Τι είναι αυτό που το λέμε Ευτυχία;

Image

Όποιος χρησιμοποιεί συχνά σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, twitter, κλπ) θα έχει παρατηρήσει πόσες εικόνες, συμβουλές και άρθρα αναρτώνται καθημερινά σχετικά με την ευτυχία. Σε όλα αυτά η προτροπή είναι πάντα η ίδια: «να είσαι ευτυχισμένος». Αλλά και έξω από τον χώρο του internet, στην απλή καθημερινότητά μας, ο πολιτισμός και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας προτρέπουν διαρκώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να χαμογελάμε, να μην εκφράζουμε δυσάρεστα συναισθήματα, να είμαστε αισιόδοξοι, θετικοί, χαρούμενοι.  Εύλογα σκέφτεται κανείς πώς είναι δυνατόν, με τις συνθήκες που βιώνουμε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, να είναι κανείς ευτυχισμένος ή τουλάχιστον χαρούμενος και αισιόδοξος. Πριν σπεύσουμε να απαξιώσουμε όλες αυτές τις προτροπές, αξίζει να κάνουμε μία παύση και να αναρωτηθούμε, τι είναι τελικά ευτυχία; Τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος; Έχει η ευτυχία κάποια χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από άλλες, συναφείς έννοιες, όπως για παράδειγμα η χαρά; Και τελικά, τι μας προσφέρει το να είμαστε ευτυχισμένοι;

Η έννοια της ευτυχίας μελετάται αιώνες τώρα από φιλοσόφους, ψυχολόγους και καλλιτέχνες, τόσο στον Δυτικό κόσμο όσο και στην Ανατολή. Για τον Αριστοτέλη ευτυχής είναι ο αυτάρκης, ενώ ο Δαλάι Λάμα υποστήριξε πως η ευτυχία βρίσκεται στις σχέσεις μας με τους άλλους. Άλλοι φιλόσοφοι και στοχαστές, περιέγραψαν την ευτυχία σε σχέση με το αντίθετό της, την δυστυχία, θεωρώντας πως το ένα συνδέεται άρρηκτα με το άλλο προκειμένου να επέλθει ισορροπία. Για την Ψυχολογία, η ευτυχία είναι ένα θετικό συναίσθημα που αφορά μία μακροχρόνια και συνολική αίσθηση ψυχικής ευεξίας και ικανοποίησης από τη ζωή, μία συνολική εκτίμηση για τη ζωή μας, που προκύπτει ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος αξιολογεί την ισορροπία ανάμεσα στις θετικές και αρνητικές συναισθηματικές του εμπειρίες μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε μία πρόσφατη θεωρητική διατύπωση, ο Seligman όρισε τρία διαφορετικά είδη ευτυχίας, υποστηρίζοντας πως, όποιος πληροί και τα τρία αυτά κριτήρια, θεωρείται πως βιώνει μία γεμάτη ζωή:

1)     Η ευχάριστη ζωή, αφορά τις ηδονές και την ικανοποίηση από καθημερινές απολαύσεις.

2)     Η καλή ζωή, αφορά το ενδιαφέρον, την επιθυμία, την προσπάθεια του ατόμου να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του σε όλες τις πτυχές της ζωής του.

3)     Η ζωή με νόημα, αφορά την αυτοπραγμάτωση, δηλαδή, την προσπάθεια του ατόμου να γίνει αυτό που μπορεί να γίνει, δηλαδή, να επιτύχει έναν απώτερο στόχο που νοηματοδοτεί τη ζωή του.

Οι ηδονές, λοιπόν, οι καθημερινές απολαύσεις, δεν εξασφαλίζουν την αίσθηση της ευτυχίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε συχνά ανθρώπους που απολαμβάνουν μία ζωή γεμάτη ηδονές (φαγητό, ποτό, διασκέδαση, σεξ, κλπ), αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Άλλωστε, η λεγόμενη «επιδίωξη της ευτυχίας» δεν μπορεί να αποτελεί στόχο, ακριβώς διότι η ευτυχία δεν είναι ένα έξωθεν αγαθό που θα μας έρθει με κάποιον τρόπο. Αυτό που τελικά θα μας κάνει ευτυχείς είναι τα ενδιαφέροντα, οι στόχοι και η αυτοπραγμάτωση – το νόημα στη ζωή μας. Αυτό αποδεικνύουν και οι εκατοντάδες έρευνες που έχουν γίνει σε πολύ μεγάλο δείγμα ανθρώπων, σε όλο τον κόσμο: Η ευτυχία δεν εξαρτάται από την ηλικία, το φύλο και το εισόδημα. Η οικονομική ευμάρεια, σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, φαίνεται να έχει μία μικρή σχέση με την ευτυχία, αφού οι άνθρωποι σε χώρες με μέτριο εισόδημα δηλώνουν συνολικά πιο ευτυχισμένοι από αυτούς που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Αντίθετα, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου, η δραστηριοποίησή του, η παραγωγικότητά του σε μία εργασία που για τον ίδιο έχει νόημα, η οργανωτικότητα, το μειωμένο άγχος, η θετική σκέψη, η εξωστρέφεια, η αυθεντικότητα, οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις, ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για καινούργια πράγματα, η απουσία υπέρμετρων φιλοδοξιών και/ ή προσδοκιών, η προσπάθεια μείωσης των αρνητικών συναισθημάτων και η αίσθηση του εσωτερικού ελέγχου της ζωής (η πεποίθηση ότι έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν και να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ζωής τους). Σε ένα ενδιαφέρον πείραμα μετρήθηκε η ευτυχία σε έναν άνθρωπο που μόλις είχε κερδίσει εκατομμύρια στο λόττο και σε έναν άνθρωπο που μόλις είχε μάθει ότι δεν θα ξαναπερπατήσει εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε. Η πρώτη μέτρηση, έδειξε πολύ αυξημένα επίπεδα ευτυχίας για τον τυχερό του λόττο, και πολύ χαμηλά επίπεδα ευτυχίας για τον άτυχο τραυματισμένο, όπως άλλωστε ήταν και το αναμενόμενο. Ωστόσο, έξι μήνες μετά, όταν ξαναμετρήθηκαν τα επίπεδα ευτυχίας των δύο αυτών ανθρώπων, οι διαφορές που προέκυψαν ήταν ασήμαντες: και οι δύο, δήλωναν μετρίως ευτυχισμένοι.

Γιατί δεν συνέχισε να νιώθει ευτυχισμένος ο τυχερός εκατομμυριούχος; Και πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχασε τα πόδια του, να δηλώνει ευτυχισμένος ύστερα από έξι μόλις μήνες από το ατύχημά του; Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει έμφυτη την τάση να εξοικειώνεται με τα θετικά γεγονότα της ζωής του. Με άλλα λόγια, συνηθίζουμε το καλό που μας έχει συμβεί. Αυτή η τάση είναι ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την μακροχρόνια αίσθηση της ευτυχίας αφού, όταν καταλαγιάσει το αρχικό αίσθημα της ευφορίας, αντιμετωπίζουμε το θετικό ως κάτι το δεδομένο, παύουμε να το βλέπουμε, και στρέφουμε την προσοχή μας στα προβλήματά μας. Από την άλλη πλευρά, ένα κύριο χαρακτηριστικό των ανθρώπων που δηλώνουν ευτυχισμένοι από τη ζωή τους είναι η ανθεκτικότητα. Ως ψυχική ανθεκτικότητα ορίζεται η ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται θετικά σε αντίξοες ή τραυματικές συνθήκες, να τις αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και να ανακάμπτει από αυτές. Θα έλεγε κανείς ότι, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μία στάση ζωής που δίνει ενσαρκώνεται στο γνωστό «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Αυτός είναι και ο λόγος που σε πολλές έρευνες σε ανέργους και ανθρώπους με μεγάλα οικονομικά προβλήματα, ένα 10% περίπου δηλώνει ευτυχισμένο από την ζωή του, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Η ευτυχία δεν μας εξασφαλίζει μόνο μία θετική και ευχάριστη διάθεση. Αυτό, ίσως είναι το λιγότερο. Το πιο σημαντικό φαίνεται να είναι οι συνέπειες που έχει η ευτυχία για την ζωή μας, σε επίπεδο ψυχικό, σωματικό και κοινωνικό. Ειδικότερα, φαίνεται πως οι άνθρωποι που δηλώνουν υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας φέρουν περισσότερες πιθανότητες να προσληφθούν σε μία εργασία, να την διατηρήσουν και να έχουν θετικές αξιολογήσεις από τους προϊσταμένους τους, να απασχοληθούν σε δουλειές που τους χαρίζουν νόημα, ποικιλία και αυτονομία, να ανέλθουν επαγγελματικά σε υψηλότερες κλίμακες και να αντλούν μεγαλύτερη ευχαρίστηση και ικανοποίηση από την εργασία τους. Παράλληλα, έχουν μειωμένες πιθανότητες να εμφανίσουν εργασιακή εξουθένωση (burn out), να απουσιάζουν συχνά από τη δουλειά τους, να συγκρούονται με τους συναδέλφους τους ή να αδιαφορούν για την εργασία τους. Πρόκειται για ανθρώπους που δηλώνουν ευχαριστημένοι από τις σχέσεις τους (οι παντρεμένοι δηλώνουν πιο ευτυχισμένοι από τους άγαμους), διατηρούν ένα ευρύ κοινωνικό και φιλικό περιβάλλον, έχουν μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης ψυχικών παθήσεων όπως η κατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι φοβίες και η αγχώδης διαταραχή, αλλά και μειωμένες πιθανότητες εθισμού σε ουσίες ή αλκοόλ. Τέλος, σε σωματικό επίπεδο, οι άνθρωποι που δηλώνουν ευτυχισμένοι από τη ζωή τους εμφανίζουν λιγότερα αρνητικά σωματικά συμπτώματα, είναι πιο υγιείς και έχουν μειωμένες αλλεργικές αντιδράσεις. Άνθρωποι που πάσχουν από χρόνιες και απειλητικές για την ζωή τους ασθένειες (π.χ. καρκίνο ή διαβήτη) αλλά ταυτόχρονα δηλώνουν ευτυχισμένοι, έχουν χαμηλότερα επίπεδα πόνου, καλύτερη ποιότητα ζωής, και κάνουν μειωμένη χρήση φαρμάκων.

