Μεθόριος και Κύκλοι

ToulouseLautrec the alcoholic

Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρό­νια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτω­μάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, ε­ξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δί­κης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγό­μενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τι­μωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πί­νει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύ­λου κύκλου.

Το αλκοόλ, για το οποίο λέγονται καθημερινά στην τηλεόραση αμέτρητες ασυναρτησίες από ψυχολόγους της κακιάς ώρας, είναι αυτό καθεαυτό έ­νας φαύλος κύκλος, μια αιώνια κίνηση περιστροφής γύρω απ’ το δίπολο μα­νία/κατάθλιψη. Σημειωτέον ότι το hangover είναι σωματικό μόνον στους πρω­τάρηδες, που ταλαιπωρούνται από πονοκέφαλο και ναυτία· απεναντίας, στους έμπειρους πότες το hangover είναι αποκλειστικά ψυχικό, κυρίως ανυ­πόφορη κακοκεφιά και ισχυρές μετασεισμικές δονήσεις με επίκεντρο τα ο­χυρά της ενοχής. Το πρωινό της εκάστοτε επομένης, μέσα στην άβυσσο της αυτολύπησης, δεν έχεις άλλη διέξοδο από το να αναζητήσεις κάποιο φάρμα­κο για την ατονία και τα φρικτά μουδιάσματα της σκέψης σου και το φάρμα­κο δεν είναι πλέον η ασπιρίνη, που θα περιόριζε το βάσανο της αγγειοσυστο­λής όπως όταν ήσουν εικοσάρης, αλλά ένα διεγερτικό των λιπόθυμων ψυχι­κών ίσκιων, οι οποίοι -καλώς τους!- ξυπνούν αμέσως μόλις ακούσουν το κουδούνισμα απ’ τα παγάκια στο ποτήρι. Ξαναπίνεις σήμερα για να μη θυμάσαι τι ήπιες χθες.

Και οι ίσκιοι είναι και πάλι ετοιμοπόλεμοι και η βραδιά θα ξετυλιχθεί με τους ίδιους ηχηρούς καβγάδες, την ίδια εξουθενωτική ευφορία, τις ίδιες παραισθήσεις μεγαλείου και, εντέλει, την ίδια σπουδαιοφανή κατρακύλα στην αποβλάκωση, όπου ο χρήστης του αλκοόλ ζει αλυσοδεμένος. Και πολλοί βιάζονται να του πουν ότι αν έκοβε το ποτό θα ελευθερωνόταν, ενώ η αλή­θεια είναι, αντίστροφα, ότι, ΑΝ ελευθερωνόταν, τότε ναι, θα εγκατέλειπε το ποτό συνειδητοποιώντας πως η μέθη υπεδείκνυε απλώς μια παρακαμπτήριο γύρω απ’ το φέρον υποστύλωμα του είναι του, αυτό που η γερμανική γλώσσα, ας της αναγνωρίσουμε την πρωτιά, ονόμασε dasUnbewusste, το ασυνείδητο.

Tέτοια υπήρξε ανέκαθεν και η διαφορά μου, κατ’ ουσίαν ιδιοσυγκρασιακή, απ’ τον φίλο μου τον Κωστή Παπαγιώργη, που αφήνει στα γραπτά του να εννοηθεί το αυτονόητο, δηλαδή ότι το αλκοόλ οδηγεί σε προβλήματα συνύπαρξης, ενώ για μένα, αντίθετα, είναι τα προβλήματα συνύπαρξης που οδηγούν στο αλκοόλ, και όχι μόνον αλλά αποδεικνύονται οι καλύτεροι ξεναγοί στα τοπία της κραιπάλης. Αναλόγως, κατ’ εμέ, η αγοραφοβία, που συχνά πλήττει τους πρώην χρήστες αμέσως μόλις βγουν απ’ το λούκι, δεν αποτελεί αίτιο, όπως για τον Κωστή, αλλά αποτέλεσμα. Δυστυχώς, είτε αρέσει είτε όχι, το αίτιο παραμένει φροϋδικής τάξεως και ελάχιστα με ενδιαφέρει αν ο Φρόι­ντ θεωρείται ή όχι ξεπερασμένος. Εφόσον το αλκοόλ έχει γίνει απαραίτητο, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι έχεις βάλει στο στόμα σου τον μαστό μιας φαντασιακής μητέρας που η τρελή της αγάπη, συγκεχυμένη και ανεπαρκής, θα σε δηλητηριάζει ισοβίως με την αποζημίωση ενός είδους φυτικής νάρκης, η ο­ποία υπόσχεται να αμβλύνει τον ορίζοντα των συμβάντων μέχρι του σημείου να πιστέψεις ότι τα νοσταλγείς. Και η παραπειστική αυτή νοσταλγία ισοδυ­ναμεί με τη βιοχημική έκρηξη του οινοπνεύματος των 40 βαθμών.

Αυτά ως προς το μπιμπερό. Από μια άποψη, δεν έχουν εντελώς άδικο ό­σοι λένε ότι ο αλκοολικός μάχεται την πλήξη, αφού μοιάζει να κάνει ει­δικά αυτό, ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν αναζητάει παρά τη σβέση των αντιστάσεων της ψυχής του, την εξουδετέρωση των ελατηρίων που κινητοποιούνται με τη συγκίνηση. Αναζητάει τη στασιμότητα, άρα την άλλη όψη της ί­διας εκείνης πλήξης που φαινομενικά απεχθάνεται. Από τα βάθη αυτού του τέλματος, μια μυστική φωνή τον παροτρύνει να εύχεται συμβάντα που θα χρη­σιμεύουν σαν έμμεσες διαβεβαιώσεις του ότι εξακολουθεί να είναι ζωντανός. Όμως άπαξ και αντιληφθεί εκείνη τη ζωντανή ρίζα που πάλλεται μέσα του κα­τά τη στιγμή της ευφορίας, τρομάζει αρκετά ώστε να την πνίξει με μια ποσό­τητα επιπλέον αναισθητικού. Σ’ αυτόν τον αποενεργοποιημένο τρόμο, που κα­ταλήγει να τον απολαμβάνει κανείς αντί παυσίπονου, ο ποιητής Ηλίας Λόγιος είχε δώσει το όνομα «πένθος του ορυκτού».

Σαν τους περισσότερους φίλους μου, φερ’ ειπείν σαν τον Λάγιο ή τον Κωστή ή τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, ξόδεψα δεκαετίες πιστεύοντας, ή μισοπιστεύοντας, ότι το αλκοόλ ήταν κάτι στο οποίο μπορούσαν να πιστωθούν η­ρωικοί θρύλοι και φλογερές επαναστάσεις κατά του κομφορμισμού της μεσαίας τάξης, μεθυσμένες περιπέτειες ποιητών σαν τον Ρεμπό και τον Βερλέν και ταξίδια σε παράλληλους, περιθωριακούς, φαντασμαγορικούς κόσμους στρωμένους με πορφύρες. Γιατί αληθεύει ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυ­τούς που θέλουν να ακούν ιστορίες της πείνας και σ’ εκείνους που προτιμούν τις ιστορίες της δίψας, κι εμείς ανήκαμε στη δεύτερη κατηγορία.

Εντούτοις, το αλκοόλ, εκ των υστέρων το καταλαβαίνει κι ένας αφελής, δεν είναι παρά το μείζον σύμπτωμα μιας σοβαρής διαταραχής και η παραφορά τόσων και τόσων καλλιτεχνών που έζησαν με την έμπνευση τους να πυρακτώνεται στις φωτιές που υποδαύλιζαν το αψέντι και το ουίσκι ή το ρού­μι ήταν, στην ουσία, μια δρακόντεια άμυνα των ψυχικών τους αντισωμάτων -όπως καληώρα με τον Λάγιο. Σαν να λέμε, αν η ίδια κατάχρηση γινόταν από κάποιον λιγότερο επιδέξιο στις συνομιλίες με τον θάνατο και την τρέλα, αυ­τός θα καταντούσε απλώς πιο ανόητος απ’ ό,τι ήταν όταν άρχισε να καλοπιά­νει τον μπάρμαν ζητώντας ένα τελευταίο για τον δρόμο.

Σε πείσμα της γραμματικής, η αγάπη είναι αρσενική και ο έρωτας θηλυκός αλλά το αλκοόλ είναι όντως ουδέτερο. Πίνοντας, επιδιώκουμε α­κριβώς την ουδετερότητα, έναν πλήρη συμψηφισμό αποχαύνωσης και υπερ­διέγερσης· το ανομολόγητο όνειρο του πότη είναι η κατάσταση αιώρησης στον αφρό του θανάτου. Μ’ αυτό τον αντιπερισπασμό κατορθώνει να παραβλέψει την απελπισία απ’ το ότι του έλειψε εκείνο που πρωτίστως και πάντοτε λείπει, δηλαδή η πλησμονή, η περίσσεια έλλογων και ισορροπημένων σχέσεων στορ­γής με τους γεννήτορες. Έτσι, το ποτό είναι μια περιοχή πένθους όπου πενθείς για το φέρετρο, όχι για τον νεκρό. Όσο λάθος είναι να πεις ότι η σύφιλη με­ταδίδεται με το νανούρισμα, άλλο τόσο σφάλλεις πιστεύοντας ότι ο πυρετός του αλκοόλ, μεταδίδεται από τις κακές συναναστροφές.

 

Ευγένιος Αρανίτσης, κείμενο από την στήλη του «Παράδοξα», στην Ελευθεροτυπία.

*Πίνακας: Henri de Toulouse-Lautrec, «The Alcoholic, Father Mathias»

[Ευχαριστώ: https://torafeio.wordpress.com/]

Οι Έκνταλ γιορτάζουν

μαλβινα
Σπίτι ακατάστατο. Εσύ το λες ζωισμένο. Βιβλία στο πάτωμα. Τα παιδιά στην τραπεζαρία. Με τους φίλους τους. Ο μικρός με το κορίτσι του. Για κοίτα. Γέλια – μια ξεχασμένη κατσαρόλα καίγεται. Μαχαιροπίρουνα χτυπάνε ακόμα πού και πού πάνω στα κρύσταλλα. Μουσικές και μουσικές. Κυριακή μεσημέρι – μια οικογένεια που σαν ανοιχτό όστρακο, αλλά προστατευμένη φαίνεται. Κόκκαλα ψαριού πάνω στην παλισάνδρη της τραπεζαρίας. Ίχνη λαδολέμονου στα όμορφα μουτράκια τους. Στο Β&Ο ο Πέρυ Μπλέικ σου. Τους αρέσει.Στο καθιστικό μετά. Καναπέδες και τραπέζια προορισμένα να υποδεχτούν φιλικά πόδια. Το πιν απ της οικογένειας οκλαδόν. Η όμορφή μου αδυνατούλα με τα αθλητικά της. Ώρα για ζάχαρες. Τα σορμπέ μου, δεν μπορείς να πεις. Το καλύτερο σερβίρισμα της πόλης. Χρώματα ροζ και βερντεμέντε. Λιωμένες σοκολάτες και κουλίς. Και λίγη άχνη. Να μας συντρέξει το πνεύμα του Τζάσπερ Τζόουνς. Ψηλά τα ποτήρια. Κολονάτα ποτήρια, κάθε μέρα γιορτή. Μικρή μου Φάνυ, μικρέ μου Αλέξανδρε, και εσύ Ισμαήλ. Παίρνω αγκαλιά το μωρό με τα λακκάκια. Θα βγάλω λόγο. «Εμείς οι Έκνταλ. Ίσως δεν είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Ίσως δεν αφήσουμε ίχνος στον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει και χωρίς εμάς. Εμείς οι Έκνταλ είμαστε προορισμένοι για να υμνήσουμε τη ζωή. Τη χαρά. Τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Το γέλιο ενός μωρού. Ένα κρασί γεννημένο από ήλιους και όχι από καταχνιές. Τον έρωτα. Χορέψτε τώρα. Οι Έκνταλ γιορτάζουν». Αυτό με τρελαίνει. Η έξαψη της χαράς. Που ξεβάφει στα μάγουλα με το δεύτερο ποτήρι. Μετά το σώμα δεν αμύνεται. Λυμένοι οι ώμοι στα μαξιλάρια του καναπέ. Λυμένες κουβέντες. Τελείωσαν τα τασάκια. Αποτσίγαρα μέσα στο πιάτο τώρα πια. Εκεί που λίγο πριν κείτονταν έκπαγλες συνθέσεις. Ζάχαρη άχνη πάνω στην καραμέλα, πώς τη φτιάχνεις; Θα σου το εξηγήσω. Με κάθε λεπτομέρεια θα σου το εξηγήσω. Και ας μην τη φτιάξεις ποτέ. Απομεσήμερο – φλαμανδικό φως φωτίζει τα αστραφτερά μου. Και άλλοι καφέδες και άλλα αποτσίγαρα. Εν τη αταξία η τάξις. Πόσο καιρό έχω να το θυμηθώ;Όμως το είχα πάντα κατά νου. Λίγο διευθετημένα να είναι τα πράγματα της ψυχής – και σπρώχνει δίχως τύψεις τα ψίχουλα κάτω από το χαλί. Αύριο τα ψίχουλα. Τώρα έχει ζωή. Σιγά μην κάτσεις να μαζέψεις. Έχει ζωή. Και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Η απόλυτη τάξη είναι –λένε– επιθυμία θανάτου. Πολλή τάξη οι πεισιθάνατοι. Πολλά καλογυαλισμένα παρκέ οι απαρηγόρητοι.Τη θυμάμαι να συγυρίζει μανιωδώς. Υστερικές γυναίκες, λέει ο δόκτωρ Χάπινες. Αδικαίωτες, θυμοί πνιγμένοι μέσα σε αποστειρωμένες μπανιέρες. Αν μπορούσαν να βράσουν και τα μωρά τους, θα τα έβραζαν με χαρά. Αποστειρωμένο μωρό, καμιά μυρωδιά. Σαν ζωή όπως όπως. Γυναίκες. Κάθε φορά που επιθυμούν να σπάσουν κάτι, το γυαλίζουν. Όσο πληθαίνει η έσω αταξία τόσο τα σπίτια των ανθρώπων νεκροτομεία. Και αυτές οι καινούριες κουζίνες. Τις έχω άχτι. Δεν φτιάχτηκαν τυχαία έτσι. Ανοξείδωτες κουζίνες. Ανοξείδωτα ντουλάπια. Ψυγειοκαταψύκτης ανοξείδωτος. Νομίζεις πως θα τον ανοίξεις και θα ξεπροβάλει ένα πόδι με καρτελάκι. Μια ψυχή με καρτελάκι, δεν τη βλέπει κανείς. Πρέπει να το φωνάξει. Να διαφημίσει το θάνατό της. Ανοίγει φούρνους η νεκρή ψυχή, καθαρίζει, περιφέρεται. Υγρό που σκοτώνει τα βακτηρίδια του φούρνου. Μα ο φούρνος δεν έχει βακτηρίδια. Καμιά σημασία. Πες πως έχει. Πανάκεια τα νεκρά βακτηρίδια, ειδικά του φούρνου, για την ψυχή της γυναίκας. Που καθαρίζει λες και δεν πρόκειται να ξαναλερώσει. Ποτέ, κανένας, τίποτα.Σερβίρω καφέ, αδειάζω τα τασάκια, θυμάμαι ένα μονόπρακτο του Χάινερ Μύλλερ. Η ηρωίδα του γύρισε σπίτι της. Έκανε τα τηλεφωνήματα της επόμενης μέρας. Διευθέτησε τους λογαριασμούς. Άδειασε τα ντουλάπια της. Τα έφτιαξε. Καθάρισε το ψυγείο. Έκανε παρκέ. Ξεσκόνισε. Κάθισε μετά στην πολυθρόνα της. Με ένα πλεκτό. Είδε λίγη τηλεόραση. Και πριν πέσει στα ατσαλάκωτα σεντόνια της κατάπιε εκατό υπνωτικά. Συγύρισε τα κουτιά πριν πέσει. Ύστερα ο ανεξύπνητος. Επιθυμία θανάτου η απόλυτη τάξη.Όταν είσαι μέσα σου χάλια, λέει η μικρή σκορπίζοντας απλόχερα τα ψίχουλά της, το μάτι σου στέκει μόνο στο ελάττωμα. Ανύπαρκτη ζωή, ρυπαρή ζωή, ζωή-ύβρις. Τότε ανακαλύπτεις παντού το ρύπο. Απορρυπαντικά. Για τις νεκρές ψυχές εφευρέθηκαν. Είσαι μέσα σου καλά, το παιδί σου ζωγραφίζει τους τοίχους, στέκεις, κοιτάς, χαίρεσαι. Κάνεις μαζί του σύντομες φιλοσοφικές συζητήσεις πάνω στη φύση του ναΐφ αρνιού. «Ωραία το σχεδίασες. Χωρίς ουρά, ακόμα καλύτερο. Έλα να βάλουμε από πάνω και αστέρια».Στο σπίτι των Έκνταλ οι τοίχοι περιμένουν. Τον πιο μικρό να σηκωθεί να ζωγραφίσει. Στο σπίτι των Έκνταλ, το μισοκάθαρο από γιορτή σπίτι, δεν ζει πια το φοβισμένο κοριτσάκι. Τριών χρόνων και φώναζε: «Το παιδί θέλει να πάει στο χώμα. Το παιδί σας θέλει να πάει στο χώμα». Ό,τι έβλεπε έξω από το συγυρισμένο σπίτι, χώμα το έλεγε. Το σιντριβάνι ήταν χώμα. Τα βότσαλα στον κήπο, χώμα και αυτά. Χώμα η ταράτσα. Χώμα τα δέντρα και τα άλλα σπίτια. Σταυροκοπιούνταν οι οικείοι. Μακάβριο παιδί, όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα». Γρουσούζικο παιδί. Μέσα στο σπίτι οι νεκροί. Πορτρέτα πεθαμένων. Στιλβωμένα ασημικά. Πολυθρόνες-σαρκοφάγοι. Σπίτι-τεφροδόχος. Και την Κυριακή, πάντα ψάρι. Νεκρό δείπνο. Σιωπή στο τραπέζι. Πουθενά κόκαλα ψαριού. Κανένα ίχνος από ψίχουλο. Ο παππούς επόπτευε από το κάδρο. Τότε το παιδί τρόμαζε και όλο «αφήστε με να πάω στο χώμα. Στο χώμα καλύτερα».Τώρα δεν θέλει, παρά τα φύλλα του φθινοπώρου. Να παραδέρνουν στο παρκέ της. Χωρίς τις θήκες τα CD. Η θεωρία της, των καλών ημερών… Πως τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας. Δεν γίνεται να σε κληρονομεί ο καναπές σου. Είναι βλακεία.Στο σπίτι των Έκνταλ, τα πόδια όλων πάνω στο τραπέζι. Το κρασί ξεβάφει το ξύλο τριανταφυλλιάς. Τόσο το καλύτερο, θα θυμάμαι για πάντα το μεσημέρι της Κυριακής. Που ακούμπησες το ποτήρι σου στο σεκρετέρ μου και ξέβαψε. Όσο θα υπάρχει σεκρετέρ εγώ θα το θυμάμαι. Μέχρι να ξεχαστεί στην άκρη του και ένα τσιγάρο σου αναμμένο. Και το σεκρετέρ να πάρει φωτιά. Και τότε ακόμα μεγαλύτερη χαρά στο σπίτι των Έκνταλ. Δύο τζάκια. Το ένα, το σεκρετέρ. Η τριανταφυλλιά καίγεται δύσκολα, θα αντέξει πιο πολλές ώρες η φωτιά. Εκτός και αν θέλουμε περισσότερη φλόγα. Πιάσε το οινόπνευμα. Αν θέλετε μπορούμε και την άλλη εβδομάδα να κάψουμε κάτι. Μέχρι να βαρεθούμε τις φωτιές και να αρχίσουμε να πετάμε νερά.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Είκοσι δύο χρόνων. Είχε έναν τρόπο να ευγνωμονεί – ποιον, δεν ήξερε. Για τη μέρα που της χαρίστηκε. Ένα πρωί ξυπνάει, παραγγέλλει ένα φορτηγό με βότσαλα. Στρώνει το υπνοδωμάτιο. Πάνω κρεβάτι μπρούντζινο. Με ουρανό. Με γάζες. Ανοιχτά παράθυρα και το κρεβάτι ταξιδεύει. Ήρεμος άντρας, χαρούμενος κι αυτός. Είχε έναν τρόπο να την ευγνωμονεί. Για τα όνειρα που αφειδώς εφεύρισκε. Για να του τα χαρίσει. Κουβέντα για γδαρμένα πέλματα – ο άντρας. Χαρούμενη αυτή. Ξερά βότσαλα και το δωμάτιο, άλλοτε παραλία, άλλοτε καλύβα από πέτρα του Σουφ.Ήρεμη γυναίκα, χαρούμενη. Και έφτασε μέρα που το είδε. Εκείνο το αποτσίγαρο. Πεταμένο πίσω από ένα δέντρο. Ανάμεσα στα άλλα δέντρα. Έπρεπε να ψάξεις πολύ για να το διακρίνεις. Γύρω τάξη νεκρική. Επιθυμία θανάτου. Μόνο το αποτσίγαρο. Το εκτός του οπτικού της πεδίου αποτσίγαρο. Δεν πολυφαινόταν. Αλλά υπήρχε. Το είχαν δει και άλλοι νεκροί. Βροχές διέλυσαν το φίλτρο, λίγος καπνός στη ρίζα του δέντρου. Το αποτσίγαρο. Βγήκε και το μάζεψε. Ένα αποτσίγαρο και μια ζωή τη χωρίζει από κείνη τη μέρα.Στο σπίτι των Έκνταλ, ημέρα Κυριακή, τα αποτσίγαρα μέσα στις γλάστρες. Καμιά φορά, όταν βαριέται, και στο ποτήρι μέσα. Ήμερες ψυχές, διασαλευμένη η έξω τάξη. Πού βρίσκεται η χαμένη κάλτσα; Στη χώρα με όλες τις χαμένες κάλτσες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Υπάρχει κάπου μια χώρα που μεταναστεύουν οι αταξινόμητες, αδιευθέτητες κάλτσες. Όλες μαζί. Το προτιμούν από το να πνίγονται η μία μέσα στην άλλη. Βράδυ, και στο σπίτι των Έκνταλ γυναίκα ήρεμη σέρνει ένα πιάτο στο κρεβάτι της. Ψάχνω για την κασέτα σου, βρίσκω μιαν άλλη. Πρόγευμα στο Τίφανυς. Τρώει τον κόσμο να ανακαλύψει τα χαμένα της παπούτσια η ηρωίδα. Βρίσκει μόνο το ένα. «Μπες μέσα, γείτονα. Ψάξε κι εσύ. Κροκοδειλένια μαύρη γόβα. Βρες τη μου».Έχεις δίκιο, φίλε. Όσο υπάρχει έστω και ένας καλός γείτονας, αδύνατον να χαθεί μια γόβα. Ηρωίδα χαρούμενη, ακατάστατη. Το άρωμά της στο γραμματοκιβώτιο μέσα. Για να μη χάνεται στο μπάνιο. Να σου πω μια καληνύχτα και να κλείσω. Νύσταξα; Καληνύχτα, φίλε. Έχε απόψε το κινητό δίπλα σου, φίλε. Μην ονειρευτώ αβαεία με παγκάρια και τρομάξω. Φίλε, Φάνυ, Αλέξανδρε, καλώς ήρθατε πίσω στο σπίτι των Έκνταλ.
Μαλβίνα Κάραλη
[Ευχαριστώ: http://www.lifo.gr ]

Το σπίτι του Αστερίου

Picasso Le Minotaure

Η δε [Πασιφάη] Αστέριον εγέννησε.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 1

Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δε βγαίνω από το σπίτι μου, αλήθεια είναι όμως και ότι οι πόρτες του (άπειρες τον αριθμό) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δεν θα βρει εδώ γυναικείες πομπές ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, θα βρει όμως γαλήνη και απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σ’ όλη τη γη. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα κι οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σ’ ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι τάχα εγώ, ο Αστέριος, είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο μάλιστα, βγήκα στο δρόμο∙ κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλακουτσωτά, σαν ανοιχτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά απ’ το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου, κατάλαβα πως μ’ είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα∙ μερικοί σκαρφάλωσαν στον στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων∙ άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.

Πάντως, είμαι μοναδικός. Δεν μ’ ενδιαφέρει τί μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους∙ κι εγώ, σαν τον φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν καμία θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία∙ ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τί διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δεν μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω γι’ αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.

Να διευκρινίσω ότι δε μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ’ όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμάμαι στ’ αλήθεια∙ κάπου κάπου ανοίγω τα μάτια μου, και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ’ όλα όμως τα παιχνίδια μου, αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή Τώρα βγαίνουμε σε μια άλλη αυλή ή Καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε τα φρεάτιο ή Κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή Τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο. Καμιά φορά κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας.

Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράγμα που έχω κατεβάσει απ’ το κεφάλι μου∙ μ’ έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι ένα άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μία αυλή, ένα πηγάδι, μία ποτίστρα, ένα παχνί∙ υπάρχουν δεκατέσσερα [= άπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος∙ ή, μάλλον, είναι ο κόσμος. Νά όμως που, για να ‘χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα τον Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το ‘χα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις [= άπειρες]. Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, υπάρχουν όμως και δυο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος∙ κάτω, ο Αστέριος. Μπορεί και να ‘μαι εγώ που έπλασα τ’ αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δεν θυμάμαι τίποτα.

Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ’ το κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλο χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί που πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω τη μια στοά απ’ την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ξέρω όμως πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα ‘ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δεν με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσ’ από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματά του. Είθε να με πάει σε κάποιον χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα ‘ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα ‘ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα ‘ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα ‘ναι σαν κι εμένα;

 

Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούντζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.

«Θα το πιστέψεις, Αριάδνη;» είπε ο Θησέας. «Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.»

Στην Μάρτα Μοσκέρα Ήστμαν

J. L. Borges, Το Άλεφ (εκδ. Ύψιλον), μτφ. Α. Κυριακίδης || P. Picasso, The Minotaur

Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Sigmund Freud In Home Office At Desk

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει  μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη. Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία. Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα  πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα. Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου. Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά  με τα οποία προσπαθούμε να  προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

[…]

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προοόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό. Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα. Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση τηςη ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας. Θα μπορούσε να αντιτείνει  κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά; Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών,  ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων. Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο. Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα. Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα  υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου. Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής; Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημεριινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες. Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας. Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του. Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης, του Εβραίου που περίμενε το πογκρόμ. Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει. Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.

 

S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (εκδ. Πλέθρον, μτφ: Β. Πατσογιάννης)

Ο έρως δαίμων μέγας

Cupid_and_Psyche_by_Canova_by_goonerific

[Ο Σωκράτης συνομιλεί με τη Διοτίμα και έχει ισχυριστεί πως ο Έρωτας είναι ένας μεγάλος θεός. Η Διοτίμα, έχοντας αποδείξει ότι ο Έρωτας δεν είναι θεός, παρουσιάζει τη δική της άποψη.]

«Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»

«Σε καμιά περίπτωση.»

«Τότε τι;»

«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»

«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»

«Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό* βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»

«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;»

«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος, όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»

«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;»

«Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως. Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.

Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος · πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου · μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»

«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»

«Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»

*δαίμων: κάθε υπερφυσικό ον, κατώτερο από τους θεούς

Πλάτων, Συμπόσιο 202d8-204b7

Antonio Canova, Psyché ranimée par le baiser de l’Amour  (η Ψυχή αναβιώνει με το φιλί του Έρωτα).

Το βιβλίο που με κράτησε στη ζωή 

  
Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια. Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν. Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: «πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα».
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα «γεμίσω», όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο. Να ‘χεις βγάλει τον εαυτό σου τον πραγματικό, από τον άλλο τον καθημερινό, έξω, και να τον βλέπεις αντίκρυ σου άτρωτον, άφθαρτον, προσιτό στα μέλλοντα όπου πια εσύ δε θα συμμετέχεις, τι ανακούφιση!

(…)

Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, και οι άλλοι άρρωστοι, θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα. Οι γιατροί μαζεύτηκαν γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση. Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.» Να πάλι το passe-partout Καβάφη.

Ο. Ελύτης, Το χρονικό μιας δεκαετίας, «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. Ίκαρος (απόσπασμα) 

[Ευχαριστώ: https://lambrinim.wordpress.com]

Με τον τρόπο του Γ.Σ.

Σεφερης1

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή

μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·

χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα

μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

 

Τί θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;

Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»

«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος

«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς

δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·

περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

 

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·

αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε

κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται

ο άνθρωπος πού ειδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια

δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες

που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του

όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

 

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει

κι αν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»

είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι

εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν

την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά

σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης

καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει

ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

 

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·

παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…

Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ    ΩΝΙΑ 937.

 

 

Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
Καλοκαίρι 1936
Γ. Σεφέρης, Ποιήματα (εκδ. Ίκαρος)

Η μοναξιά

Friedrich's-Moonlit-landscape

Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της Ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.

Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δουν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’ αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.

Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’ όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’ εκείνη το οφείλεις. Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.

 

Luis Cernuda, Η Μοναξιά («Όκνος», εκδ. Ίκαρος, μτφρ: Α. Κατσουραδής)|| Caspar David Friedrich, «Moonlit Landscape».

Ευχαριστώ: http://konstantinos-paleologos.blogspot.gr/

Ο μικρός πρίγκιπας

ΜΠ1

 

Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.

– Καλημέρα, είπε η αλεπού.

– Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είπε τίποτα.

– Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, από τη μηλιά…

– Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη…

– Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.

– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…

– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ’ έχουν ημερώσει.

– Α! με συγχωρείς, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Το σκέφτηκε όμως και πρόσθεσε:

– Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Εσύ δεν είσαι απ’ εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;

– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούνε. Μεγάλος μπελάς! Ανατρέφουν όμως και κότες. Αυτό είναι το μόνο τους όφελος. Κότες γυρεύεις;

– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «ημερώσει;»

– Είναι κάτι που παραμελήθηκε πολύ, είπε η αλεπού. Σημαίνει «να δημιουργείς δεσμούς…».

– Να δημιουργείς δεσμούς;

– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σ’ έχω ανάγκη. Μήτε κι εσύ μ’ έχεις ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια μ’ εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με ημερώσεις, ο ένας θα έχει την ανάγκη του άλλου. Για μένα εσύ θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα εγώ θα είμαι μοναδική στον κόσμο…

– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι…νομίζω πως με ημέρωσε…

– Γίνεται, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τόσα περίεργα πράγματα…

– Ω! δεν είναι πάνω στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.

Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:

– Πάνω σ’ άλλο πλανήτη;

– Ναι.

– Έχει κυνηγούς σ’ αυτόν τον πλανήτη;

– Όχι.

– Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Και κότες;

– Όχι.

– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Ξαναγύρισε όμως στην ιδέα της:

– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω τις κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν βαριέμαι κάπως. Αν με ημερώσεις όμως, η ζωή μου θα είναι σαν ηλιόλουστη. Θα γνωρίσω έναν κρότο από πατήματα που θα είναι διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους. Τ’ άλλα πατήματα με κάνουν να χώνομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου θα με κάνει να βγαίνω έξω απ’ τη φωλιά μου, σα μια μουσική. Κι ύστερα, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τα χωράφια με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μου είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό, είναι κρίμα! Εσύ όμως έχεις μαλλιά χρώμα χρυσαφένιο. Θα είναι λοιπόν θαυμάσια όταν θα μ’ έχεις ημερώσει! Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…

Σώπασε η αλεπού και κοίταξε πολλή ώρα το  μικρό πρίγκιπα.

– Σε παρακαλώ…ημέρωσέ με, του είπε.

– Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν με παίρνει ο καιρός. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.

– Δε γνωρίζει κανείς παρά τα πράματα που ημερώνει, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θες ένα φίλο, ημέρωσέ με!

– Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αποκρίθηκε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα κάπως μακριά μου, έτσι στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου κι εσύ δε θα λες τίποτα. Τα λόγια είναι που κάνουν τις παρεξηγήσεις. Αλλά, κάθε μέρα, θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά…

Την άλλη μέρα ήρθε πάλι ο μικρός πρίγκιπας.

– Θα ‘ταν πιο καλά να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι λόγου χάρη, στις τέσσερις το απόγευμα, εγώ θ’ αρχίζω από τις τρεις να είμαι ευτυχισμένη. Όσο θα περνάει η ώρα, τόσο εγώ θα νιώθω και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, δε θα μπορώ να καθίσω και θα τρώγομαι∙ θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε και να’ ναι, δε θα ξέρω ποτέ ποια ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα καλά της…Σ’ όλα χρειάζεται κάποια τελετή.

– Τι είναι τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Είναι κι αυτό κάτι που πολύ παραμελήθηκε, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, τη μια ώρα με τις άλλες ώρες. Οι κυνηγοί μου, λόγου χάρη, έχουν μια τελετή. Κάθε Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Γι’ αυτό η Πέμπτη είναι θαυμάσια μέρα! Μπορώ και κάνω μια βόλτα ως τ’ αμπέλι. Αν χόρευαν οι κυνηγοί όποτε και να ‘ναι, όλες οι μέρες θα μοιάζαν μεταξύ τους, κι εγώ δε θα είχα καθόλου διακοπές.

ΜΠ3

 

Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ημέρωσε την αλεπού. Κι όταν κόντευε πια η ώρα που θα χωρίζανε:

– Αχ! είπε η αλεπού. Κλάμα που θα κάνω…

– Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, μα εσύ θέλησες να σε ημερώσω…

– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.

– Μα τώρα θα κλάψεις! είπε ο μικρός πρίγκιπας.

– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.

– Και τότε τι κέρδισες;

– Κέρδισα, είπε η αλεπού, γιατί μου μένει το χρώμα του σταριού.

 

 

Antoine de Saint-Exupéry, Ο Μικρός Πρίγκιπας (XXI- απόσπασμα), εκδ. Ηριδανός.

[Εικονογράφηση: Kim Min Ji: http://www.thelittleprince.com/kim-min-jis-enchanting-the-little-prince/]

Ποιητική Τέχνη

ojorgeluisborges

Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι,
να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι
και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό.

Να νιώθεις πως η αγρύπνια είναι ένας άλλος ύπνος
όπου ονειρεύεσαι πως δεν κοιμάσαι, κι ότι ο θάνατος
που η σάρκα μας τον τρέμει, είναι ο ίδιος θάνατος
που κάθε νύχτα μας φαίνεται ύπνος.

Να βλέπεις πως η μέρα ή ο αιώνας είναι σύμβολο
της κάθε μέρας του ανθρώπου και του χρόνου
του, να μεταλλάσσεις την επιδρομή του χρόνου,
σε μουσική, σε ψίθυρο και σύμβολο.

Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό
ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση
η αθάνατη κι ασήμαντη. Μα η ποίηση
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό.

Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας βλέπει από τα βάθη ενός καθρέφτη`
η τέχνη πρέπει να’ ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.

Λένε πως ο Οδυσσέας, χορτασμένος από θαύματα
έκλαψε από αγάπη μόλις φάνηκε η Ιθάκη
χλωρή και ταπεινή. Η τέχνη είναι τούτη η Ιθάκη
η αιώνια χλωρή – κι όχι τα θαύματα.

Κι ακόμα, είναι όπως το αέναο ποτάμι
που κυλάει και στέκεται και μέσα του αντιφεγγίζει ο ίδιος
ο Ηράκλειτος, που συνεχώς αλλάζει κι είναι ο ίδιος
κι άλλος ταυτόχρονα, σαν το αέναο ποτάμι.

J. L. Borges, Ποιήματα, εκδ. Πατάκη