την αυξανόμενη ανάμειξη σε ομάδες, δεν είμαι πια τόσον αυθόρμητα σίγουρος. Μέρος απ’ αυτή την αμφιβολία προέρχεται από την ανατροφοδότηση και τις προσωνυμίες που δέχομαι: «είσαι εξαιρετικός», «είσαι πολύ ευγενικός», «είσαι πολύ νωθρός», «γνοιάζεσαι πάρα πολύ», «δεν ξέρεις καν ότι υπάρχω», «είσαι πολύ ισχυρός», «χρειάζεσαι ν’ αναπτύξεις περισσότερη δύναμη», «είσαι πάρα πολύ ευαίσθητος», «δεν είσαι αρκετά ευαίσθητος», «μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «δεν μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «κάμνεις ηθικολογικές κρίσεις», «ποτέ δεν είσαι πρόθυμος να κάμεις κρίσεις», «ο θρησκευτικός μυστικισμός σου με τρομάζει», «ο αθεϊσμός σου είναι ο λόγος που δεν σ’ εμπιστεύομαι», «δεν παρουσιάζεις αρκετή ηγετική ικανότητα», «είσαι πάρα πολύ ευθύς».

Είμαι πραγματικά τόσο ριζικά διαφορετικός για διαφορετικά άτομα; Είμαι ασυνεπής κι ευμετάβλητος; Πώς συμβαίνει να με αντιλαμβάνονται μ’ αυτούς τους αντίθετους τρόπους;

Όσο οι άλλοι δέχονται τις δικές μου αντιλήψεις για τον εαυτό μου σαν έγκυρες, δεν υπάρχει σύγκρουση. Αλλά όταν οι αυτοεκτιμήσεις μου διαφέρουν από εκείνο που βλέπουν οι άλλοι, αν επιμένω να διατηρώ τον εαυτό μου, τότε είναι αναπόφευκτο ότι θα αμφισβητηθώ, θα προκληθώ και μερικές φορές θα απορριφθώ. Ίσως μπορεί να επιτευχθεί μία ισορροπία που δεν εξαρτάται μόνο από τις αντιλήψεις μου για τον εαυτό μου, αλλά περιλαμβάνει και την ανατροφοδότηση των άλλων. Όταν δεν βρίσκομαι σε επαφή με τον εαυτό μου, οι αντιλήψεις των άλλων μπορεί να βοηθήσουν να βρω το δρόμο. Οπωσδήποτε, εγώ βλέπω αυτή την κατεύθυνση προς την αυτό-επίγνωση σαν μία τυχαία κίνηση από τα έξω προς τα μέσα. Είναι η πεποίθησή μου ότι τα ουσιαστικά σχήματα της προσωπικής ανάπτυξης παραμένουν μέσα μας και βγαίνουν προς τα έξω.  

Σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να επιμείνω στις αισθήσεις μου και να συνεχίσω να πιστεύω σε ό,τι βλέπω, αισθάνομαι, ακούω και αγγίζω. Η εμπειρία μου είναι πραγματική, άσχετο τι λεν οι άλλοι και άσχετο πόσοι θα το πουν. Η τελική κρίση είναι δική μου, αν και σε κάθε σημείο της πορείας είμαι αρκετά δεκτικός για να μαθαίνω από τις εμπειρίες των άλλων [..]

Κάποτε απορώ πώς οι άλλοι μπορούν να είναι τόσο σίγουροι και απόλυτοι στις αντιλήψεις τους, όταν εγώ συχνά ψηλαφώ για να αποφασίσω ποιος είμαι, ιδίως όταν αντιμετωπίζω καινούριους ανθρώπους. Πώς συμβαίνει, ώστε εγώ να χρειάζομαι χρόνο ν’ αποφασίσω, ενώ οι άλλοι συχνά αποφασίζουν γρήγορα και μιλούν σαν να με ήξεραν καλύτερα απ’ ό,τι εγώ γνωρίζω τον εαυτό μου; Όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όταν ο εαυτός και οι άλλοι βρίσκονται σε διαφορές, η κατάσταση σπάνια διευκρινίζεται με μια γρήγορη ματιά μέσα μας. Όταν η αλλαγή είναι στιγμιαία, είναι πιο πιθανό να δεχόμαστε νέες σκέψεις ή αισθήματα μάλλον παρά να τα οικειοποιούμαστε σαν αναγκαία συστατικά ενός εαυτού. Οι πιέσεις της ομάδας, που μας σπρώχνουν να αντιλαμβανόμαστε πιο έγκυρα και πιο αποτελεσματικά, δεν είναι βοηθητικές. Το άτομο βοηθείται μόνο, όταν ενθαρρύνεται να μπει για λίγο στο δικό του μοναχικό κόσμο και να μείνει με τον εαυτό του μέχρι να φθάσει τη δική του καθαρότητα και αίσθηση της κατεύθυνσης. Μπορεί να ‘ναι δυνατό αυτή η ατομική αναζήτηση να συμβεί στην ομάδα, ή να ‘ναι αναγκαίο να αποσυρθεί το άτομο σε ένα ήσυχο μέρος.