Θετικότητα, χαρά, αισιοδοξία και ελπίδα υπάρχουν πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα βλέπουμε. Αν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα και τη ζωή μας, αυξάνουμε τις πιθανότητες να αποκτήσουμε μία ζωή πληρέστερη, με νόημα και ουσιαστική ευτυχία. Άλλωστε, όπως έχει πει ο φιλόσοφος Bertrand Russell, «Ο άνθρωπος, για την ευτυχία του, χρειάζεται όχι μόνο την απόλαυση κάποιων πραγμάτων, αλλά και ελπίδα, προσπάθεια και αλλαγή».

Αντιγόνη Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.

Ενδεικτική βιβλιογραφία και σύνδεσμοι

Myers, D.G. (2007) Pursuing happiness. Psychoogy Teacher Network, 17(1).

Myers, D.G. (2000) The Funds, Friends and Faith of happy people. American Psychologist, 55.

Seligman, M.E.P. (2002) Authentic Happiness. New York: Free Press.

Ελληνική Εταιρεία Θετικής Ψυχολογίας, http://www.positiveemotions.gr/

Dr. Martin Seligman homepage: http://www.authentichappiness.sas.upenn.edu/Default.aspx

http://www.ppc.sas.upenn.edu/

Το «απολαμβάνειν» σήμερα

ImageΑς φανταστούμε δύο ανθρώπους: Δύο γυναίκες, μητέρες και οι δύο, ίδιας ηλικίας, βρίσκονται κάποια ημέρα του καλοκαιριού στην παραλία μαζί με την μικρή τους κόρη. Η μία σκέφτεται διαρκώς πότε θα τελειώσουν για να γυρίσει σπίτι να κάνει τις δουλειές της, πώς θα τα βγάλει πέρα τώρα που μειώθηκε ο μισθός της και θυμάται με ενόχληση μία φίλη που της έλεγε πως, παρά την οικονομική κρίση, θα φύγει διακοπές για έναν μήνα. Παρατηρεί την κόρη της και χαμογελάει βλέποντάς την να παίζει με το νερό, αλλά ταυτόχρονα σκέφτεται αν θα καταφέρουν με τον άνδρα της να της προσφέρουν όλα όσα θα ήθελαν. Η άλλη γυναίκα, σκέφτεται πόσο όμορφο είναι που κατάφερε να ξεκλέψει τρεις ώρες για να μοιραστεί με την κόρη της μία βόλτα στη θάλασσα και καμαρώνει καθώς παρατηρεί πόσο έχει μεγαλώνει. Την βοηθάει να φτιάξουν πυργάκια με την άμμο και γελάει όταν η κόρη της τα διαλύει. Θυμάται πόσο φοβόταν τη θάλασσα όταν ήταν μικρότερη και σκέφτεται χαμογελώντας ότι, όταν επιστρέψουν, θα περιγράψει στον άνδρα της πόσο ωραία πέρασαν.

Στην πρώτη περίπτωση, η γυναίκα αδυνατεί να απολαύσει την στιγμή και να επικεντρωθεί στο παρόν, παρασυρμένη από τους περισπασμούς της καθημερινότητας: υποχρεώσεις, δουλειά, βιοπορισμός, κλπ. Μπορεί να χαίρεται τη στιγμή αλλά δεν την ζει πραγματικά. Κατά πάσα πιθανότητα, όταν θα επιστρέψουν στο σπίτι, η βόλτα τους στη θάλασσα θα αφήσει λίγες αναμνήσεις και γρήγορα θα ξεχαστεί, ως μία ευχάριστη δραστηριότητα που έγινε και πέρασε. Η δεύτερη γυναίκα αντίθετα, φαίνεται να απολαμβάνει τα όσα συμβαίνουν: για τρεις ώρες, βάζει στην άκρη την πιεστική πραγματικότητα και αφοσιώνεται με όλες τις αισθήσεις της στο παρόν, αναγνωρίζοντας πόσο σημαντική και μοναδική είναι αυτή η στιγμή. Επιστρέφοντας στο σπίτι, θα αφηγηθεί στον άνδρα της την βόλτα τους και η ανάμνηση θα παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως ένα όμορφο στιγμιότυπο στην πορεία της κοινής ζωής με την κόρη της.

Η έννοια του «απολαμβάνειν» είναι πολύ καινούργια στον χώρο της ψυχολογίας και γεννήθηκε στους κόλπους του επίσης καινούργιου κλάδου της Θετικής Ψυχολογίας. Αν θέλαμε να περιγράψουμε εν συντομία αυτόν τον κλάδο, θα λέγαμε ότι αποτελεί πεδίο της ψυχολογίας που μελετάει την «ευεργετική επίδραση θετικών μεταβλητών, όπως η χαρά, η ελπίδα, η αισιοδοξία, η ψυχολογική ανθεκτικότητα, η αγάπη, η πίστη και το ειλικρινές ενδιαφέρον, σε ανθρώπους ποικίλων ηλικιών και εθνικοτήτων». Εξετάζει το γιατί τελικά είναι τόσο σημαντικά τα θετικά συναισθήματα για τον άνθρωπο και πώς αυτά σχετίζονται με τα κορυφαία ζητούμενα της σύγχρονης κοινωνίας και του ανθρώπου, όπως η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική αναγνώριση, η διατήρηση της σωματικής και ψυχικής υγείας, οι φιλίες, και πολλά άλλα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος «απολαμβάνειν» («savoring») δεν περιγράφει μόνο τις σωματικές απολαύσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τις αισθήσεις μας, αλλά κυρίως τις νοητικές στρατηγικές που χρησιμοποιούμε προκειμένου να απολαύσουμε κάτι . Αυτό σημαίνει πως πέραν της απλής ευχαρίστησης μίας όμορφης στιγμής, εξετάζεται και τονίζεται η ικανότητα του ανθρώπου να εστιάσει την προσοχή του, να εκτιμήσει και να απολαύσει σε βάθος το οποιοδήποτε θετικό ερέθισμα, γεγονός ή συναίσθημα βιώνει την εκάστοτε στιγμή. Η λέξη «ικανότητα» δεν είναι τυχαία εδώ. Δεδομένων των πολυάριθμων περισπασμών της αναμφισβήτητα δύσκολης πραγματικότητας που βιώνουμε, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, το να καταφέρει κανείς να εστιάσει την προσοχή του ακόμα και στο παραμικρό θετικό που του συμβαίνει είναι πραγματικά δύσκολο και απαιτεί θέληση και εξάσκηση. Επιπλέον, παρατηρώντας ξανά την σκηνή που περιγράψαμε στην αρχή, διαπιστώνουμε πως, πέραν της ικανότητας, η εμπειρία της δεύτερης γυναίκας κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις της και στρέφει τις σκέψεις της τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον. Πράγματι, ενώ αναφέρεται στο παρόν, η διαδικασία του απολαμβάνειν προϋποθέτει τόσο την αναπόληση όσο και την προσδοκία. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση αναπολούμε τα θετικά συναισθήματα που βιώσαμε στο παρελθόν ή απολαμβάνουμε τα θετικά συναισθήματα που νιώθουμε τώρα, καθώς θυμόμαστε το παρελθόν. Στη δεύτερη περίπτωση, σκεφτόμαστε πόσο όμορφα θα νιώσουμε κάποια συγκεκριμένη στιγμή στο μέλλον ή πόσο όμορφα νιώθουμε τώρα προσδοκώντας μία θετική, μελλοντική εξέλιξη. Αυτό που συμβαίνει διαμέσου της αναπόλησης και της προσμονής και που τελικά μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι ότι ισχυροποιείται η όμορφη εμπειρία που βιώνουμε στο παρόν.

Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Γιατί να προσπαθούμε να απολαύσουμε το οτιδήποτε, όταν όλα γύρω μας συνηγορούν για το ακριβώς αντίθετο; Γιατί να μην αρκεί να χαιρόμαστε, όσο μπορούμε, τη στιγμή; Με άλλα λόγια – τι έχουμε να κερδίσουμε μέσα από αυτή τη διαδικασία που, συν τις άλλοις, απαιτεί προσπάθεια και εξάσκηση; Η απάντηση είναι πως το απολαμβάνειν ενισχύει τα θετικά συναισθήματά μας. Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αφεθεί και να ζήσει πραγματικά και σε βάθος την στιγμή, ισχυροποιούμε την θετικότητα, την αισιοδοξία και την χαμογελαστή ματιά στη ζωή. Με την σειρά τους, αυτά τα θετικά συναισθήματα λειτουργούν ευεργετικά στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή μας. Σύμφωνα με πολυάριθμες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε διεθνές επίπεδο, οι άνθρωποι που εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης και θετικότητας στη ζωή, έχουν περισσότερους φίλους, καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία και καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη σε σχέση με όσους αφήνονται να κατακλυστούν από αρνητικά συναισθήματα (απαισιοδοξία, απογοήτευση, πικρία, εχθρότητα, φθόνο, ανταγωνισμό κλπ) και δηλώνουν μη-ικανοποιημένοι από τη ζωή τους.

Αν όλα τα παραπάνω φαντάζουν προκλητικά σε μία εποχή και σε μία κοινωνία που δοκιμάζεται καθημερινά από αρνητικές εξελίξεις, απογοητευτικά γεγονότα και τρομακτικές προοπτικές, αρκεί να αναρωτηθούμε το εξής: Πόση ανάγκη τελικά έχουμε από ανθρώπους που είναι γεμάτοι θετικότητα, ευγνωμοσύνη, αγάπη και ουσιαστική ομορφιά; Μία σύντομη αναδρομή στην παγκόσμια ιστορία θα μας δείξει πως, οι άνθρωποι που άλλαξαν προς το καλύτερο τον κόσμο και τις κοινωνίες, ήταν προσωπικότητες με αυτά τα χαρακτηριστικά, που με τον δικό τους τρόπο κατάφεραν να προτείνουν δημιουργικές, εναλλακτικές λύσεις, να σκεφτούν διαφορετικά και να δώσουν μία θετική προοπτική στην κοινωνία.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφία

Bryant, F. & Veroff, J. (2007) Savoring. A New model of positive experience. NJ: Lawrence Erlbaum Associates.

Myers, D.G. (2007) Pursuing happiness. Psychology Teacher Network, 17(1), 7-8.

Εισαγωγή στη Θετική Ψυχολογία, Επιμ. Α. Σταλίκας και Π. Μυτσκίδου

Ελληνική Εταιρεία Θετικής Ψυχολογίας http://www.positiveemotions.gr/index.php

Κατάθλιψη- Μία ματιά στο εσωτερικό βίωμα διαμέσου της τέχνης

Image

Στα περισσότερα εγχειρίδια ψυχοπαθολογίας, η κατάθλιψη ορίζεται ως μία δυσάρεστη συναισθηματική διάθεση, που χαρακτηρίζεται από μία κατάσταση παθολογικής (έντονης και παρατεταμένης) θλίψης, συνοδευόμενης από έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτό-περιφρόνηση και από την επώδυνη επίγνωση της επιβράδυνσης των νοητικών, ψυχοκινητικών και οργανικών διαδικασιών. Κεντρικά χαρακτηριστικά της είναι η τάση του ανθρώπου να ξεσπά συχνά σε κλάματα, να νιώθει έντονες ενοχές και να κατηγορεί τον εαυτό του για διάφορα γεγονότα της ζωής του,  έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει γύρω του αλλά και  έλλειψη ευχαρίστησης (ανηδονία) στην καθημερινότητά του, ένα κυρίαρχο αίσθημα κόπωσης, άγχος, απώλεια βάρους, υπερυπνία ή αϋπνία και, σε βαριές περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρα αυτοκτονίας.

Αυτό που δύσκολα γίνεται φανερό μέσα από τις επιστημονικές περιγραφές μίας συναισθηματικής κατάστασης, τόσο έντονης και ακραίας όσο η κατάθλιψη, είναι ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το άτομο βιώνει αυτή την κατάσταση. Πέρα από τα διαγνωστικά κριτήρια και την αυστηρή ορολογία, πέρα από την αναμφίβολη χρησιμότητα και αξία τους για την αναγνώριση και την παροχή βοήθειας προς τον άνθρωπο, υπάρχει το απόλυτα προσωπικό και μοναδικό βίωμα της κατάθλιψης. Η ενσυναισθητική κατανόηση αυτού του βιώματος, το να μπούμε δηλαδή στη θέση του άλλου και να νιώσουμε τι νιώθει, είναι η αφετηρία οποιασδήποτε προσπάθειας να τον βοηθήσουμε. Κι αν η ψυχολογία είναι μία επιστήμη, στην εφαρμοσμένη μορφή της είναι ταυτόχρονα και μία τέχνη, που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει και να περιγράψει τα όσα δυσνόητα, ακατανόητα και αδιανόητα συμβαίνουν γύρω και εντός μας. Σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια είναι τα γραπτά και τα έργα καλλιτεχνών, που με τις λέξεις, τα πινέλα, τις νότες ή τις εικόνες, επιτρέπουν στον εξωτερικό παρατηρητή να βιώσει από κοντά την –συχνά-διαταρακτική αλήθεια τους.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από το έργο της Sarah Kane “4:48 ψύχωση”. Περιγράφουν τις σκέψεις και την συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου με κατάθλιψη, που δεν είναι άλλος από την ίδια την συγγραφέα. Στις λέξεις της, αναγνωρίζουμε την συμπτωματολογία της παθολογικής κατάθλιψης ή του παθολογικού πένθους, όπως συνήθως ονομάζεται από την επιστημονική κοινότητα. Πρόκειται για το τελευταίο έργο που έγραψε λίγους μήνες προτού βρεθεί κρεμασμένη με τα κορδόνια των παπουτσιών της σε νοσοκομείο του Λονδίνου, όπου και νοσηλευόταν, στις 20 Φεβρουαρίου 1999.

Είμαι Λυπημένη

Νιώθω πως μέλλον δεν υπάρχει. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει καλύτερο.
Βαρέθηκα τα πάντα. Είμαι απογοητευμένη με όλα.
Είμαι μια πλήρης αποτυχία.
Είμαι ένοχη.
Τιμωρούμαι.
Πόσο θα ήθελα να με σκοτώσω.

Κάποτε έκλαιγα αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ πια να κάνω.
Δεν με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι
Δεν αποφασίζω.
Δεν τρώω.
Δεν κοιμάμαι.
Δεν σκέφτομαι.
Δεν μπορώ να ξεπεράσω την μοναξιά μου
Τον φόβο μου
Την αηδία μου
Είμαι χοντρή
Δεν μπορώ να γράψω.
Δεν μπορώ να αγαπήσω.
Ο αδερφός μου πεθαίνει, ο εραστής μου πεθαίνει.
Εγώ τους σκοτώνω.
Γοργά προχωρώ προς τον Θάνατο.
Τα φάρμακα με τρομοκρατούν
Δεν μπορώ να κάνω έρωτα.
Δεν μπορώ να γαμήσω.
Δεν μπορώ να είμαι μόνη.
Δεν μπορώ να είμαι με άλλους.
Οι γοφοί μου είναι πολύ μεγάλοι.
Αντιπαθώ τα γεννητικά μου όργανα

Στις 4:48
Όταν θα με επισκεφτεί η κατάθλιψη
Θα κρεμαστώ στον ήχο της ανάσας του ερωμένου μου

Δεν θέλω να πεθάνω

Είμαι τόσο θλιμμένη με την συνειδητοποίηση της θνησιμότητάς μου
που αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω

Δεν θέλω να ζήσω.

……………….

Καίγομαι στο σκοτεινό τούνελ της θλίψης μου. Η ταπείνωση μου ολοκληρώνεται καθώς τρέμω και λέω ακατανόητα πράγματα. Δεν έχω τίποτα να πω για την αρρώστια μου η οποία πραγματικά δεν έχει σημασία αφού πρόκειται να πεθάνω.
Και βρίσκομαι σε αδιέξοδο πιασμένη από την στρωτή λογική φωνή του ψυχίατρου που μου λέει ότι υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια στην οποία το μυαλό και το κορμί μου είναι ένα.
Αλλά δεν είμαι εδώ. Ποτέ δεν ήμουν.
Ο Γιατρός Αυτός το σημειώνει και ο Γιατρός Εκείνος προσπαθεί να δείξει συμπάθεια.
Με παρακολουθούν, με κρίνουν μυρίζοντας την ανάπηρη αποτυχία που στάζει το δέρμα μου. Η απόγνωση με γρατσουνίζει, ο παμφάγος πανικός με πνίγει καθώς χασμουριέμαι στην φρίκη του κόσμου και αναρωτιέμαι γιατί όλοι χαμογελούν και με κοιτούν γνωρίζοντας το μυστικό της λαβωμένης ντροπής μου.

Ντροπή ντροπή ντροπή

………………

Εγώ είμαι εκείνη που ποτέ δεν αντάμωσα, το πρόσωπό της τυπωμένο στου μυαλού την πιο κρυφή πτυχή.

Παρακαλώ ανεβάστε την αυλαία.

Τέλος 

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Sarah Kane, «4:48 ψύχωση», μετάφραση Μ. Ροδοπούλου

Πίνακας: Edvard Munch, «Melancholy»

Κοινωνική επιρροή: Όταν οι λίγοι μπορούν να αλλάξουν την γνώμη των πολλών.

Image

Στην κοινωνική ψυχολογία, κοινωνική επιρροή ονομάζεται η διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή μία ομάδα προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς ενός άλλου (ατόμου ή ομάδας), προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στη δική του άποψη ή συμπεριφορά. Αυτή η διαδικασία, έχει ως πηγή της είτε μία πλειοψηφία (οπότε μιλάμε για πλειοψηφική ή πλειονοτική επιρροή) είτε μία μειοψηφία (οπότε μιλάμε για μειοψηφική ή μειονοτική επιρροή).

Εστιαζόμενοι στα «παράδοξα» της ιστορίας και σε αναρίθμητα παραδείγματα μειονοτήτων που κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μεγάλου αριθμού ατόμων ή και κρατών (ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο Γκάντι και η φιλοσοφία της μη-βίας, ο επιτυχημένος αγώνας των μαύρων και των γυναικών για ίσα δικαιώματα, οι ομοφυλόφιλοι, αλλά και η ομάδα των εξεγερμένων στο Πολυτεχνείο), μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, συχνά μία μειονοτική ομάδα, δηλαδή μία κυριαρχημένη κοινωνική ομάδα που αμφισβητεί τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες, καταφέρνει να επηρεάσει την πλειοψηφία. Σύμφωνα με τον S. Moscovici, που εισήγαγε την θεωρία της μειονοτικής επιρροής, η κοινωνία δεν είναι στατική: υφίσταται αλλαγές, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της δράσης ενεργών μειονοτήτων, που αμφισβητούν, αντιπροτείνουν καινοτόμες λύσεις και υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, προκειμένου να ασκήσουν επιρροή. Η επιρροή αυτή, όπως τονίζεται, δεν είναι μονοσήμαντη – δεν προέρχεται μόνο από την πηγή με κατεύθυνση τον στόχο- δέκτη του μηνύματος. Αντίθετα, στηρίζεται στην αλληλεπίδραση πηγής και στόχου, προϋποθέτει δηλαδή την δράση και την αντίδραση μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Το καινούργιο που θα προκύψει, είτε ως συμπεριφορά είτε ως ιδεολογία, θα έχει ως πηγή του την σύγκρουση μεταξύ των ομάδων. Και ενώ αρχικά η σύγκρουση προκαλεί μπλοκάρισμα και αβεβαιότητα (γνωστική ασυμφωνία), τελικά, οδηγεί υποχρεωτικά σε αλλαγή. Σύμφωνα πάντα με τον S. Moscovici, η εξουσία των μειονοτήτων συνίσταται στο ότι καταλύουν την κοινωνική συναίνεση. Μοναδική εξαίρεση εδώ, αποτελεί η περίπτωση απόδοσης των απόψεων, της συμπεριφοράς και γενικότερα, των μηνυμάτων της μειονοτικής ομάδας στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των μελών της («είναι τρελός», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται»), οπότε απορρίπτεται τόσο η πηγή όσο και το μήνυμα (φαινόμενο της «ψυχολογιοποίησης»).

Πώς όμως το καταφέρνει αυτό μία μειονότητα; Πώς ένα μήνυμα εντελώς αντίθετο με τις κοινωνικές συμβάσεις της εκάστοτε εποχής, καταφέρνει να διεισδύσει στην σκέψη της ευρύτερης κοινωνίας και τελικά να την αλλάξει; Άλλωστε, η μειονότητα (είτε μιλάμε για αριθμητικό μέγεθος (μειοψηφία) είτε μιλάμε για «μειονοτική», δηλαδή αντίθετη προς την κυρίαρχη ιδεολογία, άποψη) δεν έχει εξουσία – η μοναδική της εξουσία είναι αυτή της αμφισβήτησης. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση είναι που θα δημιουργήσει την σύγκρουση, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι η βασική προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Η θεωρία θα μας πει εδώ ότι, για να καταφέρει μία μειονότητα να επηρεάσει, θα πρέπει να υιοθετήσει συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς. Έτσι, θα πρέπει να έχει μία σταθερή συμπεριφορά, που θα δείχνει βεβαιότητα για το διαφορετικό μήνυμα που πρεσβεύει. Μάλιστα, αυτή η σταθερότητα και η βεβαιότητα θα πρέπει να εκλειφθούν ως τέτοιες από τους άλλους. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Αν οι άνθρωποι εκλάβουν την σταθερή συμπεριφορά της μειονοτικής ομάδας ως δογματική, άκαμπτη και ασυμβίβαστη, κατά πάσα πιθανότητα θα απορρίψουν εξ’ αρχής τις απόψεις της. Αν όμως την εκλάβουν ως ευέλικτη, «λογική», ίσως και συνεργατική και μετριοπαθή, τότε οι πιθανότητες επιρροής αυξάνονται. Θα πρέπει επίσης τα μέλη της ομάδας να επιδεικνύουν αυτοθυσία και βαθιά προσήλωση και αφοσίωση στην ομάδα και τα πιστεύω της και παράλληλα να δρουν και ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή να επιδεικνύουν κάποιο προσωπικό όφελος από τη δράση τους. Τέλος, η συμπεριφορά των μελών της ομάδας θα πρέπει να εμφανίζεται ως ίση απέναντι σε όλα τα μέλη της ομάδας-στόχου.

Πέραν την συμπεριφοράς της ομάδας, ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας για την μειονοτική επιρροή είναι ο τρόπος με τον οποίο καλεί τους δέκτες του μηνύματός της να σκεφτούν για αυτό. Αν οι άνθρωποι απορρίψουν χωρίς συζήτηση τις απόψεις της, τότε ο τρόπος σκέψης είναι επιφανειακός και η πιθανότητα άσκησης επιρροής περιορίζεται. Αν όμως οι άνθρωποι αρχίσουν να συζητούν τις απόψεις της και επιχειρηματολογούν πάνω σε αυτές (υπέρ ή κατά, δεν έχει σημασία), τότε οι πιθανότητες για έμμεση επιρροή αυξάνονται δραστικά.

Τέλος, μαζί με την συμπεριφορά, την σταθερότητα και τον τρόπο σκέψης που προκαλεί η μειονοτική ομάδα και το μήνυμά της, υπάρχει ένα τέταρτο στοιχείο που καθορίζει το αποτέλεσμα της προσπάθειας μειονοτικής επιρροής. Αυτό, έχει να κάνει με την έμφυτη τάση των ανθρώπων να ταυτίζονται με τους ανθρώπους που θεωρούν όμοιους με τους ίδιους. Οι άνδρες ταυτίζονται περισσότερο με τους άλλους άνδρες παρά με τις γυναίκες. Οι ομοφυλόφιλοι με τους ομοφυλόφυλους, οι Αμερικανοί με τους Αμερικανούς, κλπ. Έτσι κι εδώ, όσο περισσότερο τα μέλη της μειονοτικής ομάδας φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα μέλη της ομάδας στην οποία απευθύνονται, τόσο περισσότερες πιθανότητες φέρουν να τους πείσουν για τις ιδέες τους.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι μία μικρή ομάδα ανθρώπων, που προβάλλει ένα διαφορετικό, προκλητικό, ίσως και ακραίο μήνυμα στην ευρύτερη κοινωνία, έχει τη δύναμη και μπορεί να οδηγήσει σε μεταστροφή της κοινής γνώμης. Το κυριότερο και, ίσως το πιο ανησυχητικό, χαρακτηριστικό της μειονοτικής επιρροής, είναι ότι λειτουργεί με έμμεσο τρόπο. Ενώ εκ πρώτης όψεως ο δέκτης του διαφορετικού μηνύματος το απορρίπτει ως ακραίο, αυτό παραμένει μέσα στο μυαλό του, γίνεται αντικείμενο γνωστικής επεξεργασίας και, με την συμβολή της σταθερής, αυτόνομης και αμερόληπτης συμπεριφοράς της μειονότητας, τελικά φθάνει να πειστεί για αυτό.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφία

Άννα Μαντόγλου, “Η εξέγερση του Πολυτεχνείου – Η συγκρουσιακή σχέση ατόμου και κοινωνίας»

Παπαστάμου Σ., Mugny G., «Μειονότητες και Εξουσία».

Μηχανισμοί Άμυνας: Μόνωση

1146456_1414542338771802_701528644_n

Η θαλαμηγός Mignonette σάλπαρε στις 19 Μαΐου 1884 με προορισμό την Αυστραλία με πλήρωμα τεσσάρων ανθρώπων: Τους καπετάνιους Tom Dudley, Edwin Stephens, Edmund Brooks και τον 17χρονο ναυτικό Richard Parker. Στις 5 Ιουλίου 1884, μετά από θύελλα, ένα κύμα χτυπά τη θαλαμηγό με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη βύθιση της μέσα σε περίπου 5 λεπτά.

Το πλήρωμα εγκατέλειψε το σκάφος και επιβιβάστηκε σε λέμβο, καταφέρνοντας να πάρει μαζί του μόνο δύο κονσέρβες γογγύλια. Δεν είχαν ούτε πόσιμο νερό. Η πρώτη κονσέρβα κράτησε μέχρι την 7η Ιουλίου. Ο Brooks στη συνέχεια εντόπισε μια χελώνα, την οποία μοιράστηκε με το υπόλοιπο πλήρωμα. Ήπιαν το αίμα της και έφτασαν στο σημείο να φάνε ακόμη και τα κόκαλα της. Η δεύτερη κονσέρβα κράτησε μέχρι τις 15 με 17 Ιουλίου.

Ο 17χρονος Parker αρρώστησε περίπου στις 20 Ιουλίου, ίσως από την κατανάλωση θαλασσινού νερού και ο Dudley πρότεινε τότε στους Brooks και Stephens να «θυσιάσουν» τον Parker για να ζήσουν. Ο Brooks αρχικά αρνήθηκε. Στις 23 με 24 Ιουλίου, ο Parker έπεσε σε κώμα και τότε ο Dudley μαζί με τον Stephens σκέφτηκαν να τον θανατώσουν όσο έμενε ακόμα ζωντανός, προκειμένου να μπορέσουν να πιουν το αίμα του. Ο Dudley είπε πρώτα μια προσευχή και τη συνέχεια έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του Parker, κόβοντας την σφαγίτιδα φλέβα και προκαλώντας έτσι τον θάνατο του.

Ο Dudley περιγράφει τη στιγμή της διάσωσης τους στο ημερολόγιο του με την ακόλουθη φράση: «την εικοστή τέταρτη μέρα, καθώς τρώγαμε το πρωινό μας…». Το πρωινό ήταν ότι είχε απομείνει από το άψυχο σώμα του 17χρονου ναυτικού.

O καπετάνιος αποτελεί στη περιγραφή του ένα παράδειγμα ενεργοποίησης ενός μηχανισμού άμυνας που είναι γνωστός ως «μόνωση» (isolation). O Φρόυντ περιέγραψε τον μηχανισμό αυτόν στο «Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος» και χρησιμοποιώντας τον όρο «απώθηση του συναισθήματος» τόνισε την ικανότητα του ατόμου να αποφεύγει ολοκληρωτικά τον συναισθηματικό παράγοντα, κατά την ανάμνηση και την περιγραφή ενός γεγονότος. Έτσι, επιστρέφοντας στο παράδειγμα, ο Dudley δε μιλά για τον νεκρό ναύτη. Αναφέρει την πράξη κανιβαλισμού ως «πρωινό», σαν μια πράξη ρουτίνας στην καθημερινότητα του, χωρίς την παραμικρή συναισθηματική φόρτιση.

Πέρα από την ενεργοποίηση της μόνωσης σε ψυχοπαθολογικές περιγραφές όπως οι έμμονες ιδέες που ασυνείδητα απομονώνουν μία συγκεκριμένη σκέψη από τις υπόλοιπες, η μόνωση αποτελεί μια διαδικασία που μπορεί να βοηθήσει το άτομο να προσαρμοστεί σε μία δύσκολη και ιδιαίτερα αγχογόνο κατάσταση.

Θύματα βιασμών που περιγράφουν με ψυχραιμία την τραυματική εμπειρία τους με όλες τις λεπτομέρειες, επιζώντες μαζικών καταστροφών όπως αυτές του Ολοκαυτώματος, της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου στην Αμερική, του φονικού τσουνάμι στην Φουκουσίμα μας προκαλούν εντύπωση με τη νηφαλιότητα στα πρόσωπα τους όταν προχωρούν σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, σαν να μην βίωσαν άμεσα τα συμβάντα, αλλά να αποτέλεσαν παρατηρητές αυτών.

Η μόνωση ενός τραγικού συμβάντος από συναισθηματικές επενδύσεις δίνει τη δυνατότητα στα άτομα αυτά να ελέγξουν τις συνέπειες των εμπειριών τους και να προσαρμοστούν κατά την καθημερινή αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η δυνατότητα αυτή δίνει στο άτομο την ευχέρεια της περιγραφής και του χειρισμού της ανάμνησης, χωρίς να του προκαλέσει συναισθήματα που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν ίσως και εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί. Πρόκειται για έναν αμυντικό μηχανισμό που χαρακτηρίζεται από πολλούς ψυχαναλυτές ως ο πλέον πρωτόγονος , αφού απωθεί στο ασυνείδητο το προσωπικό συναισθηματικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όταν αυτός ο μηχανισμός άμυνας κυριαρχεί σε επίπεδο προτύπου ζωής, τότε μπορεί να δημιουργήσει τον λεγόμενο ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα του ατόμου.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.

(φωτογραφία: Το Ολοκαύτωμα, έργο του γλύπτη George Segal στο μνημείο των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια)

Φαινόμενο της απάθειας του παρατηρητή

Image

13 Μαρτίου, 1964. Νέα Υόρκη,  ώρα 03:15. Η Κάθριν Τζενοβέζε επέστρεφε από τη δουλειά της, ως υπεύθυνη μπαρ. Πλησιάζοντας στο σπίτι της, ένας άγνωστος άνδρας την πλησίασε από πίσω, την ακινητοποίησε και την μαχαίρωσε δύο φορές στην πλάτη. Η Τζενοβέζε στρίγγλισε, φωνάζοντας «Ω Θεέ μου! Με μαχαίρωσαν, βοηθήστε με!». Η γειτονιά ήταν μικρή. Κάποια φώτα άναψαν στα γύρω διαμερίσματα, αλλά δεν φάνηκε κανείς. Από κάπου ακούστηκε μία φωνή «Άσε ήσυχο το κορίτσι». Ο δράστης, απομακρύνθηκε για λίγα λεπτά και η Τζενοβέζε, σύρθηκε μέχρι την είσοδο ενός καταστήματος και παρέμεινε εκεί πεσμένη. Λίγα λεπτά μετά, η γειτονιά ησύχασε. Ο δράστης επέστρεψε και συνέχισε να την μαχαιρώνει. Η Τζενοβέζε συνέχισε να ουρλιάζει. Φώτα άναψαν ξανά στα γύρω διαμερίσματα. Δεν φάνηκε κανείς. Ο δράστης απομακρύνθηκε για να επανέλθει για τρίτη φορά. Μαχαίρωσε την Τζενοβέζε από τον λαιμό έως τα γεννητικά όργανα και την βίασε. Στο τέλος, της απέσπασε 49 δολάρια που βρήκε πάνω της και την άφησε αιμόφυρτη στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου η γυναίκα είχε νωρίτερα καταφέρει να συρθεί.

Το όλο περιστατικό διήρκησε περίπου 35 λεπτά. Τρεις ξεχωριστές και αλλεπάλληλες επιθέσεις, σε πυκνοκατοικημένη, αστική περιοχή και με κραυγές που καλούσαν σε βοήθεια. Αυτόπτες μάρτυρες υπήρχαν. Συνολικά ήταν 38 άτομα που παρακολουθούσαν τα γεγονότα από το παράθυρό τους χωρίς να κάνουν τίποτα. Αργότερα μόνο, αφού τελείωσαν όλα, κάποιος φώναξε την αστυνομία. Το ασθενοφόρο πήρε την νεκρή γυναίκα γύρω στις 04:00.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ψυχολόγοι και λοιποί ειδικοί κλήθηκαν να εξηγήσουν για ποιον λόγο οι μάρτυρες έκαναν ό,τι έκαναν: τίποτα. Κάποιοι είπαν ότι η συμπεριφορά τους ήταν προϊόν συναισθηματικής άρνησης: λόγω του σοκ που υπέστησαν παρακολουθώντας το έγκλημα, έμειναν αδρανείς και μουδιασμένοι. Άλλοι, κατηγόρησαν την τηλεόραση για τον καταιγισμό ωμής τηλεοπτικής βίας που τελικά καθιστά ανίκανους τους ανθρώπους να διακρίνουν την πραγματική από την τηλεοπτική ζωή. Κάποιες ψυχαναλυτικές ερμηνείες έκαναν λόγο για «κώφωση, παραλυσία και υπνωτισμό των μαρτύρων λόγω της υπερέντασης», συμπληρώνοντας πως ένας άνθρωπος με ολοκληρωμένη και υγιή προσωπικότητα δεν θα αντιδρούσε ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Ο γνωστός ψυχίατρος Karl Menninger σχολίασε ότι «η κοινωνική απάθεια είναι από μόνη της εκδήλωση επιθετικότητας».

Δύο ψυχολόγοι, ο John Darley και ο Bibb Latane, προφανώς μη ικανοποιημένοι από τις ερμηνείες που δίνονταν για το φαινόμενο, αποφάσισαν να το διερευνήσουν περαιτέρω. Σε μία σειρά πειραμάτων που οργάνωσαν, τα αποτελέσματα που έλαβαν ήταν σταθερά τα ίδια: οι άνθρωποι δεν προσφέρουν την βοήθειά τους σε μία έκτακτη και κατεπείγουσα περίπτωση, όταν στο σκηνικό υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι όμως βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους. Ωστόσο, η αδράνειά τους αυτή δεν οφείλεται σε απάθεια. Αντίθετα, αυτό που βιώνουν εκείνη την στιγμή είναι περισσότερο μία κατάσταση έντονης αναποφασιστικότητας: «να αντιδράσω ή όχι;». Το φαινόμενο της «διάχυσης της ευθύνης», όπως το ονόμασαν (ή σύνδρομο Τζενοβέζε, ή φαινόμενο της απάθειας του παρατηρητή), περιγράφει εκείνες τις περιπτώσεις όπου, όσο περισσότερα άτομα παρίστανται ως μάρτυρες σε κάποιο γεγονός, τόσο λιγότερο υπεύθυνο νιώθει το κάθε μεμονωμένο άτομο, διότι αντιλαμβάνεται πως η ευθύνη για κάποια, οποιαδήποτε αντίδραση, κατανέμεται ισομερώς στο πλήθος. Μία δεύτερη σειρά πειραμάτων που διενήργησαν οι δύο ψυχολόγοι, ανέδειξε έναν ακόμα πρόσθετο παράγοντα: Προτιμούμε να θέσουμε τη ζωή μας ή τη ζωή των άλλων σε κίνδυνο, παρά να ενεργήσουμε αντίθετα με αυτό που κάνουν όλοι. Η αδράνεια των άλλων αποτελεί για εμάς ένδειξη ότι, πιθανώς μία αντίδραση από την πλευρά μας θα ήταν περιττή ή και ανάρμοστη: «αφού δεν κάνει τίποτα κανείς, μάλλον δεν χρειάζεται να κάνω εγώ κάτι».

Κοινωνική επιρροή. Μίμηση. Πόσο αυτόνομη τελικά είναι η συμπεριφορά μας μέσα σε κοινωνικό πλαίσιο; Και πόσο παράδοξο (αλλά πέρα ως πέρα αληθινό) μας φαίνεται το να δίνουμε μεγαλύτερη αξία στα κοινωνικά πρότυπα απ’ ότι στην επιβίωσή μας (ή τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου).

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ψυχολογική αναδραστικότητα

Image

«Έρχεται μια στιγμή όπου το ποτήρι της ανοχής ξεχειλίζει και οι άνθρωποι δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να βυθιστούν στην άβυσσο της απελπισίας. Ελπίζω κύριοι να καταλαβαίνετε τη θεμιτή και αναπόφευκτη ανυπομονησία μας.»

Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Γράμμα από τη φυλακή του Μπέρμινγκχαμ, 1963

Τρία χρόνια μετά τη σύνταξη του γράμματος του Κινγκ, σε μία εποχή κοινωνικών συγκρούσεων και έντονων διακηρύξεων για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Jack Brehm διατύπωσε τη θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας, σε μία προσπάθεια η θεωρία αυτή να λάβει θέση στο κοινωνιοψυχολογικό πεδίο ως η θεωρία της «ελευθερίας».

Σύμφωνα με αυτήν, όταν το άτομο νιώσει ότι στερείται ή πρόκειται να στερηθεί την ελευθερία του, τότε βιώνει μία κατάσταση «ψυχολογικής αναδραστικότητας», που μεταφράζεται σε μία άμεση ανάγκη ανάκτησης της. Μέσα από τα λόγια της Μάρως Βαμβουνάκη, η θεωρία γίνεται ακόμα πιο κατανοητή:
«Τίποτα μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει συνειδητά είτε όχι. Θα επαναλάβουμε πως δεν είμαστε μόνο αυτό που ξέρουμε και που καταλαβαίνουμε, δεν είμαστε μονάχα το συνειδητό μας. Υπάρχει πάντα μαζί μας ένας άγνωστος εαυτός, που παίζει δραματικό ρόλο στα αισθήματα και στις συμπεριφορές μας και που κάθε τόσο η απρόβλεπτη αντίδρασή του μας αφήνει άναυδους.»

Η αντίδραση του ατόμου μπροστά στη στέρηση της ελευθερίας του εξαρτάται, σύμφωνα με τον Brehm από:
-τη σπουδαιότητα που έχει για το άτομο, σε επίπεδο έκφρασης της
-την αναλογία εκείνων των εκφράσεων της συμπεριφοράς του που δεν μπορεί να εκφράσει η ενδέχεται να πάψει να εκφράζει
-το μέγεθος της απειλής που ασκείται πάνω του
-την πιθανότητα που έχει η απειλή αυτή να υλοποιηθεί.

Σημαντικό ρόλο στην κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας παίζει η πηγή της απειλής. Εάν το κοινωνικό της κύρος είναι υψηλό, χωρίς απαραίτητα να απειλεί άμεσα το άτομο, αλλά κάποιον τρίτο (συνήθως άτομο ή άτομα που έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό όπως η φυλή, το θρήσκευμα, η κοινωνική ταυτότητα κ.α.), τότε η έκφραση για ανάκτηση της ελευθερίας είναι έντονη και συμπαρασύρει και άλλους στη διεκδίκηση ή την προσπάθεια προστασίας της.
Για την ενεργοποίηση της κατάστασης της ψυχολογικής αναδραστικότητας σημαντικό ρόλο κατέχει η αίσθηση της απαγόρευσης για το άτομο: Οι ατελείωτες ουρές ανθρώπων που περίμεναν για την απόκτηση ενός τζην μάρκας Levi’s ή ενός χάμπουργκερ Mac Donald’s όταν οι εταιρίες άνοιξαν για πρώτη φορά μαγαζιά τους στην Σοβιετική Ένωση δείχνουν ότι ο λεγόμενος «απαγορευμένος καρπός» έχει πιο γλυκιά γεύση, ακριβώς επειδή τελεί υπό αυτό το καθεστώς. Ο έφηβος αντιδρά στους γονεϊκούς περιορισμούς, ο ερωτευμένος αρνείται να πάψει να σκέφτεται τον έρωτα του, ακόμα και όταν όλοι οι φίλοι του λένε ότι αυτό τον φθείρει και οι πωλήσεις ενός CD ή τα εισιτήρια μιας κινηματογραφικής ταινίας πολλαπλασιάζονται όταν αυτά τελούν υπό καθεστώς απαγόρευσης σε ορισμένες χώρες ή φέρουν σημαντικές προειδοποιητικές σημάνσεις.

Το άτομο που αντιδρά για την ανάκτηση ή μη απώλεια της ελευθερίας του, σύμφωνα με τα διάφορα πειραματικά συμπεράσματα της έρευνας, δεν πετυχαίνει πάντοτε το σκοπό του. Ακριβώς επειδή η κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν δεν απειλούμαστε άμεσα εμείς οι ίδιοι, μπορεί να κατευναστεί όταν διαπιστώσουμε ότι ένα τρίτος παύει να στερείται συγκεκριμένων ελευθεριών του. Πρόκειται για το άτομο ή τα άτομα που λειτουργούν ως «άλλοθι» σε μία κατάσταση και δίνουν έτσι την αίσθηση της ανακτημένης ελευθερίας. Τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες αλλά παίρνουν σημαντικές θέσεις σε κυβερνήσεις ή επιχειρήσεις, οι αθλητικές επιτυχίες ανθρώπων που ανήκουν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα είναι μερικά παραδείγματα περιπτώσεων σημαντικής άμβλυνσης της έντασης της ψυχολογικής αναδραστικότητας, χωρίς ουσιαστική επίδραση στα υπόλοιπα άτομα που συνεχίζουν έτσι να βιώνουν τη στέρηση των ελευθεριών τους.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.

Άνθρωπος γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Image

Τον Ιανουάριο του 1800 βρέθηκε σε δάσος της Γαλλίας, σε άγρια κατάσταση ένα αγοράκι ηλικίας 10-12 ετών. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς που έγιναν, ο Victor, όπως ονομάστηκε, είχε εγκαταλειφθεί  ή χαθεί στο δάσος σε ηλικία περίπου 5 ετών.  Ο Victor βρέθηκε γυμνός, δεν αντιδρούσε σε κανέναν θόρυβο (με εξαίρεση κάποιους ήχους που τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, όπως όταν κάποιος έσπαζε τους αγαπημένους του καρπούς), δεν μιλούσε, δεν είχε καμία αίσθηση της θερμοκρασίας (έπιανε με γυμνά χέρια τις πατάτες μέσα από την φωτιά και τις έτρωγε όπως ήταν, καυτές) και αγαπούσε να τρέχει γυμνός στο χιόνι, δείχνοντας να απολαμβάνει την εμπειρία. Θέματα όπως η προσωπική υγιεινή και η καθαριότητα ήταν εκτός συζήτησης, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να καταναλώνει τροφές αλλοιωμένες ή χαλασμένες. Παράλληλα, είχε μηδενική αίσθηση κοινωνικοποίησης: αδιαφορούσε πλήρως για την παρουσία ή μη ανθρώπων, τους οποίους τους χρησιμοποιούσε μόνο για να επιτυγχάνει τους σκοπούς του. Απογοητευμένοι οι γιατροί που τον εξέτασαν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Victor δεν ήταν ένας «ευγενής άγριος» όπως είχε περιγράψει ο Ρουσσώ, αλλά απλώς ένα ζώο.

Ο Victor συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «άγρια παιδιά»:  παιδιά που χάθηκαν ή εγκαταλείφτηκαν από τους γονείς τους και μεγάλωσαν μόνα, μακριά από ανθρώπους, μέσα στη φύση. Βιβλιογραφικά, αναφέρονται περισσότερες από τριάντα τέτοιες περιπτώσεις, οι εννέα εκ των οποίων εντοπίστηκαν την περίοδο 2000-2012. Τα παιδιά αυτά δεν μιλούν, φυσικά δεν γράφουν, συνήθως βαδίζουν στα τέσσερα, τρέφονται με ωμή τροφή ή καρπούς χρησιμοποιώντας κυρίως την όσφρηση για να ελέγξουν την τροφή και κατεβάζοντας το στόμα τους προς αυτή, έχουν σημαντικά ελλείμματα στη διάκριση μεταξύ των αισθήσεων (π.χ. ζεστό-κρύο) και δεν έχουν ανεπτυγμένα συναισθήματα. Κοινός παρονομαστής στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, όπου τα παιδιά εντάχθηκαν αμέσως σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης προκειμένου να κοινωνικοποιηθούν και να μάθουν να μιλάνε και να γράφουν, υπήρξε η ολική ή μερική αποτυχία κάθε τέτοιας προσπάθειας. Οι διαπιστώσεις που προέκυψαν μέσα από την μελέτη αυτών των παιδιών, απέδειξαν την συμβολή του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους. Το ανθρώπινο περιβάλλον προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες και τα ερεθίσματα, που είναι αναγκαία, για την ωρίμανση του ανθρώπου. Χωρίς αυτά τα ερεθίσματα, η διαδικασία της ωρίμανσης μένει ανενεργή και ατροφική, δεν ολοκληρώνονται οι βασικές βιολογικές αναδομήσεις (νευρωνικές συνδέσεις στον εγκέφαλο) και τελικά, δεν τίθενται οι βάσεις και τα στοιχεία που καθορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστημονικές γνώσεις που έχουμε για τα άγρια παιδιά είναι εξαιρετικά περιορισμένες στις περιπτώσεις που εντοπίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Πολλά περιστατικά δεν είναι παρά μύθοι, που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά διά της προφορικής παράδοσης. Σε άλλες περιπτώσεις επρόκειτο για παιδιά με βαριά νοητική στέρηση, αυτισμό ή άλλα αναπτυξιακά σύνδρομα, τα οποία ήταν άγνωστα την εποχή που εντοπίστηκαν. Τέλος, ορισμένα – ελάχιστα – από τα παιδιά αυτά κατάφεραν να εκπαιδευτούν και να αποκτήσουν μία, λιγότερο ή περισσότερο, φυσιολογική ζωή. Το σημαντικότερο συμπέρασμα που προέκυψε από την μελέτη τους, αφορά την «υπόθεση της κρίσιμης περιόδου». Σύμφωνα με αυτή, η κατάκτηση της γλώσσας αφορά ένα συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο, στη διάρκεια του οποίου το παιδί είναι σε θέση να μάθει να μιλάει τη γλώσσα του κυρίαρχου περιβάλλοντός του. Αν παρέλθει αυτή η κρίσιμη περίοδος και «κλείσει το παράθυρο», η κατάκτηση της γλωσσικής ικανότητας γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη έως και αδύνατη.

Τα άγρια παιδιά εξακολουθούν να γοητεύουν επιστήμονες και κοινό. Ο σκηνοθέτης Φ. Τριφό γύρισε την ιστορία του Victor σε ταινία με τίτλο «Ένα Αγρίμι στην Πόλη», όπου καταγράφονται οι προσπάθειες του γιατρού Ιτάρ να εκπαιδεύσει τον νεαρό άγριο.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.

Πένθος

Image

 

Ως πένθος θα μπορούσαμε να ορίσουμε την φυσική διαδικασία και κατάσταση που έπεται του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου ή μίας σημαντικής για εμάς απώλειας, η οποία περιλαμβάνει όλες τις συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις και συνέπειες που βιώνουμε, εξαιτίας αυτής της απώλειας. Η διεθνής βιβλιογραφία δεν διαθέτει μέχρι στιγμής κάποιον ορισμό ικανό να συμπυκνώσει και να περιγράψει το βίωμα του πένθους, εν πολλοίς διότι δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να πενθήσει ένας άνθρωπος και επειδή τελικά, ο καθένας από εμάς το βιώνει με διαφορετικό τρόπο, ένταση και διάρκεια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο ψυχικός πόνος που προκαλεί το πένθος και η απώλεια είναι τόσο μεγάλος και αφόρητος, που πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τρόπο να τον αποφύγουν. Ωστόσο, η άρνηση αυτή του ατόμου να αποδεχθεί την πραγματικότητα λειτουργεί τελικά εις βάρος του ίδιου, καθώς τον εμποδίζει να αναρρώσει από την ψυχική και σωματική του οδύνη.

Σε συναισθηματικό επίπεδο, το άτομο που πενθεί την απώλεια ενός δικού του ανθρώπου βιώνει συγκεχυμένα συναισθήματα. Πολλές φορές, δε, δυσκολεύεται να τα δεχθεί ή και να τα αναγνωρίσει στην πραγματική τους διάσταση. Συνήθως, τα συναισθήματα που βιώνουμε μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου μας είναι: Μοναξιά (γιατί είμαστε μόνοι και δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να επικοινωνήσουμε ή να συνδεθούμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο με άλλους ανθρώπους), θλίψη και απογοήτευση (γιατί νιώθουμε πως η ζωή πλέον δεν έχει κανένα νόημα χωρίς τον αγαπημένο μας), φόβος (για το πώς θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε χωρίς αυτόν), πόνος απώλειας (νιώθουμε πως χάσαμε κομμάτι του εαυτού μας, γεγονός που μας πονάει αφάνταστα), αίσθημα αδικίας (γιατί η ζωή ή ο Θεός πήρε μακριά τον άνθρωπό μας), ζήλεια (που οι άλλοι έχουν ακόμα τους αγαπημένους τους ενώ εμείς όχι), ενοχές («μήπως δεν έκανα όσα έπρεπε; Μήπως δεν της στάθηκα αρκετά; Μήπως δεν του έδειξα πόσο τον αγαπούσα;»), πικρία (γιατί περιμέναμε μεγαλύτερη συμπαράσταση από κάποιους ανθρώπους) θυμός (έντονος θυμός, τόσο για κάποιο λάθος που ίσως να έγινε και να προκάλεσε τον θάνατο του αγαπημένου, όσο και για τον ίδιο τον αγαπημένο, επειδή μας εγκατέλειψε), μούδιασμα, (με ταυτόχρονη την αίσθηση ότι αυτό που ζούμε δεν είναι αλήθεια, πως είναι ένα κακό όνειρο), προσδοκία (θα γυρίσει όπου να ‘ναι), και κενό («δεν υπάρχει τίποτα»). Κανένα από τα συναισθήματα αυτά δεν είναι απαγορευμένο και οφείλουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα να τα βιώσει με την ένταση και τη διάρκεια που χρειάζεται, πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε μας λένε οι φίλοι και οι συγγενείς.

Σε σωματικό επίπεδο, το πένθος μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα όπως: δυσκολίες στον ύπνο, απώλεια ή αύξηση του βάρους (ελάχιστη ή υπερβολική κατανάλωση φαγητού), αίσθημα κόπωσης, αδυναμία, μειωμένη ζωτικότητα, πονοκέφαλοι, πόνοι στο στήθος, τριχόπτωση, πόνοι στο στομάχι και διαταραχές του πεπτικού, καθώς και διάφορες άλλες μορφές σωματοποίησης του πένθους.

Από τις πολλές προσεγγίσεις που έχουν προταθεί για τη διεργασία του πένθους, η θεωρία της Kubler-Ross για τα στάδια του πένθους παραμένει μέχρι σήμερα η πλέον αποδεκτή και ευρύτατα χρησιμοποιούμενη σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με αυτή, το πένθος χαρακτηρίζεται από μία σειρά σταδίων τα οποία διέρχεται το άτομο που πενθεί και τα οποία οδηγούν βαθμιαία στην αποδοχή της πραγματικότητας της απώλειας. Συνήθως, το πρώτο στάδιο είναι η άρνηση ή το σοκ του ανθρώπου να δεχθεί αυτό που συμβαίνει. Πολλές φορές, θα δούμε ανθρώπους που μόλις έχουν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο να παραμένουν ψύχραιμοι, να μην κλαίνε, να διαχειρίζονται πλήρως όλα τα τυπικά της κηδείας και γενικότερα, να δείχνουν απίστευτο κουράγιο και δύναμη. Αντίστοιχα, άνθρωποι που βρίσκονται σε κατάσταση σοκ μοιάζουν αποπροσανατολισμένοι, αποσβολωμένοι, δεν μπορούν να πάρουν καμία απόφαση και είναι εντελώς αδύναμοι. Λίγο καιρό μετά (που μπορεί να είναι 10-20 μέρες αλλά και 2-3 μήνες), το σοκ και η άρνηση δίνουν τη θέση τους στο θυμό. Θυμό για τον άνθρωπο που έφυγε και μας εγκατέλειψε, για τους άλλους που δεν μας καταλαβαίνουν, για τον γιατρό που «σίγουρα έκανε λάθος», για τον «Θεό που είναι άδικος», θυμό για τον οποιονδήποτε και το οτιδήποτε. Βαθμιαία, με το πέρασμα του χρόνου, ο θυμός υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του στην απόγνωση και την θλίψη. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από απώλεια της όρεξης, ανηδονία (δεν βρίσκουμε ευχαρίστηση σε τίποτα), απώλεια βάρους και σεξουαλικής επιθυμίας, διαταραχές ύπνου, αισθήματα απόγνωσης και απελπισίας, ενοχές, πόνο ψυχικό ή και σωματικό (σωματοποίηση της οδύνης), και συχνά, χρήση αλκοόλ (ως «παρηγοριά»). Τέλος, ύστερα από περίπου έναν χρόνο και έχοντας διέλθει με ή χωρίς αυτή τη σειρά τα στάδια της διεργασίας του πένθους, το άτομο εισέρχεται σιγά-σιγά στο στάδιο της αποδοχής. Περνώντας ο καιρός, το άτομο έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αναδιοργανώνει σταδιακά τη ζωή του, βρίσκει ενδιαφέροντα και ανθρώπους από τα οποία αντλεί ευχαρίστηση, συμφιλιώνεται με την ιδέα της απώλειας του Άλλου και έχει αποδεχθεί το αναπότρεπτο της πραγματικότητας.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, επειδή κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, δεν είναι απαραίτητο ότι θα περάσει από όλα τα στάδια και με την ίδια σειρά. Πολλές φορές, βλέπουμε να γίνονται συγχωνεύσεις ή  επαναλήψεις. Επίσης, δεν υπάρχουν σαφή χρονικά πλαίσια για τη διάρκεια του πένθους. Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί να φθάσει στο στάδιο της αποδοχής μέσα σε ένα χρόνο, ενώ κάποιος άλλος να χρειαστεί δύο χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η φυσιολογική διαδικασία του πένθους μπορεί να μην εξελιχθεί κανονικά και να εμφανιστούν εμμονές, βαριά κατάθλιψη, μη αποδοχή της απώλειας, ψυχοκινητικά προβλήματα και σύνδρομο μετατραυματικού στρες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το πένθος αγγίζει την παθολογία και μιλάμε για περιπλεγμένο πένθος, όπου το άτομο είτε αδυνατεί να θρηνήσει, είτε καθυστερεί να εκδηλώσει τον θρήνο του, είτε το πένθος παρατείνεται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ή αλλοιώνεται η έκφραση του πένθους (με αυτομομφές, συναισθήματα ενοχής, ή θυμό).

Παρ’ όλο τον πόνο που προκαλεί, ο θάνατος και το πένθος που τον συνοδεύει, είναι ίσως το πιο φυσιολογικό μέρος της ζωής. Είναι, θα λέγαμε η μοναδική βεβαιότητα της ζωής, τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τους ανθρώπους που αγαπάμε. Το να αφεθούμε στο πένθος και να το βιώσουμε, μας προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά. Παράλληλα, είναι ένας τρόπος ανασυγκρότησης της σχέσης μας με τον νεκρό, πλέον, άνθρωπο. Στη διάρκεια αυτής της πραγματικά επίπονης διαδικασίας όμως, έχουμε την ευθύνη απέναντι σε εμάς τους ίδιους, πρωτίστως, να φροντίσουμε τον εαυτό μας όσο καλύτερα γίνεται. Αυτό θα γίνει σε τρία επίπεδα: Σε επίπεδο προσωπικής έκφρασης, μιλώντας στους άλλους για όσα νιώθουμε, μέσα από την δημιουργία ή την ενασχόληση με ένα αγαπημένο χόμπι, μέσω της γραφής (όπως για παράδειγμα σε ένα ημερολόγιο), ή και μέσω της ανάμνησης των όμορφων στιγμών που μοιραστήκαμε με τον Άλλον. Σε επίπεδο φυσικής υγείας, φροντίζοντας να έχουμε καλό ύπνο (όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό), αποφεύγοντας το αλκοόλ, το υπερβολικό κάπνισμα και την υπερκατανάλωση καφεΐνης και μέσω της τακτικής άσκησης και της καλής διατροφής (παρ’ ότι το τελευταίο που μπορεί να μας απασχολεί είναι το φαγητό). Τέλος, σε συναισθηματικό επίπεδο, φροντίζοντας για την ψυχαγωγία μας (ακόμα κι αν δεν έχουμε διάθεση για κάτι τέτοιο), συγχωρώντας τον άνθρωπο που έφυγε από κοντά μας αλλά και τον ίδιο τον εαυτό μας για όσα πιστεύουμε ότι κάναμε λάθος στη σχέση μας μαζί του, σχεδιάζοντας το μέλλον (ένα ταξίδι, μία γιορτή, για παράδειγμα) και φροντίζοντας να περιστοιχιζόμαστε από ανθρώπους που μπορούν αλλά και που ξέρουν να μας στηρίξουν.

Τέλος, αν έχουμε στον περίγυρό μας έναν άνθρωπο που πενθεί μία απώλειά του και επιθυμούμε να τον βοηθήσουμε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι απλώς να είμαστε εκεί. Χωρίς συμβουλές του τύπου «έτσι είναι η ζωή», «μην στενοχωριέσαι, θα περάσει», «ήταν θέλημα θεού», «θα το ξεπεράσεις, θα δεις, κάνε υπομονή», ούτε με προσπάθειες να στρέψουμε τη συζήτηση μακριά από το θέμα του νεκρού ή του θανάτου. Απλά να είμαστε εκεί. Να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο άνθρωπος που πενθεί. Χωρίς κριτικές, χωρίς συμβουλές, χωρίς παρηγορητικά λόγια και χωρίς κατευθύνσεις. Ας μην ξεχνάμε πως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, εμείς οι ίδιοι γνωρίζουμε τι είναι καλύτερο για τον εαυτό μας. Η φυσική και ψυχική μας παρουσία και μόνο αρκεί, για να νιώσει ότι έχει ένα στήριγμα δίπλα του. Ταυτόχρονα όμως του εξασφαλίζει τον χώρο και τον χρόνο, που χρειάζεται, για να εκφράσει και να βιώσει τα όσα νιώθει.

Ο θάνατος (όπως και κάθε μικρή ή μεγάλη απώλεια που βιώνουμε) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Όσο συμφιλιωμένοι είμαστε με αυτόν, τόσο πιο συμφιλιωμένοι θα είμαστε με την ίδια τη ζωή. Όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Henry Miller, «Η ζωή και ο θάνατος είναι ένα και ο άνθρωπος δεν μπορεί να χαρεί ή να αγκαλιάσει το ένα από τα δύο, όταν το άλλο απουσιάζει».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφία

M. Robin DiMatteo and Leslie R. Martin, «Health Psychology», 2002.

Elisabeth Kubler-Ross, «On Death and Dying», 1969.

Viktor E. Frankl, «Man’s Search for Ultimate Meaning», 2000.

Colin Murray Parkes, Bereavement in adult life, BMJ. 1998 March 14; 316(7134): 856–859.

Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία

Image

Όρος της ψυχολογίας, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πρόβλεψη ή εκτίμηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα αποδεικνύεται τελικώς σωστή λόγω της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων που υιοθετούν τα άτομα απέναντι σε αυτή. Με άλλα λόγια, η άποψη ή η γνώμη που υιοθετούμε για έναν άλλον άνθρωπο, επηρεάζει την συμπεριφορά μας με τέτοιον τρόπο, ώστε τελικά να τον ωθούμε να δράσει με τρόπο ανάλογο, επιβεβαιώνοντας τελικά την αρχική μας «προφητεία».

Την έννοια εισηγήθηκε για πρώτη φορά το 1949 ο κοινωνιολόγος Robert Merton στο βιβλίο του «Κοινωνική Θεωρία και Κοινωνική Διάρθρωση». Όπως αναφέρει ο ίδιος, «η αυτοεκπληρούμενη προφητεία αρχικώς είναι ένας λανθασμένος ορισμός μίας κατάστασης, που προκαλεί στο άτομο την ανάδυση μίας νέας συμπεριφοράς, η οποία με τη σειρά της επιφέρει την επαλήθευση της λανθασμένης πεποίθησης. Αυτή η φαινομενική εγκυρότητα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας συντηρεί ένα σφάλμα, αφού ο «προφήτης» θα αναφερθεί στην πορεία των γεγονότων ως απόδειξη ότι είχε εξ’ αρχής δίκιο». Η έννοια της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όπως ορίστηκε από τον Merton στηρίζεται στο Θεώρημα του Thomas, που αναφέρει ότι «Όταν οι άνθρωποι ορίζουν μία κατάσταση ως πραγματική, τότε αυτή είναι πραγματική ως προς τις συνέπειές της». Έτσι, μία θετικά ή αρνητικά φορτισμένη προφητεία, πεποίθηση ή ψευδαίσθηση – που δηλώνεται ανοιχτά ως αληθής ενώ στην πραγματικότητα είναι εσφαλμένη – αρκεί για να επηρεάσει τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά οι ίδιες οι πράξεις τους να επιβεβαιώσουν την αρχικά λανθασμένη προφητεία.

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές. Μία από αυτές, το επονομαζόμενο και Φαινόμενο του Πυγμαλίωνα, μελετήθηκε με εντυπωσιακό (και σήμερα δεοντολογικά μη-αποδεκτό τρόπο) από τους ερευνητές Robert Rosenthal και Lenore Jacobson το 1968 σε ένα δημοτικό σχολείο στην Καλιφόρνια. Εκεί, οι ερευνητές μοίρασαν ένα τεστ νοημοσύνης στα παιδιά όλων των τάξεων, τα αποτελέσματα του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν στους δασκάλους. Εν συνεχεία, ανέφεραν ψευδώς στους δασκάλους των παιδιών ότι κάποια από αυτά θα είχαν πολύ καλύτερες σχολικές επιδόσεις από κάποια άλλα, κατονομάζοντας τα παιδιά που αναμένονταν να εμφανίσουν καλύτερες επιδόσεις. Στο τέλος της χρονιάς, τα παιδιά πέρασαν και πάλι από τεστ νοημοσύνης. Εκεί, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, τα παιδιά που οι ερευνητές είχαν ψευδώς αναφέρει στους δασκάλους ως αυτά με τις καλύτερες προοπτικές για σχολικές επιδόσεις, είχαν σημαντικά υψηλότερη νοητική ανάπτυξη από τα υπόλοιπα παιδιά. Τι είχε συμβεί στο μεσοδιάστημα; Επιβεβαιώνοντας τις αρχικές προβλέψεις των ερευνητών, οι δάσκαλοι είχαν προσαρμόσει –ασυνείδητα- την συμπεριφορά τους, βοηθώντας τα παιδιά με τις καλύτερες προοπτικές και αδιαφορώντας για τα παιδιά με τις χειρότερες προοπτικές, οδηγώντας τελικά με την συμπεριφορά τους σε επιβεβαίωση της αρχικώς ψευδούς άποψης.

Οι προσδοκίες, λοιπόν, που σχηματίζουμε αναφορικά με έναν άλλον άνθρωπο (ή και τον ίδιο τον εαυτό μας), κατευθύνουν την ίδια τη συμπεριφορά μας και τελικά επιβεβαιώνουν αυτό που αρχικά είχαμε –εσφαλμένα- υποθέσει. Είναι εντυπωσιακό το πόσο συχνά συμβαίνει αυτό στην καθημερινότητά μας: νομίζουμε πως ο άνθρωπός μας δεν μας αγαπάει πλέον, απομακρυνόμαστε από αυτόν και τελικά τον απομακρύνουμε. Θεωρούμε πως ο μετανάστης που προσλαμβάνουμε για κάποια δουλειά είναι ανίκανος και τεμπέλης, του φερόμαστε άσχημα και τελικά τον ωθούμε στο να αδιαφορήσει για τη δουλειά που τον προσλάβαμε να κάνει. Αγχωμένοι, θεωρούμε πως δεν θα τα καταφέρουμε σε κάποια δουλειά που έχουμε αναλάβει, χάνουμε τον συντονισμό μας και τελικά δεν αποδίδουμε όπως θα μπορούσαμε πραγματικά να αποδώσουμε αν είχαμε συγκρατήσει το άγχος και τις προσδοκίες μας.

Πριν λοιπόν κατηγορήσουμε την μοίρα ή την κακή μας τύχη, το φύλο, το χρώμα, την ηλικία ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να θεωρηθεί (εσφαλμένα) ως υπεύθυνο για την συμπεριφορά τη δική μας ή του άλλου, ας κάνουμε μία παύση κι ας σκεφτούμε, μήπως εμείς οι ίδιοι ήμασταν εξ’ αρχής υπεύθυνοι για τα όσα συνέβησαν και για την τροπή που πήραν τα πράγματα στη ζωή μας. Όπως άλλωστε έλεγε ο Γκαίτε «αντιμετώπισε κάποιον όπως είναι και θα παραμείνει έτσι. Αντιμετώπισε τον όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι και θα γίνει όπως μπορεί και πρέπει να γίνει».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος