Κατάθλιψη και Αυτοκτονικότητα

Image

5.400.000 είναι ο αριθμός των αποτελεσμάτων που δίνει το Google αν στο πεδίο της αναζήτησης βάλουμε τις λέξεις Κατάθλιψη, Ελλάδα. Τίτλοι άρθρων όπως «Χτυπάει κόκκινο η κατάθλιψη στην Ελλάδα», «Βαριά κατάθλιψη 12 στους 100 Έλληνες» και «Εθνική νόσος η κατάθλιψη» είναι ενδεικτικοί της κατάστασης που κυριαρχεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, η οποία έρχεται να επιβεβαιωθεί και από τις επιδημιολογικές μελέτες των αρμόδιων φορέων του κράτους. Φυλλάδια, εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού, τηλεοπτικά σποτ με «επώνυμους» Έλληνες, άρθρα και ειδικά αφιερώματα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση του κοινού για αυτή τη ψυχική διαταραχή, που φαίνεται να πλήττει το 10% του πληθυσμού σε διεθνές επίπεδο. Μεταφράζοντας σε απλά λόγια αυτό το ποσοστό, ένας στους δέκα ανθρώπους θα εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του κατάθλιψη. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να είναι φίλος μας, παιδί μας, γονιός μας, σύντροφός μας, γνωστός μας από τη δουλειά, δάσκαλος ή δασκάλα του παιδιού μας, συμφοιτητής, συγγενής, στενός συνεργάτης μας ή γείτονας.

Τι εννοούμε με τον όρο «κατάθλιψη»;

«Κάποτε έκλαιγα αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ πια να κάνω. Δεν με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Δεν αποφασίζω. Δεν τρώω. Δεν κοιμάμαι. Δεν σκέφτομαι. Δεν μπορώ να ξεπεράσω την μοναξιά μου. Τον φόβο μου. Την αηδία μου. Είμαι χοντρή. Δεν μπορώ να γράψω. Δεν μπορώ να αγαπήσω. Γοργά προχωρώ προς τον Θάνατο. Δεν μπορώ να είμαι μόνη. Δεν μπορώ να είμαι με άλλους.» (Sarah Kane, «4:48, Ψύχωση»)

Στα εγχειρίδια ψυχοπαθολογίας, η κατάθλιψη ορίζεται ως μία πολύ δυσάρεστη συναισθηματική διάθεση, που χαρακτηρίζεται από μία κατάσταση παθολογικής (έντονης και παρατεταμένης) θλίψης, συνοδευόμενης από έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτό-περιφρόνηση και από την επώδυνη επίγνωση της επιβράδυνσης των νοητικών, ψυχοκινητικών και οργανικών διαδικασιών. Κεντρικά χαρακτηριστικά της είναι η τάση του ανθρώπου να ξεσπά συχνά σε κλάματα (ή να έχει φθάσει σε σημείο που να μην μπορεί καν να κλάψει), να νιώθει έντονες ενοχές και να κατηγορεί τον εαυτό του για διάφορα γεγονότα της ζωής του, η έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει γύρω του αλλά και η έλλειψη ευχαρίστησης (ανηδονία) στην καθημερινότητά του, ένα κυρίαρχο αίσθημα κόπωσης, άγχος, απώλεια βάρους (ή και αύξηση της όρεξης), υπερυπνία ή αϋπνία και, σε βαριές περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρα αυτοκτονίας. Φυσικά, σε όλους μας συμβαίνουν δυσάρεστα γεγονότα που μπορεί να μας προκαλέσουν θλίψη, άγχος, ανησυχία, φόβους, ακόμα και απόγνωση ή αίσθημα αβοηθησίας, όπως για παράδειγμα όταν πεθαίνει ένας αγαπημένος μας άνθρωπος ή όταν βιώνουμε μία βαθύτατη απώλεια (ανεργία, διαζύγιο, αλλά και «θετικά» γεγονότα, όπως η γέννηση ενός παιδιού ή ο γάμος, που επίσης θεωρούνται ως απώλειες, στον βαθμό που καλούμαστε να αποχαιρετίσουμε μία πρότερη κατάσταση και να προσαρμοστούμε σε νέες συνθήκες ζωής). Σύμφωνα με τον Freud, η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων είναι ότι, σε μία φυσιολογική αντίδραση πένθους, ο άνθρωπος βιώνει τον κόσμο ως συρρικνωμένο (γιατί, π.χ. έχει χάσει ένα σημαντικό για αυτόν πρόσωπο), ενώ στην κατάθλιψη νιώθει πως έχει χάσει ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού του. Ενώ στο πένθος ο ψυχικός πόνος έρχεται σε κύματα κάθε φορά που θυμόμαστε το αγαπημένο πρόσωπο, με τις ενδιάμεσες περιόδους να λειτουργούμε φυσιολογικά, στην κατάθλιψη ο πόνος είναι μόνιμος και μας μουδιάζει, μας απονεκρώνει. Επιπλέον, υπάρχει μία «ποσοτική» διαφορά μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων: Στην κατάθλιψη τα συμπτώματα, που θα δούμε στην συνέχεια, εμμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά, παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μοιάζει σαν να έχει «βουλιάξει» στη θλίψη και την απόγνωση.

Συμπτώματα της Κατάθλιψης

«…Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά / που εχαιρόμουν μια φορά / έτσι σε μίαν ώρα… / μες σ’ αυτήν τη χώρα / όλα αλλάξαν τώρα! Κι από τότε που θρηνώ / το ξανθό και γαλανό / και ουράνιο φως μου, / μετεβλήθει εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου.»  Γ. Βιζυηνός

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κατάθλιψης και ταυτόχρονα, αυτό που σπανίως γίνεται φανερό στον περίγυρο, είναι πως ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη, υποφέρει. Οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνει προς τα έξω – μέσα από την συμπεριφορά του και τα λόγια του – αυτόν τον μεγάλο εσωτερικό πόνο, δηλαδή τα συμπτώματα της κατάθλιψης, διαφέρουν σε κάθε άτομο και μπορεί να είναι ακόμα και διαμετρικά αντίθετα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Σε γενικές γραμμές, θα δούμε έναν άνθρωπο που, είτε συγκινείται πολύ εύκολα και με το παραμικρό ερέθισμα, είτε αδυνατεί πλήρως να κλάψει. Υπάρχει μία διαρκής κούραση και εξάντληση, ειδικά τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ημέρας δυσκολεύεται να θυμηθεί, να σκεφτεί, να πάρει αποφάσεις, να συγκεντρωθεί, να δράσει, να πάρει πρωτοβουλίες, να προγραμματίσει για το μέλλον – ακόμα κι αν αυτό αφορά το τι θα φορέσει αύριο στη δουλειά, ή τι θα μαγειρέψει για το σπίτι. Ο ύπνος είναι κακός: μπορεί να διαταράσσεται από όνειρα και σκέψεις, να υπάρχει αϋπνία ή και το αντίθετό της, να κοιμάται ασυνήθιστα πολλές ώρες («βρίσκω καταφύγιο στον ύπνο», «θέλω να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ποτέ»). Κυρίαρχη είναι η αίσθηση της ματαιότητας, ενός απέραντου κενού, όπου τίποτα στη ζωή δεν έχει πλέον νόημα και καμία χαρά δεν είναι ικανή να προκαλέσει το ενδιαφέρον του. Κυριαρχεί μία μόνιμα υφέρπουσα ανηδονία, που εκδηλώνεται με την πλήρη αδιαφορία για οτιδήποτε θετικό μπορεί να υπάρχει στη ζωή του: τα παιδιά του, μία όμορφη ημέρα, μία συνάντηση με φίλους, ένα τραγούδι, μία ωραία ταινία – όλα παρακάμπτονται, είναι ανούσια. «Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατελείωτες ώρες της ημέρας», γράφει χαρακτηριστικά η Πηνελόπη Δέλτα στο Παραμύθι χωρίς Όνομα. Η κατάθλιψη, αυτή η «ανικανότητα σύλληψης κάποιου μέλλοντος», σύμφωνα με τον R. May, αδειάζει κυριολεκτικά τον άνθρωπο από αυτή την ζωτική ορμή για ζωή, που μας κάνει να προσανατολιζόμαστε στο μέλλον. Ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη αναμασά γεγονότα του παρελθόντος, κατηγορεί τον εαυτό του για το οτιδήποτε του έχει συμβεί, έχει έντονες τύψεις, νιώθει άχρηστος, ανίκανος, αποτυχημένος, «ένα τίποτα, ένα σκουπίδι». Παύει να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή του, την υγιεινή του, το σώμα του. Αδιαφορεί πλήρως για οτιδήποτε απολάμβανε μέχρι πρότινος. Η σεξουαλική διάθεση και επιθυμία είναι ελαττωμένη ή και μηδενική.  Αυτή η αίσθηση της ματαιότητας, του εσωτερικού κενού, η έλλειψη αυτοεκτίμησης και ο μόνιμος εσωτερικός πόνος, μπορεί τελικά να οδηγήσουν (σε βαριές περιπτώσεις) σε αυτοκαταστροφικές ιδέες και συμπεριφορές. «Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου, σαν άστρο φλογερό στον άξονά του, δε νιώθω πια να ζει παρά το Νου μου, στην Απεραντοσύνη του Θανάτου», γράφει ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης στο ποίημα Θάνατος. Ιδέες αυτοκτονίας καταλαμβάνουν τα 2/3 των ανθρώπων με κατάθλιψη, ενώ ένα ποσοστό 10-15 % θα επιχειρήσει απόπειρα αυτοκτονίας.

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κλινική εικόνα της κατάθλιψης δεν είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Έτσι, πολλές φορές δεν θα συναντήσουμε αυτή την εικόνα της βαθιάς μελαγχολίας, αλλά έναν άνθρωπο που ζει και εργάζεται κανονικά, χωρίς να δείχνει τίποτα στο περίγυρό του: μία μάσκα κρύβει επιμελώς την εσωτερική του απόγνωση. Άλλες φορές εκδηλώνεται με έντονη σωματοποίηση των συμπτωμάτων: πονοκέφαλοι, πόνοι στο στομάχι, ταχυκαρδίες, ζαλάδες, διάφοροι άλλοι πόνοι στο σώμα, έντονη εφίδρωση, είναι ορισμένα μόνο στοιχεία που μπορεί να υποδηλώνουν ένα βαρύτατο και δυσβάσταχτο εσωτερικό άγχος και μία τεράστια, ανείπωτη αγωνία. Άλλες πάλι φορές, εκδηλώνεται μέσα από την συμπεριφορά ενός ανθρώπου που κάνει κατάχρηση ουσιών ή/και οινοπνεύματος, που προβαίνει σε παρορμητικές ενέργειες υψηλού κινδύνου, είναι εξαιρετικά ευερέθιστος και σε μόνιμο εκνευρισμό.

Η Κατάθλιψη στα Δύο Φύλα

Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε πως η κατάθλιψη είναι κυρίως «γυναικεία» υπόθεση. Αυτό οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το γεγονός πως οι γυναίκες μιλούν ευκολότερα για τα συναισθήματά τους, αναζητούν πιο εύκολα την βοήθεια ενός ειδικού και, γενικότερα, είναι σε μεγαλύτερη επαφή με τον εσωτερικό ψυχισμό τους. Πρόσφατες έρευνες όμως έδειξαν πως άνδρες και γυναίκες υποφέρουν εξίσου από την κατάθλιψη, με τα ποσοστά να είναι περίπου ίδια και για τα δύο φύλα. Το πρόβλημα, όσον αφορά την κατάθλιψη στους άνδρες, είναι πως σπανίως αναγνωρίζεται εγκαίρως από τους ίδιους, την οικογένεια ή τους γιατρούς και τους ειδικούς ψυχικής υγείας, διότι συγκαλύπτεται κάτω από άλλες καταστάσεις και άλλου είδους συμπτωματολογία σε σχέση με αυτή που παρατηρείται στις γυναίκες. Έτσι, ενώ στις γυναίκες κυριαρχούν τα συμπτώματα της μελαγχολίας και της δυσθυμίας, στους άνδρες παρατηρούνται συμπεριφορές όπως κατάχρηση οινοπνεύματος ή άλλων ουσιών, εκνευρισμός και ευερεθιστότητα, προβλήματα με τη δουλειά, θυμός και επικίνδυνες ή ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Μάλιστα, πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα επισημαίνουν αναφορικά με την σεξουαλική επιθυμία ότι πολλές φορές, οι άνδρες με κατάθλιψη μπορεί να έχουν την ίδια ή και μεγαλύτερη συχνότητα σεξουαλικών επαφών, με τη διαφορά ότι δεν αντλούν από αυτές την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση που αντλούσαν στο παρελθόν.

Όσον αφορά τον αυτοκτονικό ιδεασμό και εδώ παρατηρείται μία αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων: Ενώ είναι τρεις φορές περισσότερες οι γυναίκες από τους άνδρες που θα επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν, είναι τέσσερις φορές περισσότεροι οι άνδρες από τις γυναίκες που τελικά θα επιτύχουν στην απόπειρα αυτοκτονίας. Κι αυτό διότι, οι περισσότεροι άνδρες που αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν επιλέγουν πιο «αποτελεσματικούς και δραστικούς» τρόπους αυτοκτονίας, όπως ο αυτοπυροβολισμός ή ο απαγχονισμός, ενώ οι γυναίκες επιλέγουν λιγότερο δραστικά μέσα, όπως η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας χαπιών.

Τα Αίτια της Κατάθλιψης

Τα αίτια της κατάθλιψης είναι μία μεγάλη θεματική που υπερβαίνει τα όρια και τον σκοπό του παρόντος κειμένου. Χάρην συντομίας ας περιοριστούμε στο γεγονός πως δεν υπάρχει ένα και μοναδικό, συγκεκριμένο και απτό, αίτιο που να εξηγεί πλήρως την εμφάνιση της κατάθλιψης σε έναν άνθρωπο. Μεταξύ των πολυάριθμων παραγόντων που συμμετέχουν στην εκδήλωση της νόσου συναντάμε παράγοντες γενετικούς (κληρονομικότητα), βιολογικούς (προϋπάρχουσες ασθένειες που μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη, κάποια φάρμακα που λαμβάνει το άτομο για προβλήματα της υγείας του, κατάχρηση οινοπνεύματος ή ναρκωτικών ουσιών, αλλά και ο ρόλος συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο) και ψυχοκοινωνικούς (απώλειες κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, όπως κακοποίηση ή θάνατος γονέα, αγχογόνα γεγονότα της ζωής, όπως η ανεργία ή το διαζύγιο, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα του ανθρώπου), που ενθαρρύνουν ή εμπλέκονται στην εμφάνιση κατάθλιψης.

Αντιμετώπιση και Θεραπεία

Η κατάθλιψη είναι μία ψυχική νόσος που θεραπεύεται. Οι θεραπείες που διατίθενται σήμερα είναι πολλές και προέρχονται τόσο από τον χώρο της ιατρικής και της φαρμακολογίας, όσο και από τον χώρο της ψυχοθεραπείας. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση που θα γίνει για την κατάσταση του πάσχοντα. Η σύγχρονη τάση είναι υπέρ της συνδυαστικής χρήσης φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας. Η φαρμακευτική αγωγή θα βοηθήσει στην άμεση ανακούφιση του ανθρώπου από τα συμπτώματα και στην κινητοποίησή του, προκειμένου να φθάσει στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή, όπου θα επιχειρηθεί η εις βάθος διερεύνηση των αιτιών που οδήγησαν τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και η υιοθέτηση αποτελεσματικότερων τρόπων διαχείρισης των προβλημάτων της ζωής. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία, παίζει το οικείο περιβάλλον του πάσχοντα, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από υποστήριξη, αγάπη, ενδιαφέρον, καλή γνώση γύρω από την φύση και τη θεραπεία της κατάθλιψης και στενή συνεργασία με τους ειδικούς της θεραπευτικής ομάδας.