Ο αυτό-στοχασμός συχνά απορρίπτεται σε μία ομάδα, ακόμη κι όταν είναι φανερό πως το άτομο χρειάζεται να μείνει με τον εαυτό του. Το άτομο πιέζεται να αποκλείσει ό,τι συμβαίνει μέσα του, πριν να γνωρίσει τον εαυτό του. Όταν το άτομο δοκιμάζει την πίεση και δραστηριοποιείται ή φοβερίζεται, δεν ακούει πια τον εαυτό του ούτε νοιώθει τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Δεν γνωρίζει πια τι είναι πραγματικό. Για να επιτύχει μία κατάσταση ειρήνης με τους άλλους μπορεί να καταφύγει σε δραματικές μεθόδους ή μπορεί να συνθηκολογήσει και να κάνει ό,τι αναμένεται από τους άλλους να κάνει. Μέσα στην ομάδα, το άτομο χρειάζεται χρόνο, να του δοθεί ευκαιρία να σκεφτεί. Χρειάζεται χρόνο να εξετάσει, να ερευνήσει και να ακολουθήσει εσωτερικές σκέψεις και αισθήματα. Όταν μέλη της ομάδας ενοχλούν, απαιτούν και διαμορφώνουν γρήγορα δηλώσεις, όταν μία ισχυρή συγκινησιακή δύναμη κατευθύνεται εναντίον του μοναχικού ατόμου, το άτομο εμπλέκεται περισσότερο στις συγκινησιακές φορτίσεις παρά στη δική του αναζήτηση της αλήθειας. Η ατομική συνειδητοποίηση μπορεί να κινηθεί πιο σιγά από την ομαδική συνειδητοποίηση, αλλά στο τέλος αυτή είναι η μόνη πραγματική που έχει νόημα. Το άτομο θα ‘πρεπε να ήταν ελεύθερο να αποφασίσει κατά πόσο επιθυμεί να επιδιώξει την ταυτότητά τους μέσα στην ομάδα ή μόνο του και η απόφασή του θα ‘πρεπε να γίνει σεβαστή […]

Για να εξημερώσουμε έναν άλλο άνθρωπο, δεν χρειάζεται μία αυταρχική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόημα του «Μικρού Πρίγκιπα», δεν σημαίνει να ημερέψουμε ή να καλουπιάσουμε ή να συντρίψουμε, να υποτάξουμε και να μειώσουμε πνευματικά ή να περιορίσουμε και να μαλακώσουμε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά όταν ένα άτομο ξεχωρίζει έντονα και απειλεί την κλονισμένη ενότητα της ομάδας. Να εξημερώσουμε το άτομο σημαίνει να εγκαταστήσουμε δεσμούς μαζί του. Αυτό σημαίνει μία προθυμία να μπούμε στη ζωή του και να σεβαστούμε τις μοναδικές του απαιτήσεις. Να εξημερώσουμε σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι να χάσουμε χρόνο, να μην βιαζόμαστε, αλλά να εκτιμούμε απλώς το ότι είμαστε μαζί με το πρόσωπο. «Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσείς δεν πρέπει να το ξεχνάτε. Γίνεστε υπεύθυνοι, για πάντα, για ό,τι εξημερώσετε».

Clark E. Moustakas, Μοναχικότητα και αγάπη (Εκδ. Ταμασος) – απόσπασμα.

