Λαχταρώ

Εικόνα

 

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μʼ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,
και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σʼ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σʼ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σʼ ήξερα μια ζωή.
Και νʼ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σʼ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και νʼ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απʼ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και νʼ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σʼ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σʼ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σʼ αφήνω να σηκωθείς απʼ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απʼ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,

Έρωτά μου για σένα.

Sarah Kane, «Λαχταρώ», Εκδ. Η νέα ΣΚΗΝΗ (απόσπασμα)

[ «Η Σάρα Κέιν πέθανε τραγικά. Ήταν τόσο μεγάλος και τόσος βαθύς ο τρόμος του κόσμου. Δεν τον άντεξε, ήταν γυμνή. Απροστάτευτη. Γυμνά είναι και τα έργα της. Τρομαγμένα. Τρομερά.» -Harold Pinter ]

Η εργασία ως χαρά, ανέφικτη για τους ψυχολόγους

Magritte.png

Η εργασία ως χαρά, ανέφικτη για τους ψυχολόγους.

Ναυτία από την πολλή ψυχολογία. Αν κάποιος έχει γερά πόδια και περάσει στην ψυχολογία, μπορεί, μέσα σε λίγο χρόνο και με όποια ζιγκ-ζαγκ του αρέσει, να καλύψει αποστάσεις που δεν μπορεί να καλύψει σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο. Ξεχειλίζουν τα μάτια του απ’ το θέαμα.

[F. Kafka, «Τα οχτώ μπλε τετράδια», Εκδ. ΑΡΧΕΤΥΠΟ (απόσπασμα) ||R. Magritte, The Psychologist]

Περί Σαγήνης

Εικόνα

 

«Δεν υπάρχει χρόνος της σαγήνης ούτε χρόνος για σαγήνη, όμως η σαγήνη έχει το ρυθμό της, χωρίς τον οποίο δεν συμβαίνει. Δεν επιμερίζεται όπως μία οργανική στρατηγική, η οποία εκτυλίσσεται ακολουθώντας ενδιάμεσες φάσεις. Επενεργεί στιγμιαία, με μία και μόνη κίνηση, και αποτελεί πάντοτε αυτοσκοπό για την ίδια.

Δεν υπάρχει διακοπή στον κύκλο της σαγήνης. Μπορούμε να σαγηνεύσουμε τούτη εδώ για να σαγηνεύσουμε την άλλη. Αλλά και να σαγηνεύσουμε για να βαυκαλιστούμε. Είναι δυσδιάκριτη η αυταπάτη που οδηγεί από το ένα στο άλλο. Τι είναι εντέλει σαγηνευτικό, να σαγηνεύεις ή να σαγηνεύεσαι; Το να σαγηνεύεσαι όμως είναι σαφώς ο καλύτερος τρόπος να σαγηνεύεις. Είναι μία στροφή δίχως τέλος. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει ενεργητικό ή παθητικό στη σαγήνη, έτσι δεν υπάρχει υποκείμενο ή αντικείμενο, ούτε εσωτερικό ή εξωτερικό: παίζει και στις δύο πλευρές και δεν τα χωρίζει κανένα όριο. Όποιος δεν έχει σαγηνευτεί δεν μπορεί να σαγηνεύσει τους άλλους.

Επειδή η σαγήνη δεν σταματά ποτέ στην αλήθεια των σημείων, αλλά στην πλάνη και στο μυστικό, εγκαινιάζει έναν τρόπο διακίνησης επίσης μυστικό και τελετουργικό, ένα είδος άμεσης μύησης που υπακούει μόνο στον δικό του κανόνα του παιχνιδιού.

Το να σαγηνεύεσαι σημαίνει να εκτρέπεσαι από την αλήθεια σου. Το να σαγηνεύεις σημαίνει να εκτρέπεις τον άλλο από την αλήθεια του. Η αλήθεια αυτή αποτελεί εφεξής ένα μυστικό που ξεγλιστρά από αυτήν (Βενσάν Ντεκόμπ).

Η σαγήνη είναι αυθωρεί αντιστρέψιμη και η αντιστρεψιμότητά της είναι φτιαγμένη από την πρόκληση που συνεπάγεται και το μυστικό όπου κατακρημνίζεται.

Δύναμη έλξης και περίσπασης, δύναμη απορρόφησης και γοητείας, δύναμη κατάρρευσης, όχι μονάχα του σεξ αλλά και του πραγματικού στο σύνολό του, δύναμη πρόκλησης – ποτέ οικονομία σεξ και λόγου, αλλά υπερθεματισμός χάρης και βίας, ένα στιγμιαίο πάθος όπου το σεξ μπορεί να προκύψει ενώ μπορεί εξίσου να εξαντληθεί στον εαυτό του, μέσα σε αυτή τη διαδικασία πρόκλησης και θανάτου, μέσα στη ριζική αοριστία χάρη στην οποία διαφοροποιείται από την ενόρμηση, η οποία είναι αόριστη ως προς το αντικείμενό της αλλά ορισμένη ως δύναμη και ως απαρχή, ενώ το σαγηνευτικό πάθος δεν έχει ούτε ουσία ούτε απαρχή: δεν αντλεί την έντασή του από κάποια λιβιδινική επένδυση, από κάποια ενέργεια επιθυμίας, αλλά από την καθαρή μορφή του παιχνιδιού και του αμιγώς τυπικού υπερθεματισμού.

[…] Για να υπάρξει πρόκληση ή σαγήνη, πρέπει να εκλείψει κάθε συμβατική σχέση εν όψει μίας σχέσης δυαδικής, πλασμένης από μυστικά σημεία, αποκομμένα από την ανταλλαγή, τα οποία αντλούν όλη τους την ένταση από το διαρκές τους μοίρασμα, την άμεσή τους αντήχηση. Παρόμοια είναι η μαγεία της σαγήνης, η οποία καταλύει κάθε οικονομία της επιθυμίας, κάθε σεξουαλική ή ψυχολογική σύμβαση και την αντικαθιστά με έναν ίλιγγο απόκρισης – ποτέ επένδυση: διακύβευμα∙ ποτέ συμβόλαιο: συμφωνία∙ ποτέ ατομική: δυαδική∙ ποτέ ψυχολογική: τελετουργική∙ ποτέ φυσική: τεχνητή. Δεν είναι στρατηγική κανενός: είναι πεπρωμένο.

[…]Τα πάντα είναι σαγήνη, τα πάντα δεν είναι παρά σαγήνη.

 

Jean Baudrillard, «Περί σαγήνης», Εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ (απόσπασμα)

Aldo Carotenuto

Εικόνα

…»Η ζήλια είναι αιτία πόνου και δυστυχίας, γιατί εκείνος που έχει πέσει θύμα της, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή του δεν έχει νόημα χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο και ότι μόνο ζώντας μαζί του μπορεί να φθάσει στην ωριμότητα. Αυτό φέρνει τον ερωτευμένο αντιμέτωπο με το αίσθημα πως είναι ημιτελής, κι αυτό τον γεμίζει με τόση αγωνία και άγχος ώστε το φάντασμά του τον αποτρέπει από το να αφεθεί. Φοβόμαστε λοιπόν να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το αίσθημα της μηδαμινότητας και της ανεπάρκειάς μας, γιατί τότε θα νιώθουμε σαν να είμαστε ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης που υπάρχει εφόσον υπάρχει και ο άλλος. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία, χρειάζεται, όπως είπα, θάρρος.

Εκείνος που κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του μπορεί να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν παρασύρθηκε, ποτέ δεν δέχθηκε τον έρωτα, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται, και με τη ζηλοτυπία του και με τις φωτεινές αλλά και ταπεινές στιγμές του, μπορούμε να πούμε ότι έζησε μία άτολμη ζωή, ότι από δειλία δήλωσε άρνηση σε κάτι μεγάλο, σε μία γνήσια ζωή. Η αποδοχή της μικρότητας και της ανεπάρκειάς μας είναι σημάδι ωριμότητας. Αποδεχόμενοι την πιθανότητα να ζηλέψουμε, δεχόμαστε και τον κίνδυνο να δούμε τη ζωή μας να εξελίσσεται μόνο υπό τον όρο ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα είναι κοντά μας. Ο Μπαρτ (1977, σελ. 98) γράφει: «Ως ζηλότυπος υποφέρω τετραπλάσια. Υποφέρω επειδή ζηλεύω, υποφέρω επειδή κατηγορώ τον εαυτό μου που ζηλεύω, υποφέρω επειδή φοβάμαι πως η ζήλεια μου μπορεί να πληγώσει τον άλλο, υποφέρω επειδή αφήνω να με εξουσιάζει κάτι πολύ πεζό κι ασήμαντο: υποφέρω επειδή φοβάμαι μην παραγκωνιστώ, υποφέρω επειδή φοβάμαι μη γίνω επιθετικός, υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι τρελός κι υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι σαν όλους τους άλλους».

Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια στην πιθανότητα να νιώσουμε ζήλια και να επιτρέπουμε τον εαυτό μας να το ζήσει μέχρι τέλους. Αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε τις σκοτεινές του πλευρές, τα παθολογικά του σημεία. Και πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε την παθολογία μας, γιατί μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε αυτογνωσία. Όπως είναι λάθος να προσπαθούμε να γιατρέψουμε τις παραισθήσεις μας με φάρμακα, είναι και λάθος να θέλουμε να νικήσουμε τη ζήλια με τη δύναμη της θέλησής μας, γιατί αυτή μας βοηθά να γνωρίζουμε τις πιο απόκρυφες πλευρές του έρωτά μας.»

 

Aldo Carotenuto, «Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου», Εκδ. ίταμος (απόσπασμα)

*Πίνακας του Α. Αλεξανδράκη, «Καθισμένη γυναίκα με το χέρι στο κεφάλι της»

«Ζήσε λοιπόν γεμάτα τη ζωή που σου δόθηκε.»

Εικόνα

«Ξένε», μου λέει, «ακολουθούμε το δρόμο που χάραξε η φύση. Η ύπαρξή μας είναι υφασμένη μαζί με τ’ άστρα, τον ήλιο, τη σελήνη, και με τις εποχές που ακολουθούνε ταχτικά η μία την άλλη και πάλι μας ξανάρχονται ολοένα. Η παραμικρότερη κίνηση στον ουρανό, κάθε αλλαγή στη γη, επηρεάζουν τη ζωή μας. Ζήσε σύμφωνα μ’ αυτούς τους νόμους. Σκέψου μονάχος και ζήσε το τέλειο μέσα στον εαυτό σου.»

Έπειτα μου λέει: «Μην εξετάζεις ούτε από πού ερχόμαστε, ούτε πού πάμε. Είναι ματαιοπονία, γιατί, ακόμα κι αν το μάθεις, τίποτα δε θ’ αλλάξει ούτε κατά μία τελεία. Ζήσε λοιπόν γεμάτα τη ζωή που σου δόθηκε. Κάποιος δικός σου σοφός είπε μια μεγάλη αλήθεια: Είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο.»

 

Κοσμάς Πολίτης, «Εκάτη», Εκδ. ΕΡΜΗΣ (απόσπασμα)

Το Ηλιοτρόπιο

Εικόνα

Ήταν κάποτε ένα λιβάδι, γεμάτο ηλιοτρόπια.

Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο.

Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γυρίζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω.

Εκτός από ένα.

Ένα μόνο ηλιοτρόπιο, απ όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου, δεν κοίταζε τον ήλιο.

Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει

Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω.

 

«Μα, γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;»

ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια , απορημένα

«Και γιατί να τον κοιτώ;»

«Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει, κι ανασαίνει φως»

«Ε, και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε»

«Τι θες να πεις, δε σ αρέσει δηλαδή;»

«Καλός είναι, δε λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσαμε το βράδυ.

Αλήθεια, δε μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σα χαζά μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει»

 

«Δεν είναι στα καλά του», σκέφτονταν τα άλλα ηλιοτρόπια. «Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάξει τον ήλιο.»

 

Και περνούσαν οι μέρες,

Κι όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο, εκτός από κείνο το ένα που κοιτούσε πάντα απ την αντίθετη πλευρά

 

– «Δε μου λες; Γιατί δε με κοιτάς;»

– «Άσε με ήσυχο» είπε το ηλιοτρόπιο

– «Πες μου, γιατί δε με κοιτάς ;»

– «Θέλεις αλήθεια να σου πω ;»

– «Ναι»

– «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα,

Μόνο για μένα να γελάς

Να λάμπεις μόνο για μένα

Εμένα μόνο να ζεσταίνεις.» είπε το ηλιοτρόπιο.

«Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι, θα σε κοιτούσα.»

– «Μα, δε γίνεται αυτό.» αποκρίθηκε ο ήλιος

«Δε γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελώ μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω; Δε γίνεται.»

– «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτώ»

– «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς.»

– «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ; Παράτα με.» Είπε το ηλιοτρόπιο.

Δε μίλησε ο ήλιος. Και το μικρό ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη μεριά.

Και περνούσαν οι μέρες κι άρχισε να χλωμιάζει το ηλιοτρόπιο.

«Είδατε;», ψιθύριζαν τα άλλα μεταξύ τους.

«Δεν κοιτάζει τον ήλιο, και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα.

Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε. έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί»

 

Είχαν δίκιο.

Κάθε μέρα που περνούσε, το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό.

Ο μίσχος, τα πέταλά του, μαραινόταν αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει το βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα, το άκουγαν να μιλά μονάχο του. «Φύγε,» έλεγε, «δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε.»

 

Ώσπου ένα βράδυ,

Το τελευταίο εκείνο βράδυ,

Όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί,

Μέσα στη νύχτα,

Μέσα στη σιωπή,

Πρόβαλε ο ήλιος.

Πρώτη φορά έβγαινε βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ’ ένα χρυσαφένιο, μαγευτικό φως τα όνειρό του.

 

«Ήρθες;» είπε το ηλιοτρόπιο.

«Ήρθα» είπε ο ήλιος.

«Μόνο για μένα;»

«Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Έλα».

Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο.

Τόσο ανάλαφρο, σα να μην το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν ανεβαίνει Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Κι ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, δε γίνεται πιο φωτεινός. Κι έφτασε κοντά στον ήλιο.

Κι από κει ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια.

Είδε λίμνες, είδε λειμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραφτάλιζαν, κι ολόλευκα πουλιά πάνω από βουνά ασημένια.

 

– «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος

Κι εκείνο πήγε κοντά.

– «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος

Κι εκείνο πήγε πιο κοντά.

«Κοίτα με» είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο. Για εσένα μόνο.», είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.

 

Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη, να το καίει σαν πυρετός. Σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός, απ’ άκρη σ’ άκρη.

Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν τα σπόρια, να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν το κύμα, σπίθες χρυσές ν’ αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα, κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά.

Ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάλιζαν ονειρικά. Θάλασσες απέραντες, δίχως αρχή και δίχως τέλος.

Είχε συννεφιά το άλλο πρωί.

Δε βγήκε κείνη τη μέρα ο ήλιος.

Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος.

Το ηλιοτρόπιο έγειρε στον ίσκιο του, ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, δίχως πνοή, ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.

 

«Τα ‘θελε και τα ‘παθε», είπε ένα

«Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο.

Έτσι είπαν.

Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν.

Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε.

Πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του.

Κανένα δεν έμαθε ποτέ, το τελευταίο όνειρό του.

 

Ευγένιος Τριβιζάς – Το Ηλιοτρόπιο

[Ευχαριστώ: http://www.youtube.com/watch?v=pJVGd9YK0bU]

Το Μαγαζί της Αλήθειας

Εικόνα

 

Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία. Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι… Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:

                                                             Το μαγαζί της αλήθειας

Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν.

Μπήκε.

Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε: «Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;»

«Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;»

Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί οτι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.

«Θέλω πλήρη αλήθεια» αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.

Είμαι τόσο απηυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες, σκέφτηκε. Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες.

«Απόλυτη αλήθεια» διόρθωσε.

«Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με.»

Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:

«Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει.»

Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.

«Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια.»

«Αχά. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;»

«Όχι. Πόσο κοστίζει;» αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.

«Για όλη την αλήθεια», είπε ο πωλητής «το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας.»

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.

«Ε..ευχαριστώ… Συγνώμη…» ψέλλισε.

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.

Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό…

«Ίσως αργότερα…» σκέφτηκε.

 

Jorge Bucay, «Να σου πω μια ιστορία – διηγήσεις που μ’ έμαθαν να ζω», Εκδ. OPERA (απόσπασμα)

Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή

Εικόνα

«Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νά ‘ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μάς έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι — που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι — δεν ξέρουν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν ν’ αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δυο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)˙ είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου˙ είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θά ‘πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι˙ ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.

Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή… Τι μπορεί όμως να βγει απ’ αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό τών μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί τα ονομάζουν «ένωσή» τους και πολύ θά ‘θελαν να τα ονομάσουν «ευτυχία» τους; Και τι τούς μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη τού άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να ‘ρχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα τής απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες˙ ανταλλάζει το «πήγαιν’-έλα» των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ’ όπου δε μπορεί να βγει άλλο τίποτα παρά σιχασιά, απογοήτευση και φτώχεια. Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ’ τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ’ αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή τής ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις τών δρόμων.

Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο τής αγάπης, για πόσους τα σύνορα τού έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (Οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν — σίγουρα — πιο πέρα από κει.) Νιώθουν, πολλοί, να λυγίζουν κάτ’ απ’ το βάρος αυτού τού λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα — λιγότερο από άλλα, που είναι το ίδιο σημαντικά — δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σ’ όλες τις περιπτώσεις˙ νιώθουν πως τα προβλήματα αυτά — άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο — χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούρια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί — μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους που δεν ξεχωρίζουν ο ένας απ’ τον άλλον, μια και δεν έχουν πια τίποτα Δικό τους — πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποιαν έξοδο, για να ξεφύγουν απ’ την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει η μοναξιά τους;

Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλιτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ’ άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. Ό,τι βγαίνει απ’ αυτές τις βιαστικές κι ανυπόμονες, θολές και ταραγμένες ενώσεις, είναι πάντα συμβατικό. Κάθε σχέση που είναι καρπός αυτής της πλάνης έχει κάτι το συμβατικό, ακόμα κι αν είναι ασυνήθιστη (ή, όπως λέει ο κόσμος, ανήθικη). Κι ο χωρισμός ακόμα θά ‘ταν μια συμβατική χειρονομία, μια απρόσωπη τυχαία απόφαση, αδύναμη κι άκαρπη.

Στο δρόμο τού Έρωτα (όπως και στο δρόμο τού Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις — άμα τον αντικρύζεις σοβαρά — κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα τού έρωτα και τού θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει απ’ τη ζωή μας σ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία — αντίς να χανόμαστε σ’ όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτερη σοβαρότητα της ζωής — ίσως τότε, κείνοι που θά ‘ρθουν καιρό έπειτ’ από μάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα˙ και θά ‘ταν σημαντικό τούτο.

[…]

Αυτή η πρόοδος (ενάντια στη θέληση του άντρα, που θα μείνει, στην αρχή, πίσω) θα μεταμορφώσει ριζικά την ερωτική ζωή, πλημμυρισμένην από τόσες πλάνες σήμερα: ο έρωτας δε θά ‘ναι πια σχέση άντρα με γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο˙ θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση (γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, καλός και καθάριος σε όλα κείνα που σμίγει και χωρίζει). Θά ‘ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ’ αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον.

Και τούτο ακόμα: μη νομίσετε πως χάθηκε ο μεγάλος έρωτας που σας κυρίεψε κάποτε στα εφηβικά σας χρόνια˙ δε μέστωσαν, τότε, εντός σας τρανοί κι ευγενικοί πόθοι και σχέδια που, σήμερα ακόμα, τροφοδοτούν τη ζωή σας; Πιστεύω πως αυτός ο έρωτας μένει έτσι άφθαρτος και δυνατός μέσα στη θύμησή σας, επειδή στάθηκε η πρώτη σας βαθιά μόνωση, ο πρώτος εσώτερος μόχθος που κάνατε στη ζωή σας.»

Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή», Εκδ. Ίκαρος (απόσπασμα)

Η Βίβλος των Ηδονών

Εικόνα

«…Αν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας. Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού, τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.

Αν, πάντως, οι εραστές που χτες λατρεύονταν χωρίζουν ξαφνικά μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, η αιτία δεν βρίσκεται σε κάποιο αναλλοίωτο νόμο της παρακμής, σε κάποια αδυσώπητη μοίρα της κούρασης. Προέρχεται από τη μέγγενη των ανταλλαγών, που μαραίνει τα πάθη, σβήνει τις φλόγες της καρδιάς, πνίγει τις παρορμήσεις…

Αντί να μείνουν άπληστοι για τα πάντα μέχρι την εσχατιά του κορεσμού, να που οι εραστές επικαλούνται το καθήκον, απαιτούν αποδείξεις, αναζητούν μια παραγωγικότητα της στοργής. Επιβάλλονται νόρμες συνοδευόμενες από την απαίτηση της αυστηρής τήρησής τους, δεν γίνεται πια ανεκτή η απερίσκεπτη λήθη, η αδεξιότητα, το ανάρμοστο, η φαντασιοκοπία, τα πάντα αποτελούν αφορμή επιπλήξεων και κυρώσεων. Επειδή τους λείπει η θέληση να δημιουργήσουν την αλλαγή όπου θα ξαναβρεθούν, δανείζονται τα δεκανίκια της κοινωνίας που τους ακρωτηριάζει από τη γενναιοδωρία τους.

Η ψυχρή λογική αποδιώχνει την τρέλα της αφθονίας και έρχεται να κάνει απολογισμό των πραγμάτων. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί του να ζητάς και να δίνεις λογαριασμό, των υποχρεώσεων που πληρώνουν εντόκως τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα, των φιλιών έναντι φιλιών που προαναγγέλλουν το ‘‘μία σου και μία μου’’ του απελπισμένου γοήτρου.

Με το να ιδιοποιούνται ο ένας τον άλλο, με το να μετράνε την αμοιβαία στοργή, ο καθένας καταλήγει να πειστεί ότι τα προτερήματα του άλλου ήταν προϊόν της φαντασίας, ότι η γενναιοδωρία δεν ανταμείβεται όπως πρέπει κι ότι η έλξη δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη. Ο έρωτας διαμαρτύρεται ότι εκχωρήθηκε σε αφερέγγυο οφειλέτη, οι απογοητεύσεις συντάσσουν ένα πιστοποιητικό χρεωκοπίας, το πάθος καταλήγει στη μικροπρέπεια, η στοργή στο παζάρεμα, η φιλία στη συκοφάντηση…

Πώς να ζήσουμε σ’ ένα κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται; Τις λίγες απολαύσεις που σας απέμειναν να προσφέρετε στους άλλους και στον εαυτό σας, έχετε βαλθεί να τις ανταλλάξετε, να τις λογαριάσετε, να τις ζυγίσετε [να ορίσετε ισοτιμίες]…

…Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ. Αυτό το ξέρουν τα παιδιά, που παίρνουν τα πάντα για να τα προσφέρουν στην τύχη. Η αισθησιακή αφθονία ζωογονεί τις τοπιογραφίες τους πριν η οικονομική επιταγή αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση του βιώματος. Πριν μάθουν την ανταποδοτικότητα, πριν μυηθούν στο να αξίζουν ένα δώρο, να απαιτούν τα οφειλόμενα, να ανταμείβουν για ένα κέρδος, να τιμωρούν για μία υποτίμηση, να ευχαριστούν εκείνους που τους αφαιρούν ένα προς ένα τα θέλγητρα μιας ύπαρξης δίχως αντάλλαγμα.

Το ίδιο ισχύει και για τους παθιασμένους, αυτά τα παιδιά που ξανά-ανακαλύφθηκαν μέσα στον εαυτό τους. Οι εραστές δίνουν τα πάντα και παίρνουν τα πάντα ανεπιφύλακτα. Σαν να συναγωνίζονται ποιός θα προσφέρει τα περισσότερα δίχως να ζητά τίποτα σε ανταπόδοση. Κι αυτό δεν παύει να δίνει περισσότερη δύναμη στον έρωτα, που αντλεί νέες απολαύσεις ακόμα κι από τις ατονίες του και τις εξαντλήσεις του…

Αν η συγκυρία των συναντήσεων μου προσφέρει τον έρωτα σου και σου προσφέρει τον δικό μου, μην υποβιβάζεις την αρμονία των επιθυμιών μας σε αντάλλαγμα… [Πρέπει να ζητώ ανταπόδοση] για να αγαπήσω; …τόσο λίγο αγαπώ τον εαυτό μου; …Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στο δρόμο του δούναι και λαβείν, προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και το θάνατο…

…Όποιος ξέρει να αφουγκράζεται προσεκτικά την απόλαυση, αγνοεί πατρίδες και σύνορα, αφέντες και δούλους, κέρδος και ζημιά. Η σεξουαλική πληθώρα είναι αυτάρκης, έχει στο χώρο της και στο χρόνο της αρκετή τόλμη για να συντρίψει ό,τι την εμποδίζει…»

Raoul Vaneigem, Η Βίβλος των Ηδονών – απόσπασμα

[ Ευχαριστώ: http://isotita.wordpress.com/raoul-vaneigem-%CE%B7-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%BF%CF%83-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B7%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CF%89%CE%BD/ ]

Η πτώση

Εικόνα

Όσο για μένα, η αδικία ήταν ακόμα πιο μεγάλη: με καταδίκαζαν για παλιές ευτυχίες. Είχα ζήσει καιρό μέσα στην αυταπάτη μιας γενικής ομόνοιας, ενώ απ’ όλες τις μεριές οι κριτικές, τα βέλη και οι ειρωνείες έπεφταν βροχή πάνω μου, σ’ εμένα τον αφηρημένο και ανέμελο. Από την ημέρα που μυρίστηκα τον κίνδυνο, άνοιξαν τα μάτια μου. Δέχτηκα ταυτόχρονα όλα τα πλήγματα κι έχασα μονομιάς τις δυνάμεις μου. Ολάκερο το σύμπαν βάλθηκε τότε να γελάει ολόγυρα μου.

Να λοιπόν τι δεν μπορεί ν’ ανεχτεί κανένας άνθρωπος (εκτός από εκείνους που δεν ξέρουν να ζουν, εννοώ τους συνετούς). Η μόνη λύση είναι η κακία. Οι άνθρωποι βιάζονται τότε να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πιο φυσική ιδέα του ανθρώπου, εκείνη που του έρχεται ανεπιτήδευτα, από τα βάθη της ψυχή του, είναι η ιδέα πως είναι αθώος.

Albert Camus, Η πτώση-απόσπασμα