Δυστυχώς, δύο στους τρεις ανθρώπους που τελικά αυτοκτονούν, φαίνεται πως έχουν συμβουλευτεί κάποιο γιατρό μέσα στον προηγούμενο μήνα για κάποιο σωματικό του σύμπτωμα, ενώ ένας στους δύο έχει μιλήσει στο περιβάλλον του για την πρόθεσή του την εβδομάδα που προηγήθηκε της απόπειρας. Τι συνέβη; Γιατί δεν διερευνήθηκε περισσότερο το αίτημά τους, ανεξαρτήτως της μορφής που αυτό είχε; Δεν τους πήραν «στα σοβαρά», θεωρώντας πως απλώς ειπώθηκε κάτι πάνω στη συζήτηση; Ή μήπως θεώρησαν πως το λέει «έτσι» και πώς δεν πρόκειται να προχωρήσει στην πράξη; Πολλές οι πιθανές απαντήσεις και μάταιη η αναζήτηση «ενόχου». Εκείνο που είναι σημαντικό και οφείλουμε να κρατήσουμε από αυτά τα στατιστικά στοιχεία είναι πως, πολύ συχνά υπάρχει μία νύξη, μία φράση, μία ένδειξη ότι ο άνθρωπός μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Ίσως είναι ο τρόπος που επιλέγει για να ζητήσει βοήθεια. Ας είμαστε λοιπόν ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα άρρητα μηνύματα που δεχόμαστε κι ας είμαστε ανοιχτοί στο να ρωτήσουμε ευθέως τον άλλο αν κάνει τέτοιες σκέψεις. Σε τελική ανάλυση, ποτέ δεν παίρνουμε ελαφρά τη καρδία την νύξη που μας κάνει ένας άνθρωπος ότι σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Καλύτερα να αποδειχθεί ότι έχουμε κάνει λάθος, παρά να αφήσουμε έναν άνθρωπο να τερματίσει τη ζωή του.

Τι συμβαίνει στη χώρα μας;

Ακόμα κι αν υποστήριζε κανείς πως η οικονομική κρίση δεν έχει καμία άμεση και ευθεία σχέση με την κατάθλιψη και τον αριθμό των αυτοκτονιών, είναι αδύνατον να παραγνωρίσουμε τα αυξανόμενα ποσοστά αυτοκτονιών στην χώρα μας τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς και την αυξανόμενη επίπτωση της κατάθλιψης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Η οικονομική κρίση διαμορφώνει τις συνθήκες, οι οποίες ευνοούν την ανάδυση συναισθημάτων απόγνωσης, απαισιοδοξίας, θλίψης, αδιεξόδου, χαμηλής αυτοεκτίμησης και αβοηθησίας. Αυτές οι συνθήκες, σε συνδυασμό με τους άλλους βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες, που προαναφέρθηκαν, αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, τα δραστικά οικονομικά μέτρα που λήφθηκαν (και λαμβάνονται ακόμα), συνοδεύονται από μεγάλες περικοπές σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιας υγείας, αφήνοντας ακάλυπτο και χωρίς επαρκή φροντίδα υγείας (σωματικής και ψυχικής) μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ειδικά ανθρώπους που ανήκουν στις «ευάλωτες» κοινωνικές ομάδες. Επιστρέφοντας στο θέμα της κατάθλιψης στους άνδρες, αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η οικονομική κρίση που βιώνουμε στη χώρα μας, κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στην εργασιακή ασφάλεια ανδρών ηλικίας 35-50 ετών. Ενώ ένας νεότερος άνδρας πιθανώς να έχει κάποια δυνατότητα να σχεδιάσει με έναν άλλο τρόπο το μέλλον του, ένας άνδρας ηλικίας 40 ετών, που ίσως έχει ήδη οικογένεια και έκανε πρόσφατα οικονομικά «ανοίγματα» προκειμένου να διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ζωής για τον ίδιο και την οικογένειά του, νιώθει σήμερα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Αυτό και μόνο αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιβάρυνσης της ψυχικής του υγείας. Αν σε αυτό προσθέσουμε την σημασία που έχει η εργασία για τον άνδρα, ως στοιχείο ταυτότητας, κοινωνικής θέσης και αυτοεικόνας, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε σε τι βαθμό έχει πληγεί ψυχικά ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μας που, ούτως ή άλλως, φαίνεται να εκφράζει με διαφορετικό τρόπο την καταθλιπτική του κατάσταση.

Στο παρόν κείμενο επιλέχθηκε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην εικόνα που παρουσιάζει ένας άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη, παρά στην τυπολογία της νόσου, τα αίτια και τις εναλλακτικές θεραπείες. Με δεδομένη την αυξανόμενη επίπτωση της κατάθλιψης στη χώρα και τα αυξανόμενα περιστατικά επιτυχημένων και μη αποπειρών αυτοκτονίας, είναι πιο σκόπιμη η ευαισθητοποίησή μας στον έγκαιρο εντοπισμό των ανησυχητικών ενδείξεων, παρά η γενικότερη ενημέρωση για τα είδη, τις αιτίες ή τις θεραπείες που προσφέρονται για την κατάθλιψη. Αυτό, άλλωστε, είναι θέμα της ομάδας των ειδικών που θα αναλάβουν τη διάγνωση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Για περισσότερες πληροφορίες, οδηγίες και συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ www.epipsi.gr), την Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη (1034), ή κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο/ψυχοθεραπευτή ή ψυχίατρο).

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία και Πηγές:

American Association of Suicidology, «Facts about Suicide and Depression», διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.suicidology.org/c/document_library/get_file?folderId=232&name=DLFE-157.pdf

David Stuckler, Sanjay Basu, Marc Suhrcke, Adam Coutt, & Martin McKee (2009) The public health effect of economic crises and alternative policy responses in Europe: an empirical analysis, The Lancet, Vol. 374, Issue 9686, 315-323.

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Lisa A. Martin, Harold W. Neighbors, & Derek M. Griffith (2013) The experience of symptoms of depression in men vs women, JAMA Psychiatry, 70 No.10, 1100-1106.

National Institute for Health and Clinical Excellence, Depression in Adults (update). National Clinical Practice Guideline 90, Final Version, October 2009.

Singleton, N., & Lewis, G., eds. (2003) Better Or Worse: A Longitudinal Study Of The Mental Health Of Adults In Great Britain, National Statistics. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://webarchive.nationalarchives.gov.uk/20130107105354/http://www.dh.gov.uk/prod_consum_dh/groups/dh_digitalassets/@dh/@en/documents/digitalasset/dh_4060694.pdf

Schrijvers DL, Bollen J, & Sabbe BG. (2012) The gender paradox in suicidal behavior and its impact on the suicidal process. Journal of Affective Disorders 138 (1-2): 19–26.

World Health Organization, Department of Mental Health and Substance Dependence, «Gender Disparities in Mental Health». Διαθέσιμο στη διεύθυνση:  http://www.who.int/mental_health/media/en/242.pdf

Nancy McWilliams. Ψυχαναλυτική Διάγνωση, εκ. ΙΨΥ, 2012.

Ζερβής, Χρήστος. Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα, εκδ. Ηλεκτρονικές Τέχνες, 2003.

Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος ΙΙI, Επεισόδια Υπερφαγίας και Συναισθηματική Πείνα

Image

Η τρίτη και τελευταία μορφή σοβαρής διαταραχής στην πρόσληψη της τροφής είναι τα επεισόδια υπερφαγίας, ή «καταναγκαστική υπερφαγία» (binge-eating disorder). Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες διάφορων τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και / ή ζάχαρη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1 -2 ώρες), νιώθοντας ταυτόχρονα εκτός ελέγχου και πλήρη αδυναμία να σταματήσει να τρώει. Τα επεισόδια μπορεί να επανέρχονται μία φορά την εβδομάδα, ή μπορεί να σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρά τα πολλά κοινά γνωρίσματα που φέρει η καταναγκαστική υπερφαγία με την ψυχογενή βουλιμία, η πυρηνική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα επεισόδια υπερφαγίας δεν συνοδεύονται από «αντισταθμιστικές» συμπεριφορές, όπως εμετός ή χρήση καθαρτικών.

Για τον εξωτερικό παρατηρητή ίσως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στο περιστασιακό επεισόδιο υπερφαγίας, την συναισθηματική πείνα και την καταναγκαστική υπερφαγία. Άλλωστε, πολλοί άνθρωποι τρώνε κάποιες φορές μεγάλες ποσότητες φαγητού, ή επιζητούν διακαώς ένα συγκεκριμένο γλυκό που «λαχτάρισαν», ή απλούστατα, χωρίς να πεινάνε ανοίγουν το ψυγείο για να φάνε. Στην καταναγκαστική υπερφαγία, συναισθήματα και συμπεριφορές αυτού του είδους συνυπάρχουν σε ακραίο βαθμό. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μυστικότητα, αφού το άτομο τρώει συνήθως κρυφά από τους άλλους, νιώθοντας ντροπή για τις ποσότητες που καταναλώνει. Το άτομο ασχολείται και εδώ σε μεγάλο βαθμό με το βάρος και την εικόνα του σώματός του, διατηρώντας ως επί το πλείστον αρνητικά συναισθήματα για τα κιλά του και το σώμα του. Επιπλέον, τα επεισόδια υπερφαγίας σημειώνονται συνήθως σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης: η απογοήτευση, ο θυμός, μία στενοχώρια, το έντονο άγχος, ενοχές, η έλλειψη αυτό-εκτίμησης, κλπ, οδηγούν το άτομο σε μία κατάσταση όπου «τρώει τα συναισθήματά του» αντί να τους επιτρέψει να εκφραστούν ανοιχτά. Τα επεισόδια υπερφαγίας δεν είναι στιγμιότυπα απόλαυσης για το άτομο. Την ίδια στιγμή που τρώει ανεξέλεγκτα, νιώθει ντροπή για την αδυναμία του να σταματήσει. Και μόλις τελειώσει το επεισόδιο, οι τύψεις, η ντροπή και η αποστροφή για αυτό που έκανε επανεμφανίζονται, συντηρώντας και διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο αυτής της διαταραγμένης, συναισθηματικής σχέσης με το φαγητό.

Παρ’ ότι φαινομενικά η καταναγκαστική υπερφαγία δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του ατόμου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ψυχογενή ανορεξία), τα προβλήματα που προκαλεί στην υγεία του πάσχοντα είναι πολύ σοβαρά και είναι αυτά που συνδέονται άμεσα με την παχυσαρκία. Εξάλλου, οι περισσότεροι άνθρωποι με προβλήματα επεισοδιακής υπερφαγίας είναι και παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Μεταξύ των οργανικών και ψυχολογικών προβλημάτων που συνδέονται με την καταναγκαστική υπερφαγία και την παχυσαρκία είναι ο διαβήτης, η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, καρδιοπάθεια, κατάθλιψη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός. Δυστυχώς, επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν πλήττεται άμεσα η ποιότητα της ζωής και η λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινότητά του, σπανίως ζητείται βοήθεια για την επίλυση του προβλήματος. Μόνο όταν αποδιοργανωθεί πλήρως η ζωή του και το άτομο συνειδητοποιήσει πως η υπερφαγία αποτελεί πλέον το κυρίαρχο μοτίβο διατροφής στην καθημερινότητά του, θα αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Μελετώντας προσεκτικά τα επεισόδια υπερφαγίας, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο μεγάλο θέμα της συναισθηματικής πείνας. Σε αντίθεση με την βιολογική πείνα, η συναισθηματική πείνα είναι μία ισχυρή παρόρμηση (ή λαχτάρα) για πολύ συγκεκριμένες τροφές (πλούσιες σε λιπαρά ή / και ζάχαρη, ή αυτό που στα αγγλικά ονομάζουμε comfort foods), που προκύπτει ξαφνικά και μας κάνει να τρώμε μηχανικά και απερίσκεπτα, χωρίς να συνειδητοποιούμε το πόσο έχουμε τελικά φάει. Ενώ η βιολογική πείνα ξεκινάει από το στομάχι, επέρχεται σταδιακά και μπορεί να ικανοποιηθεί και με ένα μήλο, η συναισθηματική πείνα δεν συνοδεύεται από αίσθημα κορεσμού, ενώ ταυτόχρονα μας κάνει να νιώθουμε ενοχές και ντροπή, επειδή κατά βάθος γνωρίζουμε ότι με τις τροφές που μόλις καταναλώσαμε δεν κάνουμε καλό στο σώμα μας. Φυσικά όλοι μας έχουμε κατά καιρούς ενδώσει λίγο- πολύ στην συναισθηματική πείνα μας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως, ως παιδιά, μεγαλώνουμε με επιβραβεύσεις και μέσα παρηγοριάς που σχετίζονται με το φαγητό: η πρώτη τροφή του ανθρώπου, που έρχεται να κατευνάσει την πρωταρχική αιτία δυσφορίας του ως νεογέννητου, είναι η γλυκιά γεύση του μητρικού γάλακτος. Και μέχρι τους τέσσερις περίπου πρώτους μήνες της ζωής μας, προτιμούμε τη γλυκιά του γεύση από το σκέτο νερό. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής μας η σοκολάτα, η κρέμα βανίλια, ένα «απαγορευμένο» σνακ, ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα περιποιημένο γλυκό ή και ένα ολόκληρο τραπέζι γεμάτο λιχουδιές, αποτελούν μορφές επιβράβευσης και αναγνώρισης μίας προσπάθειάς μας, συνοδεύουν τα γενέθλια και τις γιορτές μας και είναι κυρίαρχες μορφές περιποίησης και εκδήλωσης της αγάπης μας για τους καλεσμένους μας, που χρησιμοποιούνται για να τους δείξουμε πόσο ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για αυτούς.

Οπωσδήποτε το να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσον παρηγοριάς και μείωσης της συναισθηματικής μας έντασης έχει ένα -βραχύβιο και πλασματικό- αποτέλεσμα, αφού καταφέρνουμε να μειώσουμε την ένταση και να νιώσουμε μία συναισθηματική ανακούφιση. Αυτό όμως είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο πρόβλημα. Διότι, διαμέσου της επανάληψης, μαθαίνουμε να «τρώμε» τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας, αντί να τα εκφράζουμε και να τα επεξεργαζόμαστε με ευθύτητα και ειλικρίνεια.

Από την άλλη πλευρά, από μικρή ηλικία μάς μαθαίνουν ότι ο έλεγχος είναι «καλό» πράγμα και η απώλεια του ελέγχου «κακό». Έτσι, μεγαλώνουμε θεωρώντας πως είναι αδιανόητο και κατακριτέο το να χάσουμε τον έλεγχο σε κάποια πτυχή της ζωής μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως, στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να ελέγξουμε τα πάντα. Ακριβώς επειδή θεωρούμε πως έχουμε τον έλεγχο, αναζητάμε όλο και πιο συχνά την επαφή μας με το φαγητό (εν προκειμένω, γιατί μπορεί αντ’ αυτού να είναι π.χ. το οινόπνευμα ή κάτι άλλο στο οποίο χάνουμε τον έλεγχο) ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι πράγματι το ελέγχουμε. Στην πορεία του χρόνου, η επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση της συναισθηματικής πείνας διαμέσου του φαγητού και η εδραιωμένη πεποίθηση του απόλυτου ελέγχου, συμβάλλουν στην εδραίωση ενός διατροφικού μοτίβου που στηρίζεται στην υπερφαγία.