Επικοινωνία

communicate

Γιατί φοβόμαστε να πούμε στους άλλους ποιοι είμαστε; Ο καθένας από εμάς θα πρέπει να δώσει τη δική του απάντηση στην ερώτηση αυτή. Ο John Powell, στο βιβλίο του Why Am I Afraid to Tell You Who I Am? υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει επειδή αυτό που είμαστε είναι το μοναδικό μας απόκτημα και φοβόμαστε πως θα μας το στερήσουν απορρίπτοντάς το. Κάποιοι από εμάς μπορεί να φοβούνται γιατί δεν είναι βέβαιοι για το ποιοι είναι και το τι είναι αυτό που θα ήθελαν να πουν. Πολλοί από εμάς έχουν παρεμποδιστεί και κατακυριευτεί από κάποιον οικογενειακό κανόνα. Ορισμένοι από εμάς υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν έναν τέτοιο κανόνα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους, για να επιβώσουν. Παρ’ όλα αυτά, εγώ πιστεύω πως φοβόμαστε να πούμε στους άλλους ποιοι είμαστε, γιατί δεν έχουμε πεισθεί ότι είναι αποδεκτό να είμαστε αυτό που είμαστε.

Πολλοί από εμάς δεν συμπαθούν και δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους. Δεν εμπιστευόμαστε τις σκέψεις μας. Δεν εμπιστευόμαστε τα συναισθήματά μας. Πιστεύουμε πως η γνώμη μας είναι άχρηστη. Δεν πιστεύουμε πως έχουμε το δικαίωμα να πούμε όχι. Δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτά που θέλουμε και γι’ αυτά που έχουμε ανάγκη. Αν πάλι γνωρίζουμε τις ανάγκες μας, αισθανόμαστε ενοχές γιατί έχουμε απαιτήσεις και επιθυμίες και το βέβαιο είναι πως δεν θα μπορέσουμε να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με αυτές. Μπορεί να αισθανόμαστε ντροπή επειδή έχουμε προβλήματα. Πολλοί από εμάς δεν εμπιστεύονται καν την ικανότητά τους να εντοπίσουν επακριβώς ποια είναι αυτά τα προβλήματα, και δείχνουμε υπερβολική προθυμία στο να υποχωρούμε, όταν κάποιος άλλος επιμένει πως αυτά τα προβλήματα δεν υφίστανται.

Η επικοινωνία δεν είναι θέμα μυστικισμού. Οι φράσεις που λέμε αντικατοπτρίζουν αυτό που είμαστε: τι πιστεύουμε, πώς κρίνουμε, τι αισθανόμαστε, τι εκτιμάμε, τι τιμάμε, τι αγαπάμε, τι μισούμε, τι φοβόμαστε, τι επιθυμούμε, σε τι ελπίζουμε, σε τι πιστεύουμε και σε τι έχουμε αφοσιωθεί. Αν θεωρούμε πως η ζωή μας είναι ανάρμοστη, αυτό αντικατοπτρίζεται στον τρόπο επικοινωνίας μας: Θα επικρίνουμε τους άλλους ωσάν εμείς να είμαστε παντογνώστες∙ θα αισθανόμαστε θυμωμένοι, πληγωμένοι, φοβισμένοι, ένοχοι, ενδεείς και εξουσιαζόμενοι από τους άλλους ανθρώπους. Θα επιθυμούμε να ελέγχουμε και να εξουσιάζουμε τους άλλους∙ δείχνουμε προτίμηση στο να ευχαριστούμε τους άλλους με κάθε κόστος και θα φοβόμαστε την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Θα ελπίζουμε για την εκπλήρωση των πάντων, αλλά θα πιστεύουμε πως δεν είμαστε άξιοι για τίποτε και πως δεν θα αποκτήσουμε τίποτε αν δεν πιέσουμε τα πράγματα να συμβούν και αν δεν επιδείξουμε υπευθυνότητα για τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των άλλων. Είμαστε κατάμεστοι από αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις.

Δεν είναι καθόλου παράξενο λοιπόν, που έχουμε προβλήματα επικοινωνίας.

Το να μιλήσουμε ανοιχτά και και ξεκάθαρα δεν είναι δύσκολο. Στην πραγματικότητα είναι απλό. Και είναι ευχάριστο. Ας αρχίσουμε με το να κατανοήσουμε πως αυτό που είμαστε είναι μία χαρά. Τα συναισθήματα και οι απόψεις μας είναι εντάξει. Η γνώμη μας μετράει. Είναι επιτρεπτό να συζητάμε για τα προβλήματά μας. Και είναι αποδεκτό να λέμε «όχι» όταν αυτό εννοούμε.

Μπορούμε να λέμε «όχι»- όποτε θελήσουμε. Είναι εύκολο. Αλλά, παρεμπιπτόντως, μην ξεχνάς πως και οι άλλοι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να λένε «όχι». Τα πράγματα είναι ευκολότερα αν όλοι έχουμε ίσα δικαιώματα. Όποτε η απάντησή μας είναι αρνητική, ας αρχίζουμε την απάντηση με «όχι», αντί να λέμε «δεν νομίζω» ή «ίσως» ή οποιαδήποτε άλλη αμφίβολη φράση.

Να λες ό,τι εννοείς και να εννοείς αυτά που λες. Αν δεν γνωρίζεις τι εννοείς, σιώπησε και σκέψου πρώτα. Αν η απάντησή σου είναι «δεν γνωρίζω», τότε πες «δεν γνωρίζω». Μάθε να είσαι ακριβής. Πάψε να ακολουθείς πλάγιους τρόπους. Μπες αμέσως στο θέμα και όταν έχεις ολοκληρώσει αυτό που θέλεις σταμάτησε.

Ας συζητήσουμε για τα προβλήματά μας. Δεν προδίδουμε την εμπιστοσύνη κανενός με το να αναφερθούμε σε αυτό που είμαστε και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στη συγκεκριμένη στιγμή. Μοιράσου τα μυστικά σου με έμπιστους φίλους, που δεν θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον σου και δεν θα σε κάνουν να αισθανθείς μεγαλύτερη ντροπή. Μπορούμε να πάρουμε τις κατάλληλες αποφάσεις για το ποιον να εμπιστευτούμε, πόσα να του επιστευθούμε και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για κάποιο θέμα.

Ας εκφράσουμε τα συναισθήματά μας ανοιχτά, με ειλικρίνεια, ευάρμοστα και υπεύθυνα. Ας αφήσουμε τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Μάθε το ρήμα «αισθάνομαι». Άφησε και τους άλλους να το χρησιμοποιούν και μάθε να ακούς – όχι να διαμορφώνεις εσύ – αυτό που θέλουν.

Μπορούμε να λέμε αυτά που πιστεύουμε. Μάθε να λές «αυτό είναι εκείνο που πιστεύω». Η γνώμη μας μπορεί να διαφέρει από εκείνη των άλλων ανθρώπων. Αυτό δεν σημαίνει πως έχουμε άδικο. Δεν είναι απαραίτητο να αλλάξουμε γνώμη, αλλά ούτε και ο άλλος είναι απαραίτητο να αλλάξει γνώμη, εκτός αν κάποιος από εμάς το επιθυμεί.

Μπορούμε ακόμη και να κάνουμε λάθος.

Μπορούμε να εκφράζουμε τις προσδοκίες μας χωρίς να περιμένουμε από τους άλλους να αλλάξουν, ώστε να καλύψουν τις δικές μας ανάγκες. Αλλά και οι άλλοι μπορούν να εκφράζουν τις δικές τους προσδοκίες, χωρίς βέβαια εμείς να είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε για να καλύψουμε τις δικές τους ανάγκες- αν δεν επιθυμούμε κάτι τέτοιο.

Μπορούμε να εκφράσουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Μάθε να λες: «αυτό είναι εκείνο που χρειάζομαι από εσένα. Αυτό είναι εκείνο που θέλω από εσένα».

Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξουσιαζόμαστε από αυτά που μας λένε οι άλλοι. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να προσπαθούμε να ελέγξουμε εμείς τους άλλους με τα λόγια μας και τα τεχνάσματά μας. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να γινόμαστε έρμαια στα χέρια των άλλων, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να γεμίζουμε ενοχές, να καταπιεζόμαστε και να πιεζόμαστε για να κάνουμε οτιδήποτε. Μπορούμε να ανοίξουμε το στόμα μας και να φροντίσουμε τον εαυτό μας. Μάθε να λες «σ’ αγαπώ, αλλά αγαπάω και τον εαυτό μου. Αυτό είναι εκείνο που χρειάζομαι για να φροντίσω τον εαυτό μου».

Μπορούμε να είμαστε άτομα θετικά και να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας χωρίς να είμαστε τραχείς και επιθετικοί. Μάθε να λες «μέχρι εδώ. Αυτό είναι το δικό μου όριο. Δεν θα το ανεχτώ αυτό». Και να εννοείς αυτά τα λόγια.

Μπορούμε να δείξουμε συμπάθεια και ενδιαφέρον χωρίς να διασώζουμε. Μάθε να λες «απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχεις κάποιο πρόβλημα. Τι είναι εκείνο που θέλεις από εμένα;» Μάθε να λες «Λυπάμαι που έχεις αυτό το πρόβλημα». Και μετά αποδεσμεύσου. Δεν είσαι εσύ υποχρεωμένος να το λύσεις.

Μπορούμε να συζητήσουμε τα συναισθήματά μας και τα προβλήματά μας, χωρίς βέβαια να περιμένουμε από τους άλλους να μας σώσουν. Μπορούμε να ικανοποιηθούμε από το γεγονός ότι οι άλλοι μας άκουσαν με προσοχή. Εξάλλου αυτό ήταν μάλλον αυτό που θέλαμε ούτως ή άλλως.

Το να μιλάς, είναι εργαλείο και απόλαυση. Μιλάμε για να εκφράσουμε αυτά που θέλουμε. Η συνομιλία μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους. Η συνομιλία μας βοηθάει να δώσουμε μηνύματα στους άλλους. Υπάρχουν φορές που μιλάμε για να επιτύχουμε οικειότητα και στενότερη επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Μπορεί να μην έχουμε πάντοτε κάτι συγκλονιστικό να πούμε, αλλά έχουμε ανάγκη την επαφή μας με άλλους ανθρώπους. Θέλουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα. Θέλουμε να έρθουμε κοντά με τους άλλους και να μοιραστούμε πράγματα μαζί τους. Άλλες πάλι φορές, μιλάμε για να διασκεδάσουμε- να παίξουμε, να απολαύσουμε, να αστειευτούμε και να χαρούμε. Υπάρχουν φορές που μιλάμε για να φροντίσουμε τον εαυτό μας – για να τονίσουμε πως δεν θα εξαναγκαστούμε και δεν θα κακοποιηθούμε, πως αγαπάμε τον εαυτό μας και πως έχουμε πάρει τις αποφάσεις που είναι προς το συμφέρον μας. Ορισμένες δε φορές, απλώς μιλάμε.

Είναι ανάγκη να αναλώνουμε την ευθύνη της επικοινωνίας. Ας αντικατοπτρίζουν οι λέξεις μας υψηλή αυτοεκτίμηση και εκτίμηση για τους άλλους. Γίνε ειλικρινής. Γίνε ευθύς. Γίνε ανοιχτός. Δείξε ευγένεια και αγάπη εκεί που αρμόζει. Δείξε σταθερότητα και ακαμψία, όταν η κατάσταση τις απαιτεί. Και πρώτα απ’ όλα, να είσαι αυτό που είσαι και να λες αυτά που έχεις ανάγκη να εκφράσεις.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Melody Beattie, Συνεξάρτηση τέλος- πώς να σταματήσετε να ελέγχετε τους άλλους και να αρχίσετε να φροντίζετε τον εαυτό σας (εκδ. Λύχνος).

Μορφές Διαπροσωπικών Σχέσεων – Ερωτικές Σχέσεις

the-lovers-1928-1(1)

Η συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων επιδιώκει τη χαρά και την ευτυχία που προσφέρουν οι ερωτικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό των σχέσεων αυτής της μορφής είναι ότι αρχικά αναπτύσσονται με πολύ ταχύ ρυθμό, ενώ με την πάροδο του χρόνου ο ρυθμός της αύξησης του ερωτικού συναισθήματος μειώνεται. Στις ερωτικές σχέσεις επικρατούν συναισθήματα συμπάθειας και στοργής, μεγάλη οικειότητα, έντονο ενδιαφέρον, υψηλή αυτοαποκαλυπτικότητα, αλλά κυρίως ισχυρή διέγερση και σεξουαλική έλξη μεταξύ των αλληλεπιδρώντων. Οι ερωτικές σχέσεις ωστόσο δεν κατακλύζονται πάντα από θετικά συναισθήματα. Το έντονο επίπεδο διέγερσης συχνά δημιουργεί στους ερωτευμένους άγχος, αγωνία, ανασφάλεια και έμμονες ιδέες (Hindy, Schwartz & Brodsky, 1989). Τα συναισθήματα αυτά όμως είναι δυνατόν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο την ένταση του ερωτικού συναισθήματος. Το υψηλό επίπεδο διέγερσης των ερωτευμένων μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της ερωτικής σχέσης, αλλά μπορεί να συνιστά και μία από τις βασικές αιτίες δημιουργίας της ερωτικής σχέσης. Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι όταν το επίπεδο διέγερσης των ατόμων (για οποιαδήποτε αιτία) είναι υψηλό και ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο βρεθεί ένα ελκυστικό άτομο του αντίθετου φύλου, τότε οι πιθανότητες δημιουργίας ερωτικού συναισθήματος αυξάνονται δραματικά. Αυτό, σύμφωνα με τον Zillmann, οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά οι άνθρωποι «μεταφέρουν τη διέγερση» που αισθάνονται για ένα αντικείμενο σε κάποιο άλλο αντικείμενο («excitation transfer»).

Οι διαρκείς σκέψεις και οι έμμονες ιδέες για το υποκείμενο της ερωτικής έλξης συμβάλλουν επίσης στην αύξηση των συναισθημάτων πάθους. Ο Tesser (1978) διατύπωσε την άποψη ότι όσο περισσότερο σκεπτόμαστε κάποιο θέμα, τόσο πιο ακραίες θέσεις διαμορφώνουμε γι’ αυτό. Οι Tesser και Paulus (1976), ερευνώντας τις «αυτοπροκαλούμενες αλλαγές» στα αισθήματα αγάπης, διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο οι ερωτευμένοι σκέπτονται τους συντρόφους τους, τόσο αυξάνεται το πάθος τους. Η αγάπη δυναμώνει τη σκέψη και η σκέψη την αγάπη. Με αυτό τον τρόπο συχνά η αγάπη μετατρέπεται σε πάθος και η σκέψη σε έμμονη ιδέα. Ο φαύλος κύκλος γίνεται εντονότερος όταν οι σύντροφοι γνωρίζουν λίγα ο ένας για τον άλλο ή όταν οι περιστάσεις τούς κρατούν χωριστά (Beach & Tesser, 1988). Ο Person (1988), αξιολογώντας τον ρόλο της σκέψης στα αισθήματα πάθους, διατύπωσε την άποψη ότι «ο έρωτας είναι δημιούργημα της φαντασίας». Πολλοί σημαντικοί ερευνητές των ανθρώπινων αισθημάτων υποστηρίζουν ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ του έρωτα και της φιλίας πηγάζουν από το γεγονός ότι ο έρωτας συνεπαίρνει και ενεργοποιεί τη φαντασία (Aron, Dutton, Aron & Iverson, 1989). Η φυσική έλξη, ιδιαίτερα στην αρχή της ερωτικής σχέσης, ενισχύει τις πιθανότητες ανάπτυξης του ερωτικού συναισθήματος, ενώ θετικά επίσης δρουν η ταυτότητα των αντιλήψεων και των αξιών και η ομοιότητα στο νοητικό κυρίως επίπεδο. Η σεξουαλική έλξη στην αρχή της επαφής εκφράζεται ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα μέσω της μη λεκτικής οδού, με διεύρυνση της κόρης των ματιών, ένταση του μυϊκού συστήματος του προσώπου και του σώματος, προσπάθεια μείωσης της απόστασης και αύξηση του ρυθμού των απτικών επαφών.

Για να διατηρηθούν όλες οι σχέσεις που περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα οικειότητας, χρειάζονται συχνή αλληλεπίδραση και μεγάλη προσπάθεια προσαρμογής. Στις ερωτικές σχέσεις όμως, επειδή η εξέλιξη είναι γρήγορη και σε μεγάλο βάθος, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για την απαραίτητη προσαρμογή στις προσωπικότητες των αλληλεπιδρώντων. Το αποτέλεσμα είναι η συχνή εμφάνιση έντονων συγκρούσεων, διαφωνιών και απογοητεύσεων. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι ερωτευμένοι πολλές φορές εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα και αποκλειστικά ο ένας από τον άλλο για τις αμοιβές τους, τότε γίνεται κατανοητό το πάθος και η ένταση των συγκρούσεων και των απογοητεύσεων τις οποίες βιώνουν. Παρά ταύτα, οι συγκρούσεις στα ερωτευμένα ζευγάρια οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση του επιπέδου διέγερσης, με αποτέλεσμα την επιπρόσθετη τόνωση των ερωτικών αισθημάτων. Έντονες συγκρούσεις παρουσιάζονται επίσης όταν υπάρχουν ισχυρή αλληλεξάρτηση και υψηλές μη ρεαλιστικές προσδοκίες στο ζευγάρι.

Όταν τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, η μη λεκτική τους συμπεριφορά διαταράσσεται σοβαρά. Στα συναισθηματικά καταπονημένα παντρεμένα ζευγάρια, οι σύντροφοι αδυνατούν εντελώς να κατανοήσουν τα μη λεκτικά σήματα που εκπέμπει ο ένας στον άλλο. Δεν είναι όμως γνωστό αν η έλλειψη κατανόησης της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι η αιτία ή ένα από τα αποτελέσματα των συγκρούσεων ανάμεσα στο ζευγάρι. Η έλλειψη ευαισθησίας στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα συνεπάγεται τη μη ικανοποίηση των συναισθηματικών τους αναγκών και την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των εντάσεων και του στρες που βιώνουν (Gottman, Markman & Notarius, 1977). Οι άνδρες, περισσότερο από τις γυναίκες, όταν βρίσκονται κάτω από έντονο στρες, αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρή δυσκολία στην κωδικοποίηση των συναισθημάτων των άλλων (Kahn, 1970). Τα συνήθη λάθη ανδρών και γυναικών στην αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών μηνυμάτων διαφέρουν. Οι άνδρες πιο συχνά ερμηνεύουν τα θετικά ή ουδέτερα μηνύματα των συζύγων τους ως αρνητικά, ενώ αντίθετα οι γυναίκες ερμηνεύουν συχνότερα τα αρνητικά μηνύματα των ανδρών τους ως ουδέτερα ή θετικά (Gaelick, Bodenhausen & Wyer, 1985; Noller, 1991). Συχνά οι προθέσεις των ζευγαριών που βιώνουν έντονο στρες και αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν διαφέρουν από εκείνες των ευτυχισμένων ζευγαριών. Ωστόσο δημιουργούνται συγκρούσεις μεταξύ τους διότι τα θετικά και, πολύ περισσότερο, τα ουδέτερα μηνύματα που εκπέμπουν οι άνθρωποι σε στρεσογόνες καταστάσεις ερμηνεύονται ως αρνητικά (Gottman, 1979). Τέλος, σε όλες τις περιπτώσεις των ζευγαριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα, και οι δύο πλευρές υποστηρίζουν ότι η δική τους πρόθεση είναι θετικότερη από αυτή του συντρόφου τους.

Για την επίλυση των διαταραχών της μη λεκτικής επικοινωνίας στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα, απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση, καθ’ όσον η σωστή αποκωδικοποίηση και κατανόηση των μη λεκτικών σημάτων μεταξύ των συντρόφων είναι θεμελιώδους σημασίας. Πολύ σημαντικό είναι επίσης, όταν οι άνθρωποι παρερμηνεύουν τις προθέσεις των συντρόφων τους, να μάθουν να παραδέχονται τα λάθη τους και να ζητούν συγγνώμη γι’ αυτά. Η μείωση της έντασης των αρνητικών αντιδράσεων αποτελεί έναν ακόμα στόχο των θεραπευτών που ασχολούνται με τα προβλήματα των ζευγαριών. Με μικρή εξάσκηση το ζευγάρι μαθαίνει να ερμηνεύει και να συγκεντρώνεται στα θετικά στοιχεία. Τέλος, η μειωμένη έκφραση των θετικών συναισθημάτων είναι ένα πρόβλημα το οποίο μπορεί εύκολα να βελτιωθεί με την κατάλληλη θεραπεία. Η βελτίωση της ικανότητας έκφρασης είναι ουσιαστικής σημασίας διότι βοηθά όχι μόνο τη σχέση των θεραπευόμενων ως ζεύγους, αλλά και τον κάθε σύντροφο χωριστά σε όλους τους τομείς της ζωής τους.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Ε. Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, Η Σιωπηλή Γλώσσα των Συναισθημάτων – Η μη λεκτική επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις (εκδ. Πεδίο) – απόσπασμα.

R. Magritte, The Lovers I