Η καταναγκαστική υπερφαγία είναι ίσως η πιο συχνά παρατηρούμενη μορφή διατροφικής διαταραχής. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας στους 35 ενήλικες εμφανίζει συστηματικά επεισόδια υπερφαγίας, γεγονός που μεταφράζεται σε ποσοστό 3% – 5% των γυναικών και 2% των ανδρών. Είναι επίσης η μορφή διατροφικής διαταραχής που εμφανίζει αυξημένη συχνότητα μεταξύ των ανδρών, αφού σύμφωνα με υπολογισμούς, το 40% των ατόμων που πάσχουν από καταναγκαστική υπερφαγία είναι άνδρες. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για τη χώρα μας.

Όπως και στις άλλες διαταραχές της διατροφής, κεντρική προϋπόθεση για να αναζητήσουμε βοήθεια είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε λίγο τον εαυτό μας και να σκεφτούμε πάνω στη συμπεριφορά μας. Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε αυτή την ακατανίκητη παρόρμηση να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες φαγητού, ας κάνουμε μία παύση για να αναρωτηθούμε: «Γιατί θέλω να φάω; Τι θέλω να αποσιωπήσω ή να αποφύγω με το φαγητό; Μήπως θέλω να «γεμίσω» κάποιο συναισθηματικό κενό μου; Και ποιο είναι αυτό;» Μπορούμε επίσης να δοκιμάσουμε κάτι άλλο: Αντί να σπεύσουμε στο ψυγείο, το ντουλάπι ή στο κοντινό μας περίπτερο, ας δώσουμε πρώτα στον εαυτό μας ένα λεπτό – τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ένα ζεστό μπάνιο, ένα τηλέφωνο σε έναν φίλο ή φίλη μας, ένα ωραίο τραγούδι, μία σύντομη βόλτα, λίγο παιχνίδι με το κατοικίδιό μας, πέντε λεπτά με το παιδί μας, ίσως σταθούν ικανά να ικανοποιήσουν την συναισθηματική μας ανάγκη και να μετριάσουν την παρόρμησή μας να φάμε. Οπωσδήποτε οι απαντήσεις δεν θα έρθουν αυτόματα, ούτε θα επιτύχουμε με την πρώτη φορά – θέλει επιμονή και προσπάθεια για να αρχίσει να σπάει ένας κύκλος μαθημένης συνήθειας και θέλει  εξειδικευμένη βοήθεια το να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να επεξεργαζόμαστε ανοιχτά τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας. Όμως κάθε αρχή είναι μία καλή αρχή. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να προσπαθήσουμε για να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσο αποσιώπησης των συναισθημάτων μας και να το φέρουμε στη θέση όπου πραγματικά ανήκει: ένα απαραίτητο μέσον για την επιβίωσή μας και μία απενεχοποιημένη και καθόλου απαγορευμένη πηγή απόλαυσης για εμάς και τους αγαπημένους μας.

[Στην Ελλάδα, εκτός από την μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr) και το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/), μπορείτε να αναζητήσετε βοήθεια και στους Ανώνυμους Υπερφάγους (http://www.anonymoi-yperfagoi.com/). ]

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Marcus,M. D., Wing,R. R. & Hopkins,J. (1988). Obese binge eaters: Affect, cognitions, and response to behavioral weight control. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 55, 433-439.

Eldredge, K. L. and Agras, W. S. (1996), Weight and shape overconcern and emotional eating in binge eating disorder. International Journal of Eating Disorders, 19: 73–82.

Crow S.J., Peterson C.B., Swanson S.A., Raymond N.C., Specker S., Eckert E.D., Mitchell J.E. (2009) Increased mortality in bulimia nervosa and other eating disorders, American Journal of Psychiatry, 166(12) 1342-6.

Bruce, B. & Agras, W. S. (1992). Binge eating in females: A population-based investigation, International Journal of Eating Disorders, 12, 365-374.

Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος ΙI, Ψυχογενής Βουλιμία

Image

«Όταν με πιάνει η βουλιμία, παίρνω και τρώω ό,τι βρω μπροστά μου. Τρώω ασταμάτητα μέχρι που δεν μπορώ άλλο, και πρέπει να κάνω εμετό για να μη σκάσω. Όμως, δεν τρώω επειδή πεινάω. Ποτέ δεν έχω φάει επειδή πεινούσα. Δεν τρώω φαΐ. Τρώω χαρά. Τρώω αγάπη. Όσα δε χόρτασα ποτέ τρώω. Σε όλη μου τη ζωή, δεν χόρτασα ποτέ ζωή… Δεν χόρτασα ζωή.» *

Αν φανταστούμε τις διαταραχές πρόσληψης της τροφής ως ένα νόμισμα, του οποίου η μία όψη είναι η ψυχογενής ανορεξία, τότε στην άλλη του όψη θα συναντήσουμε την ψυχογενή βουλιμία. Παρ’ ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι μπορεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσουν το φαγητό για να ικανοποιήσουν την συναισθηματική πείνα τους, η κατάσταση που κυριαρχεί στην ψυχογενή βουλιμία είναι τελείως διαφορετική: εδώ η υπερφαγία είναι σχεδόν καταναγκαστική και συνοδεύεται από συμπεριφορές αυτό-τιμωρίας, προκειμένου το άτομο να «επανορθώσει» για το κακό που θεωρεί πως έκανε. Παρ’ ότι σε επίπεδο συμπεριφοράς η ανορεξία και η βουλιμία διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, στον πυρήνα και των δύο κρύβονται ακραίες σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα αναφορικά με την αυτοεικόνα, το βάρος και το φαγητό.

Τι Είναι η Ψυχογενής Βουλιμία;

Η ψυχογενής βουλιμία (ή απλώς «βουλιμία») είναι μία σοβαρή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από συχνά και επαναλαμβανόμενα επεισόδια ακατάσχετης και υπερβολικής λήψης τροφής (υπερφαγία), συνοδευόμενα από ακραίες προσπάθειες απαλλαγής από το φαγητό, ώστε να μην πάρει το άτομο βάρος. Η ζωή γίνεται μία διαρκής πάλη ανάμεσα στην επιθυμία του ατόμου να χάσει βάρος ή να παραμείνει αδύνατο, και στην ακατανίκητη παρόρμησή του να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες τροφής. Παρ’ ότι δεν θέλει να ενδώσει στην παρόρμηση αυτή, γνωρίζοντας πως μετά το επεισόδιο θα νιώθει ντροπή και ενοχές, το άτομο υποκύπτει ξανά και ξανά. Μετά το τέλος του επεισοδίου υπερφαγίας είναι τέτοιες οι ενοχές και ο πανικός του ατόμου για τις συνέπειες που το φαγητό θα έχει για το βάρος του, που επιδίδεται σε δραστικά μέτρα «επανόρθωσης», όπως χρήση καθαρτικών ή διουρητικών, πρόκληση εμετού, έντονη και πολύωρη γυμναστική ή ακραίες δίαιτες.

Ορισμένες φορές, η ψυχογενής βουλιμία ξεκινάει με αφορμή κάποια αυστηρή δίαιτα που κάνει το άτομο. Σε ένα 15% των περιπτώσεων, ακολουθεί την ψυχογενή ανορεξία. Σε κάθε περίπτωση, το «απαγορεύεται να φας» που λέει με αυστηρό τρόπο στον εαυτό του το άτομο, προκαλεί μία διαρκή και έντονη ενασχόληση με το φαγητό. Όσο περισσότερο στερείται το άτομο αγαπημένες τροφές και όσο περισσότερο φθάνει το σώμα του σε κατάσταση νηστείας, τόσο περισσότερο ο οργανισμός αντιδράει με μία ισχυρή λαχτάρα για τροφή. Η στέρηση, η ένταση και η καταπίεση, που επιβάλλει το άτομο στον εαυτό του σε συνδυασμό με άλλους, ψυχολογικούς κυρίως, παράγοντες εντείνονται, με αποτέλεσμα να εντείνεται μαζί τους και η λαχτάρα για φαγητό. Ένα ολίσθημα, μία μικρή δαγκωματιά από «αυτή την σοκολάτα», αλλά και ένα συναισθηματικά στρεσογόνο γεγονός στο περιβάλλον του, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την ολική παράδοση του ατόμου, που σκέφτεται με όρους «μαύρο-άσπρο»: «αφού έφαγα μία δαγκωματιά, τα κατέστρεψα όλα και δεν έχει νόημα πια να αντιστέκομαι», «έφαγα το απαγορευμένο, κατέστρεψα τη δίαιτα» ή «είμαι άχρηστος, δεν αξίζω τίποτα». Στη διάρκεια ενός επεισοδίου υπερφαγίας το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και θερμίδες, μέσα σε ένα αναλογικά μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να λάβει 5.000 θερμίδες τρώγοντας σοκολάτες, μπισκότα, γλυκές ή/και αλμυρές τροφές μέσα σε λιγότερο από μία ώρα. Στη διάρκεια ενός τέτοιου επεισοδίου το άτομο αδυνατεί να σταματήσει να τρώει, καταναλώνει τις τροφές πολύ γρήγορα, ακατάστατα και κρυφά από τους άλλους, ενώ σταματάει μόνο όταν νιώσει αρρωστημένα χορτάτο. Η συχνότητα αυτών των επεισοδίων κυμαίνεται από δύο φορές την εβδομάδα έως και πολλές φορές μέσα στην ίδια ημέρα. Φυσικά, η όποια ανακούφιση μπορεί να φέρνει στο άτομο η υπερκατανάλωση αυτών των τροφών, δεν είναι παρά βραχύβια. Κι αυτό διότι αμέσως μετά, το άτομο κατακλύζεται από συναισθήματα ντροπής, ενοχής και αυτό-υποτίμησης. Το «δεν αξίζω τίποτα» επανέρχεται ως αυτό-μομφή για την απώλεια ελέγχου και την κατανάλωση όλων αυτών των «κακών, απαγορευμένων» τροφών. Για να επαναφέρει την αίσθηση του αυτό-ελέγχου, το άτομο αναζητά τρόπους «επανόρθωσης»: πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών ή διουρητικών, έντονη και πολύωρη άσκηση, ή ακραία δίαιτα, που αγγίζει την νηστεία.

Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο: οι όποιες προσπάθειες κάνει το άτομο για να «επανορθώσει», το μόνο που καταφέρνουν είναι να ανοίξουν και πάλι τον ίδιο κύκλο: στέρηση – υπερφαγία-αυτομομφές-εμετός/δίαιτα/καθαρτικά. Και κάθε φορά που ξεκινάει μία νέα δίαιτα, κάθε φορά που υπόσχεται στον εαυτό του ότι «εντάξει, ήταν η τελευταία φορά, από εδώ και πέρα θα προσέχω», βαθιά μέσα του γνωρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει εμετό ή να χρησιμοποιήσει καθαρτικά προκειμένου να «διορθώσει» τυχόν παρεκκλίσεις του.

Ενδείξεις και Συμπτώματα της Ψυχογενούς Βουλιμίας

Όπως και στην ανορεξία, έτσι και εδώ το περιβάλλον του ατόμου είναι δύσκολο να διαγνώσει εγκαίρως την ύπαρξη ενός τέτοιου προβλήματος. Το άτομο τρώει κρυφά, αγοράζει τα τρόφιμα από διαφορετικά καταστήματα για να μην υποψιαστούν ούτε οι ταμίες κάτι, εφευρίσκει τρόπους για να μην αντιληφθούν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ότι κάνει εμετούς ή ότι χρησιμοποιεί καθαρτικά, διατηρεί ένα σχετικά φυσιολογικό βάρος, αντικαθιστά τα τρόφιμα που καταναλώνει με άλλα, κλπ. Η γενική εικόνα της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου που πάσχει από ψυχογενή βουλιμία φέρει τα ακόλουθα γνωρίσματα:

–          Μυστικότητα γύρω από οτιδήποτε αφορά το φαγητό: πηγαίνει στην κουζίνα αργά το βράδυ όταν όλοι κοιμούνται, δεν τρώει μπροστά σε άλλους, πηγαίνει μοναχό στο σούπερ-μάρκετ.

–          Καταναλώνει ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες τροφών χωρίς εμφανείς αλλαγές στο βάρος.

–          Ακραίες εναλλαγές υπερφαγίας-νηστείας: σπανίως θα φάει ένα κανονικό γεύμα. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το φαγητό έχει τη μορφή «όλα ή τίποτα».

–          Απουσία αυτό-ελέγχου στην κατανάλωση φαγητού: αδυνατεί να σταματήσει να τρώει, συνεχίζει μέχρι να νιώσει άρρωστο από την υπερφαγία.

–          Χρήση διουρητικών, καθαρτικών, ή υπερβολική άσκηση: συνήθως αμέσως μετά το φαγητό. Μπορεί επίσης να περνάει πολλές ώρες στη σάουνα, ώστε να χάσει βάρος διαμέσου της εφίδρωσης.

–          Επισκέπτεται την τουαλέτα στη διάρκεια του γεύματος ή αμέσως μετά: στόχος εδώ είναι η πρόκληση εμετού. Η όποια οσμή στο άτομο ή τον χώρο καλύπτεται με καραμέλες, στοματικά διαλύματα, τσίχλες και αποσμητικά χώρου.

–          Σημάδια στις αρθρώσεις των δαχτύλων, τα δάχτυλα και τις παλάμες, που προκαλούνται από την προσπάθεια του ατόμου να προκαλέσει εμετό.

–          Συχνές αυξομειώσεις στο βάρος, που προκαλούνται από τις εναλλαγές δίαιτας/ εμετού και υπερφαγίας.

–          Διατήρηση φυσιολογικού ή ελαφρώς αυξημένου βάρους: οι άνθρωποι που πάσχουν από βουλιμία έχουν συνήθως ένα κανονικό βάρος ή κάποια κιλά παραπάνω από αυτό. Σε περίπτωση που έχουμε πολύ χαμηλό σωματικό βάρος συνοδευόμενο από εμετούς ή χρήση καθαρτικών, ενδεχομένως να μιλάμε για βουλιμικό τύπο ανορεξίας.

–          Δυσχρωμίες στα δόντια, που προκαλούνται από τα οξέα του στομάχου που έρχονται σε επαφή με τα δόντια στη διάρκεια των εμετών.

Ποια είναι τα αίτια της Ψυχογενούς Βουλιμίας;

«Δε νιώθω καλά με το σώμα μου. Κάποιος μέσα μου με επικρίνει συνέχεια για το πώς είμαι. Κι εγώ προσέχω συνέχεια, όλο αγωνία, τι τρώω, πώς φαίνομαι. Αλλά κάθε τόσο πέφτω με τα μούτρα και τρώω ό,τι βρω. Γλυκά κυρίως. Τρώω μέχρι που μου πονάει το στομάχι μου. Μάλλον αυτό προηγείται, επειδή αυτό που είμαι σήμερα είναι το σημείο όπου συναντιούνται δύο ηλικίες: το παιδί που θέλει να κάνει το δικό του, να φάει όσα γλυκά θέλει, να κάνει σκανταλιές… και κάποιος μεγάλος που το επικρίνει συνέχεια και το καταπιέζει. Το γλυκό δεν σου προσφέρει τίποτα, είναι ένα κενό. Κι εγώ όταν τρώω τα γλυκά μέχρι να πονέσω, τρώω το τίποτα, το κενό.» *

Όπως και στις υπόλοιπες διαταραχές πρόσληψης της τροφής, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο αίτιο που προκαλεί βουλιμία. Στον πυρήνα, βρίσκεται πάντα η ανάγκη για έλεγχο: ενώ στην ανορεξία το άτομο προσπαθεί να ελέγξει τα συναισθήματα και τη ζωή του διαμέσου της στέρησης τροφής, στην βουλιμία κάνει το ίδιο διαμέσου της δίαιτας, των εμετών και της υπερφαγίας. Πέριξ αυτού του πυρήνα συνυπάρχουν άλλοι, οικογενειακοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες, που συντελούν στην εμφάνιση της διαταραχής. Μεταξύ αυτών μπορεί να εντοπίσουμε κατ’ αρχάς την μη-ρεαλιστική εικόνα για το σώμα, η οποία διαμορφώνεται υπό την επίδραση των κοινωνικών προτύπων και επιταγών για ένα σώμα που, για να είναι ελκυστικό, «πρέπει» να είναι αδύνατο. Άλλωστε, έχει διαπιστωθεί πως η ψυχογενής βουλιμία είναι κυρίως μία «αστική» διαταραχή που εμφανίζεται περισσότερο στο Δυτικό κόσμο. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, όπως αυτή μπορεί να προκύψει από ένα επικριτικό και απαιτητικό οικογενειακό περιβάλλον, η τελειομανία, ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης ή και η κατάθλιψη, είναι προβλήματα που καθιστούν ευάλωτα τα άτομα, άνδρες και γυναίκες, στην εμφάνιση της διαταραχής. Σύμφωνα με έρευνες, γυναίκες που έχουν υποστεί κάποιας μορφής σεξουαλική κακοποίηση, καθώς και άνθρωποι με γονείς που είχαν προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή ψυχολογικές διαταραχές, φέρουν υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας. Άλλες φορές, εκλυτικός παράγοντας εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας είναι κάποια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του ατόμου: η εφηβεία, η απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον για σπουδές, ή ένας χωρισμός, όπου ο εμετός και οι ακραίες δίαιτες γίνονται ένας άλλος τρόπος διαχείρισης του στρες και της συναισθηματικής έντασης ή/ και αβεβαιότητας που προξενούν οι αλλαγές αυτές στο άτομο. Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι που εργάζονται σε χώρους, στους οποίους υπάρχουν έντονες πιέσεις για τη διατήρηση μίας καλής εικόνας και εμφάνισης (χορευτές, μοντέλα, γυμναστές, αθλητές, ηθοποιοί και τραγουδιστές, κλπ) είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην εμφάνιση ψυχογενούς βουλιμίας.

Η ψυχογενής βουλιμία είναι μία σοβαρή ψυχική διαταραχή που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία – ή και την ζωή- του ατόμου. Οι σοβαρότερες συνέπειες για τον οργανισμό του πάσχοντα, προέρχονται από την αφυδάτωση, που προκαλούν οι επαναλαμβανόμενοι εμετοί και η κατάχρηση καθαρτικών και διουρητικών: λήθαργος, αρρυθμίες, αναιμία, υπόταση, βλάβες στους νεφρούς, πόνοι χαμηλά στην κοιλιά, χρόνιος πόνος στον λαιμό, ζαλάδα, γενική ατονία και αίσθηση αδυναμίας, τερηδόνα, έλκος στομάχου, αμηνόρροια, χρόνια δυσκοιλιότητα, κλπ.

Η συχνότητα της διαταραχής στον ευρύτερο πληθυσμό δεν μας είναι απολύτως γνωστή, ακριβώς επειδή οι συμπεριφορές που την χαρακτηρίζουν παραμένουν κρυφές στον περίγυρο του ατόμου. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ποσοστά κάνουν λόγο για επίπτωση της διαταραχής στο 1% – 5 % των εφήβων και στο 1.1% – 4.2 % των γυναικών, ποσοστά τα οποία είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα για την ψυχογενή ανορεξία. Για τη χώρα μας, στατιστικά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα.

Τι να κάνω;

Οι διαταραχές της διατροφής δεν διορθώνονται με τιμωρίες, υποδείξεις ή απειλές. Όπως δεν μπορούμε να αναγκάσουμε ένα ανορεξικό άτομο να φάει με το ζόρι, έτσι δεν μπορούμε να αναγκάσουμε ένα βουλιμικό άτομο να πάψει να τρώει ή να κάνει εμετούς – θα τα κάνει κρυφά, ούτως ή άλλως. Ίσως το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε για ένα δικό μας άνθρωπο που φαίνεται να αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα, είναι ακριβώς αυτό: να καταλάβουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Εφόσον έχουμε βάσιμες υποψίες, μπορούμε να το συζητήσουμε μαζί του (πιθανώς να το αρνηθεί, αλλά πιθανώς και όχι), να ζητήσουμε την συμβουλή και την βοήθεια ενός ειδικού, ή να επικοινωνήσουμε με αρμόδιους φορείς που ειδικεύονται στις διαταραχές της διατροφής. Παράλληλα, θα του προσφέρουμε αγάπη, κατανόηση, αποδοχή, υπομονή και υποστήριξη, γνωρίζοντας όμως ότι το πρόβλημα δεν μπορούμε να το λύσουμε από μόνοι μας. Τόσο το άτομο όσο και ο περίγυρός του χρειάζονται την καθοδήγηση και τις συμβουλές ενός ειδικού, ώστε να διαμορφωθεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο θα μπορέσει να βοηθηθεί ουσιαστικά.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

* Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ν. Σιδέρη «Όπως ειπώθηκαν εκεί και ακούστηκαν: Μυστικά και αλήθειες από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή», εκδ. Μεταίχμιο

Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/)

Μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr/main.htm)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία και Πηγές:

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Robert Palmer, (2004) Bulimia Nervosa: 25 years on, British Journal of Psychiatry, 185:447-448 (editorial).

Boston Children’s Hospital, Βulimia nervosa (ανασύρθηκε 13/11/2013).

Harvard Medical School Family Health Guide, Treating Bulimia Nervosa, (ανασύρθηκε 13/11/2013).

Mehler, P. (2011). Medical complications of bulimia nervosa and their treatments, International Journal of Eating Disorders 44: 95–104

Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος Ι, Ψυχογενής Ανορεξία

Image

Χαρακτηριζόμενες από πολλούς ως ένα παράδοξο της σύγχρονης κοινωνίας, οι διαταραχές της πρόσληψης τροφής περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα προβληματικών συμπεριφορών γύρω από το θέμα του φαγητού. Στον πυρήνα τους, συναντάμε την απώλεια του μέτρου στη διατροφή του ανθρώπου, είτε αυτή έχει την μορφή της ακατάσχετης κατανάλωσης τροφών (ψυχογενής βουλιμία και επεισόδια υπερφαγίας) είτε αυτή έχει την μορφή της ακραίας και εκούσιας στέρησης τροφής (ψυχογενής ανορεξία). Δεδομένου ότι οι διαταραχές αυτές επηρεάζουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων και των δύο φύλων, από όλες σχεδόν τις ηλικιακές ομάδες, άμεσα ή / και έμμεσα, στο παρόν και τα επόμενα δύο άρθρα θα συζητήσουμε τις τρεις κυρίαρχες μορφές διαταραχών της πρόσληψης τροφής, ξεκινώντας από την ψυχογενή ανορεξία. Στόχος είναι η ενημέρωση και η καλύτερη κατανόηση του ίδιου του ανθρώπου που μάχεται με τον ίδιο τον εαυτό του διαμέσου του φαγητού.

Τι είναι η ψυχογενής ανορεξία;

Η ψυχογενής (ή νευρική ή νευρογενής) ανορεξία είναι μία ιδιαίτερα σοβαρή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τη δραστική μείωση της τροφής που λαμβάνει το άτομο, τον κυρίαρχο φόβο μήπως πάρει βάρος (ακόμα κι όταν το βάρος του είναι πολύ χαμηλότερο από το «φυσιολογικό») και την στρεβλή εικόνα που έχει για το σώμα του. Ειδικότερα, το άτομο περιορίζει και καταργεί από τη διατροφή του οτιδήποτε θεωρεί παχυντικό ή / και απειλητικό για το βάρος του – ουσιαστικά, σχεδόν τα πάντα. Ο έντονος φόβος μήπως πάρει βάρος και η απέχθεια που νιώθει για το σώμα του κάνουν το άτομο να νιώθει έντονο άγχος για το φαγητό και για τα γεύματα, ειδικά όταν αυτά γίνονται παρουσία άλλων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως, το μοναδικό πράγμα που σκέφτεται κάθε στιγμή της ημέρας, είναι τι μπορεί και τι δεν μπορεί να φάει, πώς θα αντισταθμίσει αυτά (τα ελάχιστα) που θα φάει, πώς θα δικαιολογήσει στους άλλους το ελάχιστο ή και καθόλου που θα φάει, πόσες θερμίδες έχει το φαγητό του, πόσες θερμίδες έχει καταναλώσει και πόσες έχει κάψει μέχρι στιγμής μέσα στην ημέρα, κλπ. Όλες αυτές οι σκέψεις είναι τόσο κυρίαρχες, που εμποδίζουν τελικά το άτομο να έχει κοινωνικό χρόνο με τους φίλους και την οικογένειά του ή να εντρυφήσει σε δραστηριότητες που μέχρι πρότινος απολάμβανε. Η ζωή του, μέρα και νύχτα, γίνεται ένας αδιάκοπος αγώνας για απώλεια βάρους.

Το πρόβλημα εδώ είναι πως ο αγώνας αυτός δεν σταματάει, ακόμα κι όταν το άτομο επιτύχει το λεγόμενο «ιδανικό» ή «φυσιολογικό» βάρος, όπως αυτό ορίζεται διεθνώς με βάση τον Δείκτη Μάζας Σώματος (Body Mass Index). Αυτό συμβαίνει διότι, πέραν του έντονου φόβου του ατόμου μήπως πάρει βάρος και της αίσθησης που έχει ότι πολλές κατηγορίες τροφών είναι απειλητικές για το βάρος του, το άτομο διατηρεί μία εντελώς στρεβλή εικόνα για το σώμα του. Έτσι, παρ’ ότι αντικειμενικά είναι εξαιρετικά αδύνατο, παρ’ ότι μπορεί να έχει φθάσει να αγοράζει ρούχα από καταστήματα παιδικής ένδυσης (διότι τα νούμερα των ενηλίκων δεν του κάνουν πλέον), παρ’ ότι το νούμερο στη ζυγαριά μειώνεται διαρκώς, όταν κοιτάζεται στον καθρέπτη «βλέπει» μία εικόνα τελείως διαφορετική από αυτή που βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι. Συχνά θα χαρακτηρίσει το σώμα του/της «χοντρό» ή θα πει πως «πρέπει να χάσω λίγο ακόμα στην κοιλιά/μέση/πόδια/γλουτούς, κλπ». Είναι κυριολεκτικά αδύνατο να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι.

Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι με ψυχογενή ανορεξία, δεν πεινάνε – σαν να έχουν κάτι που τους κόβει την όρεξη, εξ’ ού και η ονομασία της διαταραχής. Αυτό, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο. Οι άνθρωποι με ψυχογενή ανορεξία πεινάνε, όπως θα πεινούσε κάθε άνθρωπος που μένει νηστικός για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως για άλλη μία φορά, ο φόβος τους μήπως παχύνουν είναι τόσο σαρωτικός, που υπερνικά ακόμα και το βιολογικό ένστικτο της επιβίωσης.

Τύποι Ψυχογενούς Ανορεξίας

Υπάρχουν δύο τύποι ψυχογενούς ανορεξίας: στον περιοριστικό τύπο, το άτομο αδυνατίζει περιορίζοντας τον αριθμό των θερμίδων που καταναλώνει με τα γεύματά του. Εδώ θα το δούμε να κάνει ακραίες δίαιτες, να υιοθετεί συγκεκριμένα διατροφικά μοτίβα όπως χορτοφαγία ή ωμοφαγία (όπου επιτρέπεται η κατανάλωση μόνο τροφών «φυσικών», όπως μας δίνονται από την φύση, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία, π.χ. ξηροί καρποί, φρέσκα λαχανικά και φρούτα, νερό, κλπ) ή να κάνει υπερβολική γυμναστική (πολλές ώρες μέσα στην ημέρα). Στον βουλιμικό τύπο της ανορεξίας, η μείωση του βάρους εξασφαλίζεται διαμέσου του εμετού ή της χρήσης καθαρτικών και διουρητικών αμέσως μετά το κάθε γεύμα.

Ενδείξεις και Συμπτώματα της Ψυχογενούς Ανορεξίας

Ένα από τα πολλά προβλήματα που ενέχουν στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της ψυχογενούς ανορεξίας είναι το γεγονός ότι το άτομο εφευρίσκει διαρκώς δικαιολογίες και τρόπους για να ξεγελάσει τους άλλους, καταφέρνοντας έτσι να μην κινεί υποψίες προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, ειδικά στην έναρξη της διαταραχής, μπορεί να αποφεύγει γεύματα δηλώνοντας πως έχει δουλειά ή ότι δεν προλαβαίνει, ότι έχει πονοκέφαλο, ότι πονάει το στομάχι του, ότι δεν έχει όρεξη, ότι θα φάει έξω, κλπ. Παράλληλα, σπεύδει να καθησυχάσει τυχόν ανησυχίες που εκφράζονται σχετικά με το βάρος του, λέγοντας π.χ. ότι δεν έχει χάσει πολλά κιλά, ότι δεν είναι τίποτα – απλώς περνάει μία περίοδο που δεν έχει όρεξη για φαγητό, ότι έχει άγχος, κλπ. Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα, που θα πρέπει να κινητοποιήσουν το ίδιο το άτομο αλλά κυρίως τον περίγυρό του αφορούν τόσο τη συμπεριφορά του ατόμου όσο και την εμφάνισή του:

–          Εμμονή με τις θερμίδες, την περιεκτικότητα σε λίπος και τη διατροφή γενικότερα: Διαβάζει αναλυτικά τις ετικέτες των τροφίμων, μετράει και ζυγίζει τις ποσότητες που θα φάει, διαβάζει βιβλία για δίαιτες, υπολογίζει θερμίδες.

–          Ενασχόληση με το φαγητό: σκέφτεται μόνο αυτό. Μαγειρεύει για τους άλλους (αλλά δεν τρώει και το ίδιο), συλλέγει συνταγές, διαβάζει περιοδικά με συνταγές.

–          Προσποιείται ότι τρώει ή λέει ψέματα για το τι έφαγε: κρύβει φαγητό, παίζει με το φαγητό στο πιάτο, πετάει φαγητό προκειμένου να μην το φάει, λέει ψέματα για να αποφύγει γεύματα.

–          Μυστικοπάθεια αναφορικά με το φαγητό ή περίεργες διατροφικές τελετουργίες: αρνείται να φάει με άλλους ή σε δημόσιους χώρους, κόβει το φαγητό σε μικροσκοπικά κομματάκια και με αργές κινήσεις, μασάει και φτύνει το φαγητό, θέλει να τρώει μόνο σε συγκεκριμένο πιάτο.

–          Συνεχίζει τη δίαιτα παρ’ ότι έχει χάσει βάρος: ακολουθεί κάποια πολύ αυστηρή δίαιτα, καταναλώνει μόνο τροφές με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, διακρίνει τις τροφές σε καλές και κακές και αποφεύγει τις τελευταίες σε βαθμό πλήρους κατάργησης από τη διατροφή του.

–          Εμμονή με το σώμα του: ζυγίζεται πολύ συχνά, ίσως και καθημερινά. Επιθυμεί να βλέπει μόνο μείωση του βάρους, ενώ έστω και λίγα γραμμάρια παραπάνω από την προηγούμενη μέτρηση μπορεί να το ωθήσουν σε περαιτέρω νηστεία, άσκηση ή κατάχρηση καθαρτικών, προκειμένου να «επανέλθει» το βάρος εκεί που επιθυμεί.

–          Στρεβλή εικόνα σώματος: όπως προαναφέρθηκε, νιώθει παχύ ή «πολύ χοντρό» σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος.

–          Δραστική (ή και δραματική) απώλεια βάρους, η οποία σημειώνεται απότομα, γρήγορα και χωρίς να υπάρχει κάποια οργανική αιτιολογία.

–          Πλήρης άρνηση του χαμηλού του βάρους. Προσπαθεί να κρύψει την αδυναμία κάτω από ρούχα μεγαλύτερου μεγέθους, ή φορώντας πολλά ρούχα μαζί. Αν πρέπει να ζυγιστεί ενώπιον άλλου, μπορεί να πιει νωρίτερα πολύ νερό, προκειμένου να αποκρύψει το πραγματικό του βάρος.

–          Ψυχαναγκαστική ενασχόληση με την σωματική άσκηση, αεροβικού τύπου (που «καίει» θερμίδες): μπορεί να συνεχίζει την γυμναστική ακόμα κι αν έχει κάποιο τραυματισμό, αν είναι άρρωστο ή αν έχει κακοκαιρία. Η άσκηση διαρκεί αρκετές ώρες, υπερβαίνοντας τα όρια που προβλέπονται για την φυσιολογική και υγιή εξάσκηση σε καθημερινή βάση, ενώ εντείνεται ακόμα περισσότερο αν το άτομο νιώσει πως έχει καταναλώσει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ότι έφαγε κάτι «κακό».

–          Μπορεί να γίνεται χρήση καθαρτικών, διουρητικών και χαπιών δίαιτας: συνήθως η χρήση τους γίνεται κρυφά από τους άλλους.

–          Εμετός μετά το γεύμα: μετά το γεύμα, ή και στη διάρκεια αυτού, το άτομο μπορεί να εξαφανίζεται ή να πηγαίνει στην τουαλέτα. Για να μην υποψιαστεί κανείς, μπορεί να αφήσει τη βρύση ανοιχτή και να χρησιμοποιεί στοματικά διαλύματα ή καραμέλες.

Ποια είναι τα αίτια της Ψυχογενούς Ανορεξίας;

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη. Πρόκειται για μία περίπλοκη διαταραχή, τα αίτια της οποίας μπορεί να κρύβονται σε ένα συνδυασμό κοινωνικών / πολιτισμικών, οικογενειακών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η ψυχογενής ανορεξία, όπως και όλες οι διαταραχές πρόσληψης τροφής, δεν έχει να κάνει με την τροφή καθεαυτή. Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι συμπτώματα βαθύτερων προβλημάτων όπως η κατάθλιψη, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η τελειομανία ή η ανάγκη για έλεγχο. Για αυτά και άλλα προβλήματα, κάποιοι άνθρωποι εμφανίζουν ψυχογενή ανορεξία ως μέσον ικανοποίησης μίας ανάγκης: για παράδειγμα, η αίσθηση ότι δεν ελέγχουν την ζωή τους καλύπτεται με τον απόλυτο έλεγχο επί της τροφής, ενώ η δυσκολία διαχείρισης μίας συναισθηματικής έντασης κρύβεται κάτω από τη διαρκή σκέψη για το φαγητό, τις θερμίδες και τα κιλά. Συχνά, άνθρωποι με ψυχογενή ανορεξία χαρακτηρίζονται από τελειομανία, είναι τα «καλά» παιδιά της οικογένειας που κάνουν πάντα ό,τι τους πουν, προσπαθούν να είναι καλοί σε όλα και θέλουν να ευχαριστούν τους άλλους. Παρά το ήρεμο εξωτερικό περίβλημα, μέσα τους μπορεί να νιώθουν αβοήθητοι, ανεπαρκείς και άχρηστοι. Στα δικά τους, υπερβολικά αυστηρά μάτια, όχι μόνο δεν είναι τέλειοι, είναι εντελώς αποτυχημένοι. Οι πιέσεις του πολιτισμικού πλαισίου, που προάγει την ομορφιά και το αδύνατο σώμα, συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό, χωρίς ωστόσο να αρκούν από μόνες τους για την εκδήλωση της διαταραχής. Φυσικά, σημαντικός είναι ο ρόλος και της οικογένειας: ένα περιβάλλον που πιέζει το κορίτσι να είναι λεπτό και όμορφο για να το αγαπήσουν οι άλλοι, που στέλνει το κορίτσι σε δραστηριότητες που απαιτούν λεπτό σώμα, όπως μπαλέτο ή ρυθμική γυμναστική, που είναι επικριτικό ή δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην ομορφιά και το λεπτό σώμα, μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ψυχογενούς ανορεξίας στο παιδί. Κάποιοι επιστήμονες έχουν επισημάνει και την βιολογική προδιάθεση για ψυχογενή ανορεξία: αν ένας συγγενής έχει ανορεξία, τότε το κορίτσι φέρει 10-20 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει ανορεξία σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Η ψυχογενής ανορεξία είναι μία ψυχική πάθηση που εκδηλώνεται κυρίως σε κορίτσια ηλικίας 10-24 ετών, χωρίς να αποκλείεται η εκδήλωση της πάθησης σε αγόρια, καθώς και σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας άνω των 24 ετών. Είναι επίσης η ψυχική πάθηση με το υψηλότερο ποσοστό πρόωρης θνησιμότητας έναντι όλων των άλλων ψυχικών παθήσεων. Οι οργανικές συνέπειες για τον πάσχοντα είναι πολλές και είναι αυτές που παρατηρούνται σε περιπτώσεις υποσιτισμού: μείωση της ενεργητικότητας, ατονία, ζαλάδες, λιποθυμικές τάσεις, τριχόπτωση, αυξημένη τριχοφυΐα στο πρόσωπο (λόγω ορμονικών διαταραχών), αλλαγές στο χρώμα του δέρματος, υποθερμία, υπόταση, αμηνόρροια, δυσκοιλιότητα, εγκεφαλική ατροφία, πρώιμη οστεοπόρωση. Οι περισσότερες από αυτές τις συνέπειες είναι αναστρέψιμες, με εξαίρεση την οστεοπόρωση και την εγκεφαλική ατροφία.

Τι να κάνω;

Αν διαβάζοντας το κείμενο υποψιάζεστε ότι κάποιος δικός σας άνθρωπος μπορεί να πάσχει από ψυχογενή ανορεξία, το χειρότερο που μπορείτε να κάνετε είναι να τον προσεγγίσετε με δηλώσεις του τύπου «θα πεθάνεις αν δεν φας» ή με πιέσεις για να φάει. Όχι μόνο δεν θα σας ακούσει, αλλά μπορεί και να επιδεινώσετε την κατάσταση. Η ανορεξία δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται με μία τιμωρία, μία απειλή ή μία υπόδειξη. Όπως σε κάθε άλλη ψυχική διαταραχή ή πρόβλημα, για να μπορέσει να βοηθηθεί ουσιαστικά ο άνθρωπος με ψυχογενή ανορεξία, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσει ο ίδιος ότι έχει πρόβλημα και πως του είναι αδύνατο να το διαχειριστεί μόνος του. Αυτό από μόνο του δεν είναι απλό, ούτε «λογικό»: είναι τέτοιος ο φόβος του μήπως πάρει κιλά, που κυριολεκτικά εκτοπίζει και ακυρώνει κάθε επιχείρημα υπέρ της υγείας του. Ο άνθρωπός σας χρειάζεται υποστήριξη, κατανόηση, υπομονή, αγάπη, ένα πρότυπο υγιεινής διατροφής και ζωής και, κυρίως, την καθοδήγηση μίας ομάδας ειδικών που θα φροντίσουν για την οργανική και την ψυχική του υγεία. Για πληροφορίες, συμβουλές και περαιτέρω στήριξη για όλες τις διαταραχές πρόσληψης τροφής μπορείτε να επικοινωνήσετε είτε με κάποιον εξειδικευμένο σύμβουλο ψυχικής υγείας ή με αρμόδιους φορείς, όπως το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/) ή την μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr/main.htm).

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Sullivan, P. (1995). Mortality in Anorexia Nervosa. American Journal of Psychiatry, 152 (7), 10731074.

Casper, Regina C., & Davis, John M. (1977), On the course of anorexia nervosa, The American Journal of Psychiatry, Vol 134(9), 974-978.

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Sidiropoulos, M. (2007). Anorexia Nervosa: The Physiological Consequences of starvation and the need for primary prevention efforts. McGill Journal of Medicine, January (10)1.

Η Ζήλεια στις Ερωτικές Σχέσεις

Image

Ζήλεια: «Αίσθημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του έρωτα. Παράγεται από τον φόβο μήπως η προτίμηση του αγαπημένου προσώπου στραφεί σε κάποιον τρίτο». (Littré) – Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.

Τι Είναι η Ζήλεια

Από τα πιο συνηθισμένα, ενίοτε καταστροφικά και επικίνδυνα, συναισθήματα στον άνθρωπο είναι η ζήλεια. Παρ’ ότι όλοι μας την έχουμε –λιγότερο ή περισσότερο- νιώσει, ο ακριβής ορισμός της μας διαφεύγει, είναι ασαφής και ρευστός ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ένα καθαρό, αμιγές συναίσθημα. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της ζήλειας προσκρούει στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα οξύμωρο «μισαγαπώ», για την ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός ισχυρού «σ’αγαπώ» και ενός εξίσου κυρίαρχου «σε μισώ», που απαντάται, κατά περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, αλλά με διαφορετική ένταση και τρόπο έκφρασης. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε σε ένα γενικό επίπεδο, θα λέγαμε πως η ζήλεια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα, που περιλαμβάνει θυμό, άγχος, δυσαρέσκεια, απειλή και φόβο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «πρωταρχικά» συναισθήματα, διότι απαντάται τόσο στον άνθρωπο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, όσο και στα ζώα. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η ζήλεια διακρίνεται από τον φθόνο, με τον οποίο συχνά συγχέεται, ως προς το «αντικείμενο» στο οποίο στρέφεται κάθε φορά το συναίσθημά μας:  Ζηλεύω γιατί δεν θέλω να σε χάσω, φθονώ γιατί έχεις κάτι που θέλω να το αποκτήσω.

Γιατί ζηλεύουμε;

Οι ερμηνείες, που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, για τους λόγους της ζήλειας μας είναι πολλές και όλες φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς μας. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν πως, στην ιστορία του ανθρώπου, η ζήλεια συνέβαλλε στο να διατηρηθούμε και να αναπαραχθούμε ως είδος. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε με το συναίσθημα αυτό, προκειμένου να προστατευτούμε από οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ενότητα της οικογένειας. Ο Freud θα τοποθετήσει τη ζήλεια στην οιδιπόδεια σύγκρουση και θα εντοπίσει τις ρίζες της σε τραύματα, απώλειες, έλλειψη προσοχής και ενδιαφέροντος, που βιώσαμε ως παιδιά στην παιδική μας ηλικία. Στην ενήλικη πλέον ζωή μας, ως άλλος εφιάλτης, η ζήλεια ενεργοποιεί τα βαθύτερα και πιο έντονα συναισθήματά μας: τον φόβο της απόρριψης και της μοναξιάς, την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούμε τελικά να έχουμε οτιδήποτε θέλουμε στη ζωή, μία απίστευτη οργή προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας «κλέψει» τον σύντροφο, αλλά και έντονα αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας, επειδή  θεωρούμε πως αποδειχθήκαμε «κατώτεροι των περιστάσεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία «επίπεδα» ζήλειας, τα οποία ορισμένες φορές επικαλύπτονται μεταξύ τους. Έτσι, υπάρχει η φυσιολογική ζήλεια του ανθρώπου, που βλέπει το σύντροφό του να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Εδώ το συναίσθημα είναι φυσιολογικό, διότι προκαλείται από μία ορατή και πραγματική αφορμή και εξαφανίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η νευρωτική ζήλεια, αντίθετα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή αιτία, αλλά στους φόβους και τις υποψίες που κατακλύζουν αναίτια τον άνθρωπο για τον σύντροφό του. Φοβούμενος την περίπτωση να έχει ο/ η σύντροφος κάποια παράλληλη ή εξωσυζυγική σχέση, αρχίζει να τον/την κατηγορεί ότι «προκαλεί», ότι δεν του/της δίνει σημασία, κλπ, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους δικούς του /της φόβους στον άλλον. Τέλος, η παθολογική ζήλεια υπερβαίνει κάθε όριο της λεγόμενης «κοινωνικά αποδεκτής» συμπεριφοράς και γίνεται έμμονη ιδέα. Εδώ θα βρούμε τους ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς τα πράγματα του άλλου, παρατηρούν την παραμικρή κίνηση του συντρόφου και φθάνουν σε σημείο να τον παρακολουθούν, προκειμένου να βρουν «πειστήρια» και αποδείξεις της υποτιθέμενης απιστίας. Από την άλλη πλευρά, ο Albert Ellis, πολύ γνωστός ψυχοθεραπευτής και εμπνευστής της λογικοθυμικής θεωρίας και ψυχοθεραπείας, θα χαρακτηρίσει την ζήλεια ως «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», υποστηρίζοντας πως τελικά, ο κάθε άνθρωπος θέλει και ζηλεύει, λόγω μίας παράλογης και απελπιστικής ανάγκης του για αγάπη.

Μελετώντας προσεκτικά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα αίτια της ζήλειας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κοινούς παρονομαστές: την ανασφάλεια του ζηλιάρη ανθρώπου και την κτητικότητά του. Ένας άνθρωπος ανασφαλής, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αίσθηση αυταξίας, προσπαθεί να αντλήσει σιγουριά και βελτιωμένη αυτοεικόνα από τον σύντροφό του. Παράλληλα, τείνει διαρκώς να συγκρίνεται με τους άλλους με όρους «καλύτερος – χειρότερος», ενώ έχει ένα διαρκές αίσθημα κατωτερότητας έναντι των υπολοίπων. Ακριβώς επειδή έχει ανάγκη τον άλλον για να διατηρεί σε ικανοποιητικά επίπεδα την αυτοεικόνα του, αρχίζει σταδιακά να εξαρτάται από αυτόν, να στηρίζεται σε αυτόν και να φοβάται μην τον χάσει, διότι μαζί με αυτόν θα χάσει και την όποια αυτοεκτίμηση έχει καταφέρει να δομήσει στη διάρκεια της σχέσης τους. Κάπου εκεί, εισέρχεται η κτητικότητα, αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση του «είσαι δικός μου / δική μου», που βαθμιαία οδηγεί σε συμπεριφορές αποκλεισμού του άλλου, προσπάθειες ελέγχου των κινήσεών του, πιεστικές εκκλήσεις για «ειλικρίνεια στη σχέση» (που στη βάση τους είναι εντελώς ανειλικρινείς, διότι ακόμα και η παραμικρή ειλικρινής παραδοχή από την πλευρά του άλλου ότι, «ναι, φλέρταρα με την Χ» θα πυροδοτήσει στον ζηλιάρη σύντροφο ξεσπάσματα οργής και θυμού) και άλλες πράξεις που, τελικά, λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», οδηγώντας στο εντελώς αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα: με τη συμπεριφορά του, ο ζηλιάρης σύντροφος απομακρύνει ψυχικά και συναισθηματικά τον άλλον από κοντά του, ωθώντας τον με τις ίδιες τις πράξεις του σε μία άλλη σχέση.

Ποιοι ζηλεύουν περισσότερο;

Παρ’ ότι γενικά υπάρχει η αντίληψη πως οι γυναίκες ζηλεύουν περισσότερο, η αλήθεια είναι πως ζήλεια νιώθουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, εντοπίζεται στο καθεαυτό αντικείμενο της ζήλειας τους: Οι γυναίκες ζηλεύουν την συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου τους, ενώ οι άνδρες ζηλεύουν την σεξουαλική παρέκκλιση της συντρόφου τους. Έτσι, μία γυναίκα ωθείται στα άκρα της ζήλειας όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφός της είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα (χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα στο αν υπήρξε ή όχι σεξουαλική σχέση), ενώ ένας άνδρας ζηλεύει περισσότερο όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι η σύντροφός του έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα (χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για την ύπαρξη έρωτα μεταξύ των δύο).

Όλα τα παραπάνω είναι συμπεράσματα, παρατηρήσεις και ευρήματα επιστημονικών ερευνών,  απολύτως χρήσιμα για την περιγραφή, την μελέτη και την κατανόηση αυτού του τόσο συχνού, έντονου και συχνά επικίνδυνου συναισθήματος, όπως είναι η ζήλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλά από τα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους», που σημειώνονται σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε αυτή.  Από την άλλη πλευρά όμως, στην καθημερινότητα του κάθε ερωτευμένου ανθρώπου, το γεγονός είναι ένα: Ο έρωτας είναι πάθος, εξάρτηση, εμμονή, κτητικότητα, ζήλεια, ανασφάλεια, φόβος – είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα συναισθήματα που βρίσκονται έξω από τον συνειδητό και έλλογο έλεγχο του ερωτευμένου ανθρώπου. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ζηλιάρης. Όσο εύκολο είναι να υψώσουμε τον δείκτη επικριτικά στον ζηλιάρη άνθρωπο και να του κάνουμε παρατηρήσεις, όταν βρισκόμαστε έξω από την δίνη του ερωτικού πάθους, τόσο δύσκολο είναι να τον «μαλώσουμε» μόλις θυμηθούμε ένα δικό μας, αντίστοιχο βίωμα.

Επειδή λοιπόν ο έρωτας δεν είναι ούτε λογικός συνεταιρισμός ούτε διπλωματικό σώμα ή φιλανθρωπικό ίδρυμα, όπως παρατηρεί η Μ. Βαμβουνάκη, ας θυμόμαστε ότι τελικά, μέτρο της ζήλειας δεν είναι η ποιότητα (αν υπάρχει ή όχι) αλλά η ποσότητά της: ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί όταν αυτή αγγίξει τα άκρα, όταν μετατραπεί σε συμπεριφορές που παρεμβάλλονται στην καθημερινότητα της σχέσης και στην πραγματική ελευθερία ύπαρξης του άλλου προσώπου. Είναι διαφορετικό το ερωτικό παιχνίδισμα μίας ζηλοτυπίας, που γίνεται για να βεβαιωθούμε πόσο μας επιθυμεί ο άλλος και είναι τελείως διαφορετική η προσπάθεια «εξουδετέρωσης» της ύπαρξης του άλλου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση προσέλκυσης κάποιου «αντιπάλου». Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, τελικά, το άτομο που ζηλεύει, υποφέρει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Roland Barthes: «ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλεια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μία κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Buunk, B.P., Angleitner, A., Oubaid, V., and Buss, D.M. (1996) Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany and the United States, Psychological Science, vol. 7, no.6.

Freud, S. (1922) Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia and homosexuality, Penguin Freud Library 10.

Mullen, P.E. (1991) Jealousy: the pathology of passion. The British Journal of Psychiatry (1991)158: 593-601.

Schutzwohl, Achim (2008). The Intentional Object of Romantic Jealousy. Evolution and Human Behavior, 29.

Yates, C. (2000) Masculinity and Good Enough Jealousy , Psychoanalytic Studies, Vol. 2, No. 1

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκ. Ράππα. 1981.

Μάρω Βαμβουνάκη, Μία Μεγάλη Καρδιά Γεμίζει με Ελάχιστα, Εκ. Ψυχογιός. 2010

 

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…»

Image

«Ναρκισσισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Freud, εμπνεόμενος από τον μύθο του Νάρκισσου, για να περιγράψει έναν τύπο και μία διαταραχή της προσωπικότητας που, ως κύριο γνώρισμά της, έχει την υπερβολική και αποκλειστική ενασχόληση με τον εαυτό. Σε αντίθεση με τον εγωκεντρικό άνθρωπο- που απλώς επιθυμεί να συγκεντρώνει τα «φώτα» πάνω του- ο ναρκισσιστής χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία αποτελεί και το εφαλτήριο για μια σειρά αντισταθμιστικών συμπεριφορών, που στόχο έχουν να καλύψουν έξωθεν αυτό το εσωτερικό έλλειμμα. Οι συμπεριφορές αυτές προκύπτουν ασυνείδητα, ως μηχανισμοί που κινητοποιεί το άτομο προκειμένου να επιβεβαιώσει την αξία του.

Συνήθως, ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι ευχάριστος στην παρέα, εξαιρετικά γοητευτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, διασκεδαστικός, συχνά δε και επιτυχημένος ή και διάσημος στον χώρο του. Είναι επίσης επιδειξιομανής, συναισθηματικά απρόσιτος και με έντονα επικριτική στάση απέναντι στους άλλους. Προσπαθεί διαρκώς να ωραιοποιεί τον εαυτό του -ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του- προκειμένου να αντλεί διαρκώς τον θαυμασμό. Εξαιτίας αυτού, οι άνθρωποι με ναρκισσιστικού τύπου προσωπικότητα είναι συχνά χειριστικοί και δείχνουν να πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι οφείλουν να ακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες. Ταυτόχρονα φροντίζουν να αποφεύγουν μία επίθεση προς το πρόσωπό τους, επιτιθέμενοι πρώτα οι ίδιοι στους άλλους. Θα λέγαμε πως κοινοί συναισθηματικοί παρονομαστές σε όλες τις μορφές ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας είναι το αίσθημα της ντροπής και του φθόνου. Το ναρκισσιστικό άτομο ντρέπεται για τις ανεπάρκειες που νιώθει πως έχει και φοβάται μήπως αυτές αποκαλυφθούν στον περίγυρό τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφεύγουν να ρωτούν το οτιδήποτε: θεωρούν πως, κάποιος που ρωτάει να μάθει κάτι δείχνει πως δεν το γνωρίζει και επομένως έχει κάποια προσωπική έλλειψη. Ταυτόχρονα όμως, αρχίζουν να φθονούν οποιονδήποτε θεωρούν πως διαθέτει τα στοιχεία που λείπουν από τους ίδιους και τα οποία, αν τα είχαν, θα τους έκαναν «τέλειους». Έτσι θα τους δούμε πολύ συχνά να περιφρονούν, να κατακρίνουν, να γελοιοποιούν και να μειώνουν τους άλλους, ώστε να πάψουν να νιώθουν αυτό το έντονο αίσθημα κατωτερότητας και ατέλειας. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουν την αίσθηση μεγαλείου που έχουν για τον εαυτό τους και υποτιμούν τον εαυτό όλων των υπολοίπων. Ορισμένες φορές, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί και το εντελώς αντίστροφο: ένα ναρκισσιστικό άτομο μπορεί να εξιδανικεύσει κάποιον άλλον, αντλώντας μέσα από αυτόν την αίσθηση της υπεροχής που λείπει από τον ίδιο («είμαι φίλος του Τάδε, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής/επιτυχημένος/πλούσιος/ταλαντούχος κλπ»).

Η ποιότητα των προσωπικών σχέσεων που συνάπτουν οι νάρκισσοι, περιγράφεται από την υπανάπτυκτη ικανότητά τους να αγαπούν, που είναι και το μεγάλο τίμημα που πληρώνουν για αυτόν τον προσανατολισμό της προσωπικότητάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται συχνά ως «συναισθηματικά βαμπίρ»: έχουν μία αστείρευτη ανάγκη («ναρκισσιστική πείνα») για επιβεβαίωση της αξίας τους και αυτή ακριβώς την επιβεβαίωση φροντίζουν να αντλούν διαρκώς από τους άλλους. Όμως, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους, αδυνατούν να αγαπήσουν και τους άλλους ή τουλάχιστον, να διατηρήσουν μία στενή και βαθιά συναισθηματική σχέση μαζί τους. Αντ’ αυτού, τους χρησιμοποιούν, προκειμένου να απορροφούν συναισθήματα, προσοχή, ενδιαφέρον και ψυχική ενέργεια για να γεμίσουν οι ίδιοι (εξαντλώντας όμως όλους τους υπόλοιπους). Έτσι, καταλήγουν να συνάπτουν επιφανειακές σχέσεις, σε μια διαρκή αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά η συμπεριφορά αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρό τους, ο οποίος απομακρύνεται, κατηγορώντας τους για αναισθησία, αδιαφορία, εγωισμό, ματαιοδοξία, κλπ. Το ναρκισσιστικό άτομο, βαθύτατα πληγωμένο, ταπεινωμένο και με αίσθημα κενότητας από την απόρριψη που έλαβε, φθάνει σε σημείο να αντιδρά με οργή και θυμό απέναντι στα άτομα που το ντρόπιασαν (όπως πιστεύει) με αυτόν τον τρόπο.

Τις τελευταίες δεκαετίες πολυάριθμες έρευνες επισημαίνουν μία σταθερή και σημαντική αύξηση των ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους, φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να κάνουν λόγο για «επιδημία ναρκισσισμού». Πολλοί μελετητές αποδίδουν αυτή την αύξηση σε χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής, που προάγει τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο εν γένει τρόπος ζωής προάγει τον καταναλωτισμό, τον υλισμό, την ατομική επιτυχία, την φήμη, τον πλούτο, την ανεξαρτησία από τους άλλους, την αυτοεκτίμηση και την δύναμη. Από την άλλη πλευρά, εκτιμώνται λιγότερο χαρακτηριστικά όπως η τιμιότητα, η συνεργασία, η ειλικρίνεια, ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για τον άλλον και η συλλογικότητα. Μέσα σε ένα ατομικιστικό πλαίσιο, οι άνθρωποι προσπαθούν να διακριθούν στη βάση εξωτερικών γνωρισμάτων όπως η ομορφιά, η επιτυχία, ο πλούτος και η εξωστρέφεια, παραμελώντας τις σημαντικότερες, για την ψυχική υγεία, πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητας του χαρακτήρα. Πιο πρόσφατα, μία σειρά ερευνών μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στην χρήση ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Twitter) και τους χρήστες με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας, σε μία προσπάθεια να διαπιστωθεί αν τα πρώτα ενισχύουν την εμφάνιση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα από τις έρευνες ποικίλουν. Το βέβαιον φαίνεται να είναι πως τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν στους ναρκισσιστές χρήστες να χρησιμοποιούν τους «φίλους» τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιούν τους φίλους και τους γνωστούς τους στην πραγματική ζωή: για να τονώσουν το Εγώ τους.

Επειδή ζούμε σε μία εποχή που πριμοδοτεί την εύκολη παθολογικοποίηση παράξενων, ενοχλητικών, ή «δύσκολων» συμπεριφορών, θα πρέπει να τονιστεί πως όλοι οι άνθρωποι φέρουμε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά. Από την παιδική μας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής μας επιδιώκουμε (και χρειαζόμαστε) την αναγνώριση και την αποδοχή των οικείων μας, καθώς και την επιβεβαίωση της αξίας και των ικανοτήτων μας. Αναζητούμε δηλαδή το «μπράβο» του γονιού ή του αγαπημένου προσώπου, έχουμε ανάγκη την αγάπη και την προσοχή των άλλων και απολαμβάνουμε ένα θετικό σχόλιο για το πρόσωπό μας. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά και τη διαταραχή ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι μεγάλη και διαφορετικοί άνθρωποι τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία αυτού του φάσματος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει η Nancy McWilliams «άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η Janis Joplin και ο προβληματικός μαθητής του Σωκράτη, Αλκιβιάδης, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

J. M. Twenge, S. Konrath, J. D. Foster, W. K. Campbell, and B. J. Bushman (2008) Egos Inflating Over Time: A Cross-Temporal Meta-Analysis of the Narcissistic Personality Inventory, Journal of Personality 76:4, August 2008.

Hui, C.H. & Triandis, H.C. (1986). Individualism-collectivism: A study of cross-cultural researchers. Journal of Cross-Cultural Psychology, 20.

Triandis, H.C., McCusker & Hui, C.H. (1990). Multimethod probes of individualism and collectivism. Journal of Personality and Social Psychology, 59.

L.E. Buffardi & W.K. Campbell (2008). Narcissism and Social Networking Web Sites, Personality and Social Psychology Bulletin, vol. 34, no.10.

Nancy McWilliams, Ψυχαναλυτική Διάγνωση, Εκδόσεις ΙΨΥ, 2012

Όλα Εδώ Πληρώνονται (;)

Image

«Ο καθένας τελικά παίρνει αυτό που του αξίζει», λέμε συχνά, θεωρώντας πως σε αυτόν τον κόσμο ο κακός θα τιμωρηθεί και ο καλός θα ανταμειφθεί για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του. Είναι πράγματι δίκαιος ο κόσμος στον οποίο ζούμε; Σαφώς όχι. Τα παραδείγματα αναρίθμητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ. Παρ’ όλα αυτά, βαθιά μέσα μας, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου αργά ή γρήγορα, ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις και την συμπεριφορά του.

Η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο είναι μία καλά ριζωμένη πεποίθηση του ανθρώπου, που τον βοηθάει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, ως σταθερό, ελεγχόμενο, ασφαλές και οργανωμένο με τάξη. Τον βοηθάει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό, να προβλέψει συμπεριφορές και καταστάσεις, να προετοιμαστεί για αυτές και εν τέλει, να αντεπεξέλθει καλύτερα στις καθημερινές δυσκολίες ή προκλήσεις της ζωής. Τον βοηθάει επίσης να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, αρκεί να φανταστούμε για μία στιγμή πώς θα νιώθαμε αν κάποιος μας έλεγε πως οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας, είναι τυχαίο, χαοτικό και χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό ή λόγο. Πως, το να κάνεις σήμερα μία καλή πράξη δεν θα επιστρέψει αύριο ως καλό σε εσένα, αλλά θα χαθεί στο χάος του κόσμου. Πως, αν κάποιος διαπράξει ένα έγκλημα εις βάρος σου, μπορεί και να μην συλληφθεί, να μην καταδικαστεί, να μην τιμωρηθεί. Η ανασφάλειά μας θα εκτινάσσονταν στα ύψη και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστούμε σε μία τυχαία, ανεξέλεγκτη και χωρίς δικαιοσύνη κοινωνική ζωή. Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η πεποίθηση εξυπηρετεί μία πολύ σημαντική, προσαρμοστική λειτουργία για το άτομο, είναι και πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψει.

Φυσικά δεν ερχόμαστε στον κόσμο με αυτή την πεποίθηση. Το βρέφος θα απαιτήσει άμεσα να φάει, να παρηγορηθεί, να απασχοληθεί από τον περίγυρό του. Σταδιακά, όμως, τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν από τους γονείς και το σχολείο ότι, αν κάνουν αυτό που «πρέπει», τότε θα έχουν και μία ανταμοιβή. Φυσικά μαθαίνουν και το αντίθετο: αν δεν κάνουν αυτό που πρέπει, θα τιμωρηθούν. Παράλληλα μαθαίνουν πως η ανταμοιβή ή η τιμωρία, έρχεται ως κάτι που τους «αξίζει» για την συμπεριφορά που έδειξαν: Ένα άτακτο παιδί αξίζει την τιμωρία, διότι έκανε φασαρία –έκανε κάτι που «δεν έπρεπε». Ένα ήσυχο παιδί αξίζει την ανταμοιβή γιατί έκανε «αυτό που έπρεπε». Και κάπως έτσι, ήδη από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται μία βάση πάνω στην οποία το άτομο, στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή του, θα στηριχθεί για να επιδιώξει τους προσωπικούς του στόχους και θα εξασφαλίσει μία ψυχολογική σταθερότητα και ασφάλεια.

Τι κερδίζουμε από αυτή την πεποίθηση, όμως; Διότι προφανώς, για να ζούμε σε έναν κόσμο καταφανώς άδικο και να συνεχίζουμε, έστω και ασυνείδητα, να πιστεύουμε πως «δεν πειράζει, όλοι αργά ή γρήγορα, θα έχουν αυτό που τους αξίζει», κάτι κερδίζουμε. Συνήθως, αυτό που κερδίζουμε είναι η συνοχή. Δεν ανατρέπεται η εικόνα του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα μας. Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς το κάνουμε αυτό, θα δούμε ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν προκύψει από πολυάριθμες έρευνες. Στην περίπτωση μίας καταφανούς αδικίας, που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αναστρέψουμε, προσπαθούμε, με διάφορους τρόπους να την εκλογικεύσουμε. Πώς; Στην περίπτωση των παιδιών, για παράδειγμα, η «τιμωρία» δεν εκλαμβάνεται από τον γονιό ως αδικία. Δεν σκεφτόμαστε δηλαδή, ως γονείς, ότι αδικούμε το παιδί μας βάζοντάς το τιμωρία για κάτι «κακό» που έκανε. Θεωρούμε ότι πράττουμε στα πλαίσια της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Εκλογικεύουμε την αδικία (και την παρουσιάζουμε και στο παιδί μας έτσι) ως μέσον καλύτερης προετοιμασίας του παιδιού για τον κόσμο. Άλλες φορές, επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αδικία που βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλάζουμε την ίδια την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας τα αίτια της αδικίας: ο απολυμένος φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του, η γυναίκα ήταν προκλητικά ντυμένη και φέρει ευθύνη για τον βιασμό της, ο οδηγός δεν πρόσεχε και προκάλεσε ο ίδιος το ατύχημα, ο φίλος μας που διαγνώστηκε με καρκίνο φταίει ο ίδιος που δεν πρόσεχε τη διατροφή του, κάπνιζε, δεν αθλούνταν, κλπ. Η ιδέα ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι αρνητικό καθαρά και μόνο λόγω τύχης, μας είναι σχεδόν αδιανόητη, μας πανικοβάλει. Άλλωστε το βλέπουμε και στον εαυτό μας. Όταν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε κάποια αδικία (πέσαμε θύμα ληστείας, κακοποίησης, αρρωστήσαμε, κλπ) συχνά σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας: «Τα ήθελα και τα ‘παθα», «δεν πρόσεχα όσο έπρεπε», «δεν έκανα όλα όσα έπρεπε και να τώρα» – «μου άξιζε ό,τι μου συνέβη». Άλλες φορές πάλι, δείχνουμε υπερβολικά μεγάλη (μεγαλύτερη απ’ ότι δικαιολογεί η ίδια η πραγματικότητα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς: μιλάμε για «δίκαιη» καταδίκη ενός εγκληματία, λέμε «δεν μπορεί, για να μου έβαλε αυτόν τον βαθμό ο καθηγητής, θα έχει δίκιο» ή δικαιολογούμε τις απολύσεις ως «ανάγκη να επιβιώσει η επιχείρηση».

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος μας επιτρέπει να βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία και πως οι εξελίξεις τελικά θα είναι προβλέψιμες, ελεγχόμενες και σταθερές. Δεν θα έρθουν ανατροπές στη ζωή μας. Κάπως έτσι, ωθούμαστε στο να συμπεριφερόμαστε στους άλλους τίμια, ειλικρινά, θετικά, πιστεύοντας πως, «αφού του συμπεριφέρομαι σωστά, θα μου συμπεριφερθεί κι αυτός έτσι». Στη βάση της δικής μας «ορθής» συμπεριφοράς, διαμορφώνουμε προσδοκίες για την συμπεριφορά του άλλου. Για αυτό και νιώθουμε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μας όταν αντιλαμβανόμαστε πως ο άλλος μας εξαπάτησε ή μας παραπλάνησε. Ανατρέπονται οι πυρηνικές πεποιθήσεις μας γύρω από το πώς (νομίζουμε ότι) λειτουργεί ο κόσμος. Τέλος, κάποιοι άνθρωποι έχουν έντονο μέσα τους το κίνητρο για διατήρηση, ενίσχυση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Εδώ εντάσσονται οι άνθρωποι που σπεύδουν να βοηθήσουν τα θύματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις, που εργάζονται σε υπηρεσίες όπως η πυροσβεστική και το 166: είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του δικαίου μέσα τους, που οδηγούνται στην αυτοθυσία προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη του κόσμου που μας περιβάλλει.

Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δίκαιος είναι ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της σύγχρονης εποχής. Ως τέτοιο, έχει τις θετικές και τις αρνητικές του διαστάσεις. Έχει αποδειχθεί πως η δοξασία του δίκαιου κόσμου είναι εξαιρετικά λειτουργική για τον άνθρωπο, διότι αποτελεί ένα είδος άμυνας απέναντι στο στρες που βιώνει, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης συμπεριφορών που προσανατολίζονται στην προσπάθεια, την επιτυχία, τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής. Ταυτόχρονα, συμβάλλει σε ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής ευεξίας, καθώς, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος πιστεύει ότι ζει σε έναν δίκαιο κόσμο, τόσο περισσότερο δίκαιη θα φροντίζει να είναι η συμπεριφορά του, θα δείχνει εμπιστοσύνη στο μέλλον του και θα κρίνει ως δίκαια τα όσα του συμβαίνουν, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγαλύτερη ισορροπία στη ζωή του. Επίσης, άνθρωποι με ισχυρή πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, έχουν υψηλότερο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, παραμένουν προσηλωμένοι στη χρήση δίκαιων και θεμιτών μέσων, αποφεύγουν συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες και αρνούνται να υποθάλψουν μία απάτη, ένα ψέμα ή κάποια άλλη συμπεριφορά εκμεταλλευτικού τύπου (ακριβώς επειδή φοβούνται τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους σε έναν κόσμο που είναι δίκαιος). Από την άλλη πλευρά, μελέτες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι, που πιστεύουν σταθερά και έντονα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και αυταρχικοί (πολιτικά και ιδεολογικά τοποθετούμενοι στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος), πιο πλούσιοι, πιο θρήσκοι αλλά και πιο αυτάρκεις έναντι όσων διατηρούν ασθενέστερη πίστη στην δικαιοσύνη του κόσμου.

Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους που αξίζουν περαιτέρω προβληματισμού: για παράδειγμα, θεωρώντας πως, «όπου φτωχός και η μοίρα του», ωθούμαστε στο να κανονικοποιήσουμε την αδικία, να την εκλογικεύσουμε, να την δούμε ως κάτι φυσικό και αναπότρεπτο, για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Άμεση απόρροια αυτού, είναι η αδράνεια σε κοινωνικό επίπεδο: Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αδικία, αφού ο καθένας λαμβάνει στη ζωή αυτό που του αξίζει («για να είναι φτωχός θα φταίει αυτός, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο»), μειώνεται το κίνητρο για κοινωνική αλλαγή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι κάτι, κάποιος, κάπου, λογικά, θα φροντίσει ώστε το μέλλον να είναι καλύτερο για αυτούς τους ανθρώπους. Τέλος, στενεύει το πεδίο της ατομικής δράσης μας, με την έννοια ότι μας αρκεί να ξέρουμε πως εμείς κάνουμε αυτό το λίγο, το ελάχιστο, καλό που μπορούμε και περνάει από το χέρι μας, χωρίς να είναι απαραίτητα ανάγκη να γίνουν αλλαγές σε ευρύτερο κοινωνικό ή θεσμικό επίπεδο.

Το αν πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος είναι δίκαιος ή όχι δεν εντάσσεται σε αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καλό» ή «κακό». Είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της σύγχρονης κοινωνίας και μεγαλώνουμε, λιγότερο ή περισσότερο, στην βάση αυτής της πεποίθησης. Όπως κάθε ιδεολογία όμως, έτσι και αυτή έρχεται να μειώσει και να υποτιμήσει οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτή εκλαμβάνει την πραγματικότητα. Επιπλέον, το αν και το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα υιοθετήσει τελικά αυτή την άποψη, εξαρτάται από τον ίδιο και τις ψυχικές του αντοχές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα προσφέρει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό, αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, καθώς και για προσεκτική παρατήρηση των μηνυμάτων που εκφράζονται διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν σήμερα η κοινωνία και οι θεσμοί της.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Dalbert, C. (2001) The justice motive as a personal resource: Dealing with challenges and critical life events. New York: Plenum Press.

Furnham, A. (1991) Just World Beliefs in twelve societies. The Journal of Social Psychology, 133, 317-329.

Furnham, A. (2003) Belief in a Just World: research progress over the past decade. Personality and Individual Differences, 34, 795-817.

Lerner, M.J. (1977) The Justice Motive: Some hypotheses as to its origins and forms. Journal of Personality, Vol. 45 (1), 1-52.

Lerner, M.J., & Miller, D.T. (1978) Just world research and the attribution process: Looking back and ahead. Psychological Bulletin, 85, 1030-1050.

Rubin, Z., & Peplau, L.A. (1975) Who believes in a just world? Journal of Social Issues 31 (3): 65-89.

Παπαστάμου Στάμος, «Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία» Τόμος Α’. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001.

Friedrich Nietzsche

Image

Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος, ο Φ. Νίτσε εντάσσεται στο πάνθεον των πρώτων υπαρξιστών φιλοσόφων, που έθεσαν υπό αμφισβήτηση εδραιωμένες πεποιθήσεις γύρω από τον άνθρωπο, την επιστήμη, την πίστη, το νόημα της ζωής, την ηθική και τις συμβάσεις της κοινωνίας. Επηρεασμένος από το έργο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ (που αργότερα θα απορρίψει), θα αναζητήσει τα κίνητρα που κρύβονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης. Τα έργα και οι αφορισμοί του, δημοφιλείς μέχρι τις ημέρες μας, προτείνουν μία εναλλακτική θεώρηση της ζωής και του ανθρώπου και δίνουν έμφαση στη δύναμη της βούλησης, ως πηγής και μοχλού ανάπτυξης του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του.

Στο σημαντικό βιβλίο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», ο Νίτσε θα επιχειρήσει μία μαζική επανεκτίμηση όλων των αξιών και θα θέσει το ερώτημα της λεγόμενης «αιώνιας επιστροφής»:  Αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, κατά πόσο ένας άνθρωπος θα ήταν έτοιμος να δεχθεί να επιστρέφει διαρκώς στην ζωή που έχει ζήσει, χωρίς να αλλάξει ούτε ένα λεπτό από αυτή; Ο Ζαρατούστρα, που χωρίς κανέναν δισταγμό ή υπεκφυγή θα απαντούσε θετικά σε αυτό το ερώτημα, είναι ένας Υπεράνθρωπος, που απέχει από τον μέσο άνθρωπο περισσότερο από ό,τι απέχει ο άνθρωπος από τον πίθηκο. Αν και πολέμιος της πολιτικής ισχύος, του εθνικισμού και του αντισημιτισμού ο «Ζαρατούστρα» και οι απόψεις του θα διαστρεβλωθούν και θα χρησιμοποιηθούν από τον Χίτλερ στη διαμόρφωση του προτύπου της Άριας Φυλής.

Στη «Γενεαλογία της Ηθικής», που για πολλούς πρόκειται για το πιο συστηματικό και συγκροτημένο έργο του, θα επιχειρήσει να αποδείξει ότι οι ηθικές και φιλοσοφικές αξίες της Δύσης, όχι μόνο συνέβαλαν στην εξασθένηση του ανθρώπου, αλλά και έφθειραν τα θεμέλια της γνώσης και των επιστημών. Ασθενικός, με χρόνια προβλήματα υγείας, ο Νίτσε θα ταξιδέψει στην Ελβετία, την Ιταλία, την Γαλλία και την Γερμανία, γράφοντας και ξεδιπλώνοντας σκέψεις που άλλαξαν την ιστορία της θεολογίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Ο «αδελφός» του Καζαντζάκη, επηρέασε βαθύτατα το έργο φιλοσόφων, όπως ο Μαξ Σέλερ, ο Καρλ Γιάσπερς, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Ζακ Ντεριντά και ο Μισέλ Φουκό, μεγάλων ψυχολόγων, όπως ο Σ. Φρόιντ, ο Κ. Γιουνγκ και ο Α. Άντλερ, το σύνολο της σχολής της ανθρωπιστικής ψυχολογίας (Α. Μάσλοου, Κ. Ρότζερς, Ρ. Μέι) ενώ αποτέλεσε έμπνευση για πλήθος ποιητών και συγγραφέων όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τζωρτζ Μπέρναντ Σω και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 15 Οκτωβρίου του 1844 και διατήρησε ακμαίες μέχρι το τέλος της ζωής του τις προσδοκίες του για τον άνθρωπο: όταν τον ρώτησαν τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, εκείνος απάντησε, «οι ελπίδες μου».

10 Οκτωβρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Image

Η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας καθιερώθηκε το 1992 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας, με στόχο την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την σημασία της ψυχικής υγείας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO/ ΠΟΥ) ορίζει την υγεία ως «η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας». Επομένως, σε αντίθεση με τα όσα τείνουμε συνήθως να πιστεύουμε, ένας άνθρωπος που δεν πάσχει από κάποια οργανική νόσο δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και υγιής. Πρέπει ταυτόχρονα να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα συνήθη προβλήματα της ζωής, να έχει αίσθηση προσωπικού σκοπού στη ζωή, να εργάζεται παραγωγικά και εποικοδομητικά, να συμμετέχει στην κοινωνία και να βρίσκεται σε μία κατάσταση συναισθηματικής και προσωπικής / κοινωνικής ευεξίας.

Για τις πιο γνωστές ψυχικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και η κατάχρηση αλκοόλ, τα στατιστικά στοιχεία του ΠΟΥ προβληματίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των πασχόντων από κατάθλιψη ξεπερνά παγκοσμίως τα 350 εκατομμύρια, ενώ αναμένεται πως μέχρι το 2020 θα είναι η δεύτερη αιτία αναπηρίας παγκοσμίως (global burden of disease). Κάθε χρόνο, σε όλο τον κόσμο αυτοκτονούν περίπου 800.000 άνθρωποι, εκ των οποίων το 86% είναι σε χώρες χαμηλού ή μέσου εισοδηματικού επιπέδου. Μία από τις κυριότερες αιτίες της αυτοχειρίας είναι οι ψυχικές διαταραχές (π.χ. η κατάθλιψη) – αιτία που μπορεί να προληφθεί, αποφεύγοντας έτσι αυτές τις μαζικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια υπολογίζονται διεθνώς στα 25 εκατομμύρια, ενώ εκτιμάται πως το 4% όλων των θανάτων που σημειώνονται παγκοσμίως, οφείλεται σε κατάχρηση αλκοόλ. Όπως καθίσταται σαφές, οι ψυχικές διαταραχές μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό το προσδόκιμο ζωής του ατόμου, καθώς και την προσωπική και κοινωνική του ζωή. Παράλληλα, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ένα άτομο με ψυχική διαταραχή, συμβάλλουν στην απώλεια του 8.1%  των ετών της προσδόκιμης ζωής του, μία απώλεια που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν υπήρχε καλύτερη ενημέρωση και καλύτερη οργάνωση των κρατικών υποδομών πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας για την πρόληψη και την έγκαιρη αντιμετώπιση της διαταραχής.

Για φέτος, κεντρικό θέμα της Ημέρας είναι η ψυχική υγεία των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αντιμετωπίζουν συνήθως πολλαπλά προβλήματα υγείας ταυτόχρονα, με τις χρόνιες παθήσεις (όπως ο διαβήτης, η καρδιοπάθεια και ο καρκίνος) να αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης ψυχικών διαταραχών όπως κατάθλιψη, άγχος και κατάχρηση ουσιών (κυρίως αλκοόλ). Παράλληλα, η κοινωνική απομόνωση, η απώλεια της αυτονομίας, οι πολλαπλές απώλειες που βιώνουν, η φτώχεια και η μοναξιά, εντείνουν τον κίνδυνο εμφάνισης συναισθηματικών και σωματικών διαταραχών. Από την άλλη πλευρά, τα στερεότυπα της σύγχρονης κοινωνίας για τους ηλικιωμένους ανθρώπους, που τους θέλει ανίκανους και ανήμπορους, λειτουργούν ως κοινωνικοί φραγμοί, που δεν επιτρέπουν την ενεργό συμμετοχή αυτών των ανθρώπων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μέχρι το 2050 το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας άνω των 60 ετών θα διπλασιαστεί από 11% σε 22%, αγγίζοντας σε αριθμό τα δύο δισεκατομμύρια. Η σημερινή ημέρα επιχειρεί να υπενθυμίσει στα κράτη, τους λαούς όλου του κόσμου, αλλά και στον καθένα μας προσωπικά, το χρέος που έχουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, τις ανάγκες τους και τις υπηρεσίες που χρειάζονται, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι ενεργοί και υγιείς πολίτες του κόσμου.

Πηγές και Προτεινόμενα Links για περαιτέρω ενημέρωση:

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. http://www.who.int/features/factfiles/mental_health/en/

Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας. http://www.wfmh.com/

Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία. http://www.psych.gr/

Prince, M., Patel, V., Saxena, S., et al., No Health without mental health. Lancet 2007, 370 (9590).

Graham Thornicroft & Michele Tansela, Για Μία Καλύτερη Φροντίδα της Ψυχικής Υγείας, (επιμέλεια Σ. Στυλιανίδη), εκδ. Τόπος, 2010.

 

Περί Αγάπης και Άλλων Δαιμονίων

ImageΑγάπη και σχέσεις. Δύο σταθερά επαναλαμβανόμενα θέματα στη ζωή μας, που διαρκώς τα συναντάμε με ένα ερωτηματικό στο τέλος τους. Τι είναι αγάπη και τι έρωτας; Πόσο διαρκούν; Υπάρχει πραγματική αγάπη; Αν ναι, πώς ορίζεται τελικά αυτή; Θα την βρω ποτέ; Μπορεί να με αγαπήσει κανείς για αυτό που είμαι; Και τέλος πάντων, γιατί χρειάζομαι την αγάπη; Πολλά τα ερωτήματα, συχνά γεμίζουν κενές σελίδες βιβλίων αυτοβοήθειας, ιστοσελίδων και περιοδικών. Σπανίως όμως οι απαντήσεις, όπου αυτές δίνονται και με την μορφή με την οποία δίνονται, είναι ειλικρινείς και ακόμα πιο σπάνια μας καλύπτουν. Παράλληλα, άλλες σελίδες, άλλων βιβλίων και περιοδικών γεμίζουν με παροτρύνσεις και συμβουλές που προάγουν την ελευθερία, την ατομική ευτυχία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία μας, την πληθώρα εμπειριών και την ταχύτητα.

Παραδοξότητες. Η εποχή που ζούμε είναι καταναλωτική και ατομικιστική. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να καταναλώνουμε εμπειρίες και συναισθήματα όπως καταναλώνουμε αγαθά και υπηρεσίες. Απόκτησέ το, χρησιμοποίησέ το, πέτα το και προχώρα στο επόμενο. Δεν είναι δυνατόν να μένεις με το ίδιο αγαθό για χρόνια και να προσπαθείς να το συντηρείς και να το επιδιορθώνεις, ώστε να μένει σε καλή κατάσταση. Αν χαλάσει το πετάς και παίρνεις καινούργιο. Η καταναλωτική κοινωνία όμως, για να συντηρηθεί, χρειάζεται «κατάλληλους» ανθρώπους: ανθρώπους που θα καταναλώνουν διαρκώς, πάνω-κάτω με τα ίδια γούστα, που θα επηρεάζονται εύκολα, αλλά ταυτόχρονα θα νιώθουν ανεξάρτητοι, ελεύθεροι να επιλέξουν, χωρίς δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις. Το πρόταγμα είναι απόλαυση και ευχαρίστηση με κάθε κόστος, εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος, προσωπική επιτυχία, πληθώρα εμπειριών ταχύτατα εναλλασσόμενων, ώστε να τις προλάβουμε όλες. Γρήγορα, να προλάβουμε να τα δοκιμάσουμε όλα και όλους. Μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει πως το οτιδήποτε, πνευματικό, υλικό ή συναισθηματικό, αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής και κατανάλωσης. Σου δίνω (χρήματα, χρόνο, προσοχή, προσπάθεια) για να μου δώσεις (αγαθά, υπηρεσίες, γνώση, συναισθήματα). Αν δεν δώσεις, δεν θα σου δώσω. Πώς να ξεφύγει η αγάπη και οι σχέσεις από αυτό το μοτίβο;

Αγαπάμε λοιπόν όπως καταναλώνουμε. Γρήγορα, επιφανειακά και εναλλασσόμενα, σε ένα διαρκές κυνήγι μίας πληθώρας εμπειριών και με μία γενικότερη προσδοκία ανταλλαγής. Κάνουμε σχέσεις για να περάσουμε καλά το καλοκαίρι μας, ένα Σαββατοκύριακο, για να έχουμε ένα κοινωνικό ή οικονομικό στήριγμα, για να τονώσουμε ή να συντηρήσουμε την εικόνα μας στους άλλους, ακόμα και για να εξυπηρετήσουμε προσωπικούς σκοπούς. Αγαπάμε επειδή έχουμε ανάγκη τον άλλον για να απαλύνει τον φόβο της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Το πρόβλημα είναι πως αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι ανάγκη κάλυψης εσωτερικών ανασφαλειών και είναι εξάρτηση. Όπως νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη το τελευταίο μοντέλο smart phone που κυκλοφόρησε στην αγορά ή τα παπούτσια που εκτίθενται στη βιτρίνα ενός επώνυμου καταστήματος, έτσι νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη τον άλλον για να καλύψει τα εσωτερικά κενά μας, να πάρει μακριά τον φόβο της μοναξιάς, να μας κάνει να νιώσουμε θετικά για τον εαυτό μας. Ο Άλλος, ως ένα ακόμα «γκάτζετ» τελευταίας τεχνολογίας, θα μας γεμίσει χαρά, ικανοποίηση, ενθουσιασμό. Θα δώσει μία ομορφιά στη ζωή μας. Και φυσικά θα τον κρατήσουμε όσο κρατάει αυτή η απόλαυση. Όταν πάψει να μας ενθουσιάζει, όταν συνηθίσουμε την ύπαρξή του πλάι μας, όταν διαπιστώσουμε ότι κάτι «μας χαλάει», όταν τον δούμε κουρασμένο ή χωρίς διάθεση, θα νιώσουμε πως έχει έρθει το τέλος. Και από εκεί, θα αρχίσουμε εκ νέου την αναζήτησή μας. «Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιαστικά σχέσεις αλλοτριωμένων αυτομάτων, που το καθένα βασίζει την ασφάλειά του στο να παραμείνει κοντά στο κοπάδι και να μη διαφέρει στη σκέψη, στα αισθήματα ή στην πράξη από τους άλλους», γράφει ο Έριχ Φρομ, τονίζοντας πως τελικά, όσο περισσότερο προσπαθούμε να μείνουμε κοντά στους άλλους, τόσο περισσότερο παραμένουμε ολοκληρωτικά μόνοι και ανασφαλείς. Κάπως έτσι, οι πολλαπλές εμπειρίες από σχέσεις, το ελεύθερο και ανέμελο σεξ, η αβίαστη και χωρίς δεσμεύσεις ηδονή, που τόσο προβάλλονται ως αντισυμβατικές και συμβολικές μίας προσωπικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας, μακριά από το κατεστημένο των μόνιμων και μακροχρόνιων σχέσεων, του γάμου και των παιδιών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία άμυνα απέναντι στον βαθύτερο φόβο μας να συνδεθούμε ουσιαστικά με έναν άλλον άνθρωπο. Είναι η απόλυτα συμβατική απάντηση μίας ανώριμης προσωπικότητας.

Ο Έριχ Φρομ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης» λέει το πολύ σωστό, εξαντλητικά απλό και ταυτόχρονα αδιανόητα δύσκολο: «Η ανώριμη αγάπη λέει «σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει «σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ»». Το μικρό παιδί αγαπάει την μητέρα του επειδή αυτή του καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσής του. Η τροφή, η αγάπη και η φροντίδα που του δείχνει, είναι αναγκαία συστατικά για την υγιή του ανάπτυξη, πράγμα που το παιδί αντιλαμβάνεται και απαντάει με αισθήματα αγάπης. Δεν παύει όμως να είναι εξαρτημένο από την αγάπη των άλλων, οι οποίοι υπάρχουν για να ικανοποιούν τις δικές του ανάγκες επιβίωσης. Η ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ώριμος άνθρωπος» αγαπάει, ως στάση ζωής και ως προσανατολισμό, όχι συγκεκριμένα αντικείμενα αγάπης. Πρωτίστως δε, αγαπάει τον εαυτό του. Όχι με την εγωιστική μορφή της αυτό-αγάπης και του ναρκισσισμού, αλλά με την μορφή της πλήρους αποδοχής μου ως ανθρώπου, με τα ελαττώματα και τα προτερήματα που με κάνουν διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο – με την επίγνωση αυτών των ιδιοτήτων μου, των φόβων και των ανασφαλειών μου και με την ανοιχτή και ειλικρινή αποδοχή και τον σεβασμό της αντίστοιχης μοναδικότητας όλων των άλλων ανθρώπων. Για αυτό και η αγάπη δεν προϋποθέτει αμοιβαιότητα. Δεν εντάσσεται σε μία σχέση «δούναι και λαβείν», ούτε απαιτεί την αγάπη του άλλου για να τον αγαπήσει. Αγαπάει – σκέτο.

Η αγάπη δεν είναι εξάρτηση, ούτε κατοχή. Δεν επικυρώνεται με γάμους, με υποσχέσεις αιώνιας πίστης και τυπικά σύμφωνα δέσμευσης. Κανείς δεν είναι «δικός μου». Εξάλλου, αντίθετα με τα όσα πιστεύουμε, στη γνήσια αγάπη δεν υπάρχει ζήλεια. Διότι, η ζήλεια δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον συνδυασμό μίας βαθύτατης εσωτερικής ανασφάλειας για την αυτό-αξία μου και ενός επιτακτικού αισθήματος κατοχής του άλλου:  Σε ζηλεύω όταν υποψιάζομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλός (για εσένα) και ότι ανά πάσα στιγμή, εσύ που είσαι δικός μου, θα φύγεις από κοντά μου για κάποιον καλύτερο / ομορφότερο / σημαντικότερο, κλπ. Για αυτό λοιπόν το ώριμο «σ’ αγαπώ» σημαίνει «μπορώ κάλλιστα να ζήσω χωρίς εσένα, αλλά επιλέγω ελεύθερα να μείνω κοντά σου». Διότι η αίσθηση της αυταξίας ενυπάρχει ήδη και δεν εξαρτάται από τον Άλλον για επιβεβαίωση.

Η αγάπη δεν είναι καν ταύτιση ή αυτοθυσία. Δεν χάνω τον εαυτό μου προκειμένου να γίνω ίδιος με εσένα. Δεν αλλάζω τα γούστα μου, τις ιδέες μου, τις συνήθειές μου, ώστε να προσαρμοστούν σε αυτά του άλλου. Ούτε θυσιάζω στοιχεία της ζωής μου για τον άλλον. Διατηρώ την προσωπική μου ελευθερία, έχοντας τον Άλλο ως συνοδοιπόρο. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω μου, ούτε καν σε ένα σκαλοπάτι ανώτερο από εμένα. Σε κοιτάζω ως ίσο προς ίσο.

Η αγάπη είναι μία τέχνη, λέει ο Ε. Φρομ, που αναζητά μία απάντηση στο ερώτημα, «πώς να αγαπήσω» και όχι στο σύνηθες ερώτημα του «πώς θα αγαπηθώ». Όμως, όπως όλες οι άλλες τέχνες, έτσι και αυτή μαθαίνεται, αλλά απαιτεί κόπο, προσπάθεια, εξάσκηση, σφάλματα και επανάληψη. Εδώ δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις, σε αντίθεση με τα όσα προτάσσει σήμερα η κοινωνία μας. Κι αν όλα αυτά ακούγονται άκρως ρομαντικά και ανέφικτα, ας αναρωτηθούμε για μία στιγμή μήπως τελικά αυτή η ετικέτα του «ρομαντισμού» μπαίνει αυτομάτως σε οτιδήποτε φαντάζει σήμερα κοπιώδες, απαιτητικό και επενδυμένο με σημαντική ψυχική προσπάθεια, υπευθυνότητα και συναισθηματικό κόστος, καθιστώντας απαγορευτικό το «δύσκολο» και συντηρώντας την ρευστότητα των σχέσεών μας.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Πασκάλ Μπρύκνερ, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη.

Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκ. Πατάκη.

Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης. Εκδ. Μπουκουμάνης.

Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή Αγάπη. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο Έρως & η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος.