Τα ίδια και τα ίδια… (Η μοναξιά πάλι)

βαμβουνάκη

Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες…Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά. Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά. Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει, μια και παντού βρίσκεται ο Θεός […]

Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου. Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι. Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.

Όμως, η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος, η ματαίωση, η ερήμωση, η αρρώστια, η φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή. Η μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός, οι συμβιβασμοί που κάνουμε. Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο: η αγάπη και η ελευθερία. Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη, αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς. Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα: Πόσο ελεύθερος είμαι; Πόσο αγαπώ; Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα; Με μια σχετική ακρίβεια έστω;

Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού. Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί, οι απωθήσεις, οι δειλίες, οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις, μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται. Δύσκολα μπαίνεις εκεί, στο μισοσκόταδο, να ψάξεις, να ψαύσεις και να βάλεις κάποια τάξη. Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους, που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού, μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.

Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά, η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο, πληγωμένη εξαφανίζεται. Η αγάπη, και η πιο ταπεινή, είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας. Από την άλλη, ένας χαρακτήρας αναγκεμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος, πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται. Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει, όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση. Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς -: «Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα, αλλιώς φεύγω! Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ, να σε βοηθάω, αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά! Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά, αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι! Το κοντά-κοντά μού χαλάει τον χαρακτήρα μου, το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας». Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς. Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται, ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους […]

Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι, είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι. Το πολύ πολύ, και το έσχατο, προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης. Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση. Καταντούμε «άνθρωπος-πουρές» που έλεγε ο μπαμπάς μου, παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε. Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;

Ακόμη και οι γονείς, που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό, με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους. Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν -, όμως παράλληλα τους θυμώνουν, τα απογοητεύουν, τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα, χωρίς προσωπικότητα. Πού να στηριχθούν κι αυτά, τι να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν; Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες, όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται, να τους υπολογίζουν, να θέλουν να τους μιμηθούν. Δεν υπάρχει μέτρο, σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες, τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα, δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά, και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα, έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.

Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις. Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις, αν χρειαστεί, απώλειες. Όμως το ρίσκο είναι προϋπόθεση της ειλικρίνειας, βασική προϋπόθεση ελευθερίας. Προϋπόθεση γνήσιας σχέσης τελικά. Ο Χριστός λέει αιωνίως εκείνο το δυσνόητο για τον μαλθακό τρόπο που θέλουμε να ζούμε: «Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να την χάσεις«.

Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος.

Μάρω Βαμβουνάκη, Σιωπάς για να ακούγεσαι (εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα

Η καλή και η ανάποδη

albert-camus-quotes

Αρκεί ένα μόνο φως να λάμψει και ξεχειλίζω από μια συγκεχυμένη και μεθυστική χαρά. Αυτό το απόγευμα με φέρνει έτσι απέναντι στην ανάποδη μεριά του κόσμου. Μα η ατμόσφαιρα παραμένει κρύα. Παντού ένα αραχνοΰφαντο πέπλο ήλιου που κι ένα νύχι θα το ‘σχιζε, μα που ντύνει τα πάντα μ’ ένα θαλερό χαμόγελο. Ποιος είμαι εγώ και τι άλλο μπορώ να κάνω παρά να συμμετέχω στο παιχνίδι του φωτός μέσα στα φυλλώματα; Να είμαι αυτή η αχτίδα που καίει το τσιγάρο μου, αυτή η γλυκύτητα κι αυτό το διακριτικό πάθος που ανασαίνει με τον αέρα.

Κι αν προσπαθήσω να βρω τον εαυτό μου, το πετυχαίνω μόνο χάρη στο φως. Κι αν επιχειρήσω να καταλάβω και να δοκιμάσω τούτη τη λεπτή γεύση που μου φανερώνει το μυστικό του κόσμου, μόνο τον εαυτό μου ανακαλύπτω στο βάθος του σύμπαντος. Τον εαυτό μου, δηλαδή αυτή την ακραία συγκίνηση που με λυτρώνει απ’ το σκηνικό. Άλλοι αφήνουν ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου, φυλακίζουν εκεί έναν περίπατο όπου τους άγγιξε ο έρωτας. Κι εγώ κάνω περιπάτους, μα με χαϊδεύει ένας θεός. Η ζωή είναι σύντομη κι είναι αμαρτία να χάνεις τον καιρό σου. Λένε πως είμαι δραστήριος. Αλλά το να είσαι δραστήριος σημαίνει να χάνεις τον καιρό σου, εφόσον χάνεσαι ο ίδιος. Το σήμερα είναι μία στάση και η καρδιά μου φεύγει να συναντήσει τον εαυτό της. Αν με πνίγει ακόμα μια αγωνία, είναι γιατί αισθάνομαι τούτη την αψηλάφητη στιγμή να γλιστρά μέσα απ’ τα δάχτυλά μου όπως οι σταγόνες του υδράργυρου. Αφήστε λοιπόν όσους θέλουν να γυρίσουν την πλάτη τους στον κόσμο. Δεν παραπονιέμαι αφού βλέπω να γεννιέμαι. Τούτη την ώρα, όλο μου το βασίλειο ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο ήλιος κι αυτές οι σκιές, αυτή η ζέστη κι αυτό το κρύο που έρχονται απ’ το βάθος του αέρα: ν’ αναρωτηθώ αν κάτι πεθαίνει κι αν οι άνθρωποι υποφέρουν, αφού τα πάντα γράφονται σ’ αυτό το παράθυρο όπου ο ουρανός σκορπίζει την πληρότητά του που έρχεται να σμίξει με τον οίκτο μου. Μπορώ να πω και θα το πω αμέσως ότι αξίζει να είναι κανείς αληθινός, κι αυτό τα περιλαμβάνει όλα, και την ανθρωπιά και την απλότητα. Και πότε λοιπόν είμαι αληθινός, αν όχι όταν είμαι ο κόσμος; Η επιθυμία μου εκπληρώνεται πριν προλάβω να την εκφράσω. Η αιωνιότητα είναι εδώ κι εγώ την περίμενα με ελπίδα. Τώρα δεν εύχομαι πια να είμαι ευτυχισμένος αλλά να έχω συνείδηση της πραγματικότητας.

Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται σε λίγο το καλοκαίρι; Αλλά να τα μάτια και η φωνή εκείνων που πρέπει ν’ αγαπώ. Είμαι δεμένος με τον κόσμο με όλες μου τις κινήσεις, με τους ανθρώπους, με όλο τον οίκτο και την ευγνωμοσύνη μου. Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δεν θέλω να επιλέξω, δεν μου αρέσει να επιλέγω. […]

Το πραγματικό θάρρος είναι ακόμα να κρατά κανείς τα μάτια ανοιχτά στο φως όπως και στον θάνατο. Άλλωστε, πώς να εκφράσω αυτό που συνδέει την τρομερή αγάπη της ζωής μ’ εκείνη τη μυστική απελπισία; Αν δεχτώ την ειρωνεία, κρυμμένη στο βάθος των πραγμάτων, εκείνη τότε αποκαλύπτεται αργά. Κλείνοντας το μικρό και φωτεινό μάτι της, λέει: «Ζήστε σαν…» Παρά τις τόσες έρευνες, η γνώση μου σταματά εδώ.

A. Camus, Η Καλή και η Ανάποδη, εκδ. Καστανιώτη

[Ευχαριστώ :www.doctv.gr]

Η πρόκληση της ανάληψης απόλυτης ευθύνης για τη ζωή μας

henley

Κρατάω τα ηνία των αποφάσεών μου

Εξετάζοντας τα δεδομένα, το μυαλό του ανθρώπου που αναζητά, το πνεύμα και η αναλυτική του σκέψη, τον βοηθούν να αντιληφθεί ότι η ενοχή είναι κακή παρέα. Έτσι, υποκύπτει κάποτε στον πειρασμό να ρίξει σε κάποιον άλλο την ευθύνη για όσα κακά συμβαίνουν (και πάντα βρίσκεται κάποιος).

Σ’ αυτήν την παγίδα, είναι πάντα ο άλλος που σε κάνει να υποφέρεις: η γυναίκα σου σε κάνει να υποφέρεις, ο άντρας σου σε κάνει να υποφέρεις, οι γονείς σου σε κάνουν να υποφέρεις, τα παιδιά σου σε κάνουν να υποφέρεις. Για ό,τι συμβαίνει φταίει το χρηματοοικονομικό σύστημα, η κοινωνία, ο καπιταλισμός, ο κομμουνισμός, ο φασισμός, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, η κοινωνική δομή ή το πεπρωμένο, το κάρμα, ο Θεός ή οι ενωμένες δυνάμεις όλων των προηγουμένων…

Πάντα σ’ αυτήν την παγίδα, αυτό που σε κάνει να υποφέρεις είναι κάτι έξω από σένα, και είναι πιθανό να παίρνεις ανακούφιση για λίγο, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη.

Την ίδια στιγμή που «ανακαλύπτεις» ποιος ή τι σε βασανίζει κι ένα πρόβλημα δείχνει να λύνεται, ένα άλλο, ίσως πιο σοβαρό, σου χτυπά την πόρτα. Τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για ν’ αλλάξεις μια κατάσταση που παύει να εξαρτάται από σένα.

Όσοι ακόμα δεν ξεπέρασαν αυτή τη δοκιμασία, ξοδεύουν τη ζωή τους μουρμουρίζοντας:

  • Μα είναι δυνατόν να νιώθει κάποιος ευτυχισμένος σε μία κοινωνία τόσο άδικη (ή ακαλλιέργητη, ή καταπιεσμένη);
  • Πώς να ζήσεις ευτυχισμένος σε μια χώρα υλιστική (ή γραφειοκρατική, ή υπανάπτυκτη) σαν ετούτη;
  • Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν δεν είναι ευτυχισμένος ο αδελφός σου, ο γιος σου, ο πατέρας σου;
  • Ποιος μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν πρέπει να δουλεύει δεκατέσσερις ώρες τη μέρα κάνοντας κάτι που δεν του αρέσει;
  • Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν το ταίρι σου δεν ασχολείται μαζί σου, ούτε σου επιτρέπει να είσαι ελεύθερος;

Και μολονότι ξέρουμε ότι όλα αυτά είναι προφάσεις, προφάσεις κι επιπλέον προφάσεις, όταν μπούμε στα βάσανα της ύπαρξης, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρεις δρόμους:

Το δρόμο του προφήτη ιεροκήρυκα. Πρόκειται για έναν ονειροπόλο ιδεαλιστή, έναν μεσσιανικό μυστικιστή ή έναν μάγο του δρόμου, που διακηρύσσει ότι όταν αλλάξει η κοινωνία, όταν επικρατήσει κοινωνική δικαιοσύνη, όταν γυρίσει ο τροχός, όταν ο καθένας αγαπήσει το συνάνθρωπό του, κι όταν άπαντες αγαπηθούν…τότε θα έρθει η στιγμή της γενικής ευτυχίας. Λέει σε όποιον τον ακούει, ότι ώσπου να συμβεί αυτό η ευτυχία μας είναι ανέφικτη.

Το δρόμο του παρανοϊκούΠλάθεις και φαντάζεσαι σενάρια παγκόσμιας συνωμοσίας που υποτίθεται πως έχουν σχεδιαστεί μόνο και μόνο για να μας καταστρέψουν όλους – και ειδικά όσους ανήκουν στην ομάδα σου, τους οικείους σου, αλλά κυρίως εσένα…Και πάνω σ’ αυτό αρχίζεις να αναπτύσσεις μηχανισμούς όλο και πιο νευρωτικούς για να αμυνθείς στους εχθρικούς και μανιώδεις συνωμότες.

Ή:

το δρόμο του ανθρώπου που αναζητά τη σοφία, και που προτείνω εδώ. Αποφασίζουμε να πάρουμε τα ηνία στα χέρια μας και να καταλάβουμε, μια για πάντα, ότι η ζωή μας εξαρτάται πρωτίστως και κυρίως από εμάς τους ίδιους.

Αναγνωρίζουμε ότι κανένας άλλος δεν είναι ένοχος για κάτι που μας συμβαίνει, κι όταν αν φέρουμε πάνω μας τραύματα, ήταν πάντα και με τη δική μας συνενοχή.

Όταν πια ξεπεράσουμε την παραπάνω πρόκληση, δεν μας μένουν πολλές εναλλακτικές. Η ευθύνη να ζήσουμε στο παρόν, δεν μας επιτρέπει να ενοχοποιούμε άλλους, καθώς αυτό ακριβώς σημαίνει «ωριμότητα»: να μην αισθανόμαστε συνεχώς την ανάγκη να ενοχοποιούμε άλλους. Αυτό που είμαστε, αυτό που ζούμε, κι αυτό που κάνουμε, είναι σε μεγάλο βαθμό δικό μας δημιούργημα.

Εγώ είμαι υπεύθυνος για τη ζωή μου, για όλα μου τα βάσανα, για ό,τι μου συνέβη άλλοτε κι ό,τι μου συμβαίνει τώρα. Έτσι το διάλεξα. Αυτούς τους σπόρους έσπειρα, και τώρα μαζεύω τη συγκομιδή∙ είμαι υπεύθυνος..

 Osho

Ο άνθρωπος της αναζήτησης μεγαλώνει και μαθαίνει κι όταν φτάνει η ώρα αυτής της δεύτερης δοκιμασίας ανακαλύπτει – με ακεραιότητα και χωρίς να κατηγορεί άλλους -, ότι ο βασικός υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει είναι ο ίδιος του ο εαυτός.

Όπως συνήθιζε να μου λέει ο δάσκαλός μου: «Εσύ είσαι πάντα ο κύριος των αποφάσεών σου, ακόμα κι αν αυτές είναι σκλάβες υποταγμένες στις πεποιθήσεις σου».

Jorge Bucay, Από την άγνοια στη σοφία (εκδ. Opera) – απόσπασμα

Όταν φοβόμαστε κάποιον, είναι γιατί του έχουμε παραχωρήσει εξουσία πάνω μας.

hesseherm

Συχνά εξαρτιόμαστε περισσότερο από τους άλλους παρά από τον ίδιο τον εαυτό μας, και αγωνιζόμαστε με παράλογο τρόπο για την αποδοχή τους, λες και η αξία μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο από άτομα τα οποία ίσα που μας γνωρίζουν.

Το να δίνουμε τέτοια εξουσία στον περίγυρό μας γεννάει ανασφάλεια και μας κάνει να δημιουργούμε αρρωστημένους δεσμούς – στην πλειονότητά τους δεσμούς εξάρτησης – με τους ανθρώπους. Η μοναδική αναγνώριση που χρειαζόμαστε πραγματικά βρίσκεται μέσα μας. Αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αν δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που κάνουμε, πώς περιμένουμε να μας αναγνωρίσουν οι άλλοι;

Χρειάζεται να μάθει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του, να τον παραδέχεται και να τον αποδέχεται με όλες τις ατέλειές του, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είναι δρόμοι που περιμένουν να τους διανύσουμε. Μόνο έτσι θα πάψουμε να φοβόμαστε τους άλλους και δεν θα μας επηρεάζουν οι γνώμες τους.

Συχνά οι άλλοι ούτε που έχουν γνώμη για εμάς. Εμείς οι ίδιοι τυφλωνόμαστε από τη μανία να μάθουμε τι θα σκεφτούν…

Όπως μας θυμίζει ο Έρμαν Έσσε, κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον κήπο του και φιλοτεχνεί νοερά την ακουαρέλα αυτού που επιθυμεί να είναι. Όταν παύουμε να εξαρτιόμαστε από τους άλλους, ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Allan Percy, Έρμαν Έσσε – 66 Μαθήματα Καθημερινής Σοφίας (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Κάποιος θα ονειρευτεί

Novalis

Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δε θ’ αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας. Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα απ’ τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε, γιατί θα ‘ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε. Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο απ’ τα πουλιά του θα μπορούσε να σκοτώσει. Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών. Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα.

Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.

J. L. Borges, Άπαντα τα Πεζά [II] (Εκδ. Πατάκη) – από τη συλλογή Οι Συνωμότες.

Ο Βάνκας

vanka

Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε, προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς. Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

Ο Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του. Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριά-τη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

– Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Οι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. Ο Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. Ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

Ο Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανα μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Ούτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά. Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

Ο Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν. Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Οι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στον αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! Ο παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. Ο παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

– Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

Ο παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα τον Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ’δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. Ο εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμα του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…

Α. Τσέχωφ, Διηγήματα, (μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος), εκδ. Θεμέλιο

Πρώτα -πρώτα η ποίηση

IMG_0042-0.JPG

Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’ ορθός – καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω – κάτω και περιμένω… Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.

Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται;) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να ‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός – που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
[…]
Έτσι, ανάμεσ’ από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις «εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ’ απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ’ αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν’ αδειάσουμε το θάνατο απ’ αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν’ αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ αυτόν τ’ αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.

Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια…

Ο. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά (εκδ. Ίκαρος) – απόσπασμα

Ευτυχία είναι…

karapanou1

Μ.: Να ξυπνάς το πρωί και να ‘χεις την ανυπομονησία να πιεις τον πρωινό σου καφέ ανάβοντας ένα τσιγάρο, και να πεις μέσα σου: «Σήμερα τι θα κάνω;» Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω να πιστεύω στην ευτυχία. Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.

Φ.: Να μη θες τίποτ’ άλλο. Να έχεις την ικανότητα να απολαύσεις έναν πρωινό καφέ.

Μ.: Όσοι υπήρξαν δυστυχισμένοι κι είχαν πολλά εμπόδια να ξεπεράσουν, είναι ίσως πιο εύκολο να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί ποτέ γι’ αυτούς δεν ήταν δεδομένα όσα ήταν για όλους τους άλλους. Και γι’ αυτό ένας καφές φτάνει.

Άμα αρχίζεις και αισθάνεσαι ευχαρίστηση με τον πρωινό καφέ, εξαπλώνεται αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά σε πολλά πράγματα. Και σοβαρά και μη σοβαρά. Και δύσκολα και εύκολα. Επειδή υπήρξα πολύ άρρωστη, δεν έχω την αίσθηση της έλλειψης στη ζωή μου. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Φ.: «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή». Το είπε ο Μαλρό και νομίζω τα λέει όλα αυτή η φράση.

Μ.: Καμία ζωή δεν πάει στράφι, Φωτεινή. Θα υπήρχαν και ωραίες στιγμές και στην πιο μαύρη ζωή. Γνώρισα στη Γαλλία μία γυναίκα ογδόντα πέντε χρονών που ζει έξω απ’ το Παρίσι και όλη τη μέρα τρέχει από δω, τρέχει από κει, γράφει γράμματα, είναι απασχολημένη λες κι είναι ο πρόεδρος Μπους. Κάτι κάνει όλη την ημέρα. Με μεγάλη της χαρά. Και είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν τη νοιάζει ούτε ο θάνατος σχεδόν.

Φ.: Μόλις με βοήθησες, Μαργαρίτα, να δώσω μια απάντηση στο αφελές ερώτημα: «Τι είναι ευτυχία;» Ευτυχία είναι σχεδόν να μη φοβάσαι τον θάνατο.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα.

Η γέννηση του έρωτα

study-of-a-couple-egon-schiele-1890-1918

Να τι συμβαίνει μέσα στην ψυχή:

1ον Ο θαυμασμός.

2ον Λέμε μέσα μας: τι ευχαρίστηση να της δίνω φιλιά, να παίρνω φιλιά κλπ.!

3ον Η προσδοκία.

Μελετάμε τα χαρίσματα. Είναι η στιγμή που μια γυναίκα θα έπρεπε να δίνεται για τη μέγιστη δυνατή σαρκική απόλαυση. Ακόμη και στις πιο συγκρατημένες γυναίκες, τα μάτια κοκκινίζουν την ώρα της προσδοκίας∙ το πάθος είναι τόσο δυνατό, η απόλαυση τόσο έντονη, ώστε προδίδεται με χτυπητά σημάδια.

4ον Ο έρωτας γεννήθηκε.

Ερωτεύομαι σημαίνει αντλώ απόλαυση όταν βλέπω, αγγίζω, νιώθω με όλες τις αισθήσεις μου κι από όσο πιο κοντά μπορώ ένα αξιέραστο αντικείμενο, το οποίο επίσης με ερωτεύεται.

5ον Αρχίζει η πρώτη κρυστάλλωση.

Χαιρόμαστε να στολίζουμε με χίλια δυο προτερήματα μια γυναίκα για τον έρωτα της οποίας είμαστε σίγουροι∙ περιγράφουμε λεπτομερώς και με απέραντη ικανοποίηση την ευτυχία της. Όλο αυτό καταλήγει στο να εγκωμιάζουμε υπερβολικά μια εξαίσια ιδιοκτησία που μας ήρθε εξ ουρανών, που δεν τη γνωρίζουμε, είμαστε όμως σίγουροι για την απόκτησή της.

[…]

Αυτό που ονομάζω κρυστάλλωση είναι η διεργασία του πνεύματος το οποίο, με βάση όσα του παρουσιάζονται, ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του έρωτά του διαθέτει και καινούρια χαρίσματα. […] Ένας παθιασμένος άνδρας βλέπει σε κείνη που ερωτεύεται όλα τα προτερήματα∙ εντούτοις, η προσήλωσή του μπορεί ακόμη να περισπαστεί, γιατί η ψυχή κορέννυται με ό,τι είναι πάντα ίδιο, ακόμη και με την τέλεια ευτυχία.

Να τι γίνεται τότε προκειμένου να σταθεροποιηθεί η προσήλωση:

6ον Γεννιέται η αμφιβολία.

Αφού δέκα ή δώδεκα ματιές ή οποιαδήποτε άλλη σειρά πράξεων που μπορούν να κρατήσουν από μια στιγμή ως πολλές ημέρες πρώτα γέννησαν και στη συνέχεια επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες, ο ερωτευμένος, ο οποίος έχει συνέλθει από τον πρώτο εντυπωσιασμό και έχει ήδη συνηθίσει στην ευτυχία του ή καθοδηγείται από τη θεωρία που, βασιζόμενη πάντα στις πιο συχνές περιπτώσεις, δεν πρέπει να ασχολείται παρά μόνο με τις εύκολες γυναίκες, ο ερωτευμένος, λέω, ζητά πιο θετικές διαβεβαιώσεις και θέλει να σπρώξει πιο πέρα την ευτυχία του.

Θα αντιμετωπίσει την αδιαφορία, την ψυχρότητα, ακόμη και τον θυμό, αν επιδείξει μεγάλη αυτοπεποίηση∙ στη Γαλλία, μια χροιά ειρωνείας που μοιάζει να λέει: «Έχετε προχωρήσει λιγότερο από όσο νομίζετε» […]

Ο εραστής φτάνει να αμφιβάλλει για την ευτυχία που υποσχόταν στον εαυτό του∙ βλέπει με αυστηρότητα τους λόγους που νόμιζε ότι είχε για να ελπίζει.

Θέλει να ριχτεί στις άλλες απολαύσεις της ζωής αλλά τις βρίσκει εκμηδενισμένες. Τον καταλαμβάνει ο φόβος μίας φρικτής δυστυχίας και, μαζί μ’ αυτόν, η βαθιά προσήλωση.

7ον Δεύτερη κρυστάλλωση.

Αρχίζει τότε η δεύτερη κρυστάλλωση και τα διαμάντια που φτιάχνει είναι επιβεβαιώσεις τούτης της σκέψης:

Με αγαπάει.

Κάθε δευτερόλεπτο της νύχτας που ακολουθεί τη γέννηση των αμφιβολιών, και ύστερα από μια στιγμή φρικτής δυστυχίας, ο ερωτευμένος λέει μέσα του: «Ναι, με αγαπάει». Και η κρυστάλλωση στρέφεται προς την ανακάλυψη νέων θέλγητρων∙ έπειτα τον αδράχνει ξανά η αμφιβολία με το αγριωπό βλέμμα και τον σταματά. Το στήθος του ξεχνά να ανασάνει∙ μονολογεί: «Μα μ’ αγαπά στ’ αλήθεια;» Και μέσα σ’ αυτές τις βασανιστικές και ηδονικές εναλλαγές, ο καημένος ο ερωτευμένος νιώθει έντονα: «Θα μου έδινε απολαύσεις που μονάχα εκείνη στον κόσμο μπορεί να μου δώσει».

Το προφανές αυτής της αλήθειας, αυτό το μονοπάτι στο χείλος ενός τρομακτικού γκρεμού, και το άγγιγμα, με το άλλο χέρι, της τέλειας ευτυχίας κάνουν τη δεύτερη κρυστάλλωση να υπερέχει κατά πολύ της πρώτης.

Ο ερωτευμένος τριγυρίζει αδιάκοπα ανάμεσα στις τρεις ετούτες σκέψεις:

1ον Έχει όλα τα χαρίσματα.

2ον Με αγαπά.

3ον Τι να κάνω για να της αποσπάσω την πιο ατράνταχτη απόδειξη του έρωτά της;

Η πιο σπαρακτική στιγμή του νέου ακόμη έρωτα είναι όταν αντιλαμβάνεται ότι έχει κάνει έναν λάθος συλλογισμό και ότι πρέπει να καταστρέψει ένα ολόκληρο σχέδιο κρυστάλλωσης.

Αρχίζουν οι αμφιβολίες γι’ αυτή καθαυτή την κρυστάλλωση.

Stendhal, Περί έρωτος (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Study of a couple – Egon Schiele (1890 -1918)

Μίμηση αγάπης

κυριακη

Δεν είναι δυνατό να αγαπάς κάποιον και να μην ενδιαφέρεσαι να καταλάβεις τι είναι εκείνο που χρειάζεται, τι εκείνο που δε χρειάζεται, τι εκείνο που αντέχει. Ευαίσθητος είναι όποιος είναι ευαίσθητος και προς τις ευαισθησίες των άλλων. Ο τρόπος που προσεγγίζουμε είναι η απόδειξη των αισθημάτων που έχουμε. Ο τρόπος! Η καλλιτεχνία εκείνου που συμβαίνει στ’ αλήθεια και επιζητά να εκφραστεί.

Σπάνια αγαπάμε ένα πλάσμα όπως είναι∙ αγαπάμε εκείνο που επιθυμούμε να ήταν. Η πραγματική του προσωπικότητα φτάνει μέχρι εμάς, έτσι κι αλλιώς, αποσπασματικά, επιλέγουμε τα αποσπάσματα που μας είναι ποθητά, που μας είναι βολικά, κολακευτικά, όλο το υπόλοιπο ή το πετάμε στο κενό ή το χτίζουμε μόνοι μας όπως ο σκηνοθέτης μία ταινία. Το παραγεμίζουμε με δικές μας ιδέες. Το όλον του άλλου σχεδόν ποτέ δεν το μαθαίνουμε, όχι μονάχα επειδή δύσκολα κατανοείται το όλον, αλλά – και αυτό συζητάμε σήμερα – επειδή δεν το θέλουμε, δεν μας χρειάζεται, αδιαφορούμε. Οι γονείς τα παιδιά τους θέλουν να είναι καταπώς οι ίδιοι τα ονειρεύτηκαν, καταπώς ονειρεύτηκαν κάποτε τον εαυτό τον δικό τους, δεν αντέχουν να ακούσουν αλήθειες που ακυρώνουν τις προσδοκίες τους.

Στον έρωτα βέβαια γίνεται πανδαιμόνιο!

Ο έρωτας μπορεί να έχει τα χίλια μύρια καλά, όμως αγάπη απαραιτήτως δεν έχει. Μπορεί να προέρχεται κι από μια πονηριά της φύσης για τη διαιώνισή της και γι’ αυτό να είναι πρωτίστως ένστικτο, ένστικτο εξιδανικευμένο όσο και ισχυρότατο για να επιτελέσει το έργο του. Η φύση βιάζεται να παγιδεύσει με μαγείες ένα ζευγάρι στη γονιμοποίηση. Ελάχιστοι είναι οι ευλογημένοι εραστές που τους χαρίστηκε αγάπη μαζί με τον έρωτά τους. Τους χαρίστηκε; Το κατόρθωσαν; Είναι μία απορία που θα διαρκεί για πάντα. Τείνω πάντως στην προσωπική ευθύνη μας και εδώ.

[…]

Επειδή δεν είναι αγάπη ο έρωτας, μπορεί να μιμείται θαυμάσια την αγάπη όσο διαρκεί. Είναι το μέγιστό του άλλοθι. Και μια και μιμείται την αγάπη, οφείλει να τηρεί τους όρους της. Η αγάπη λοιπόν έχει πρώτο μέλημα την επιθυμία και την ανάγκη του αγαπημένου. Την επιθυμία του και τη δυνατότητα για το πόσες προσφορές αντέχει να δέχεται. Σημασία έχει ο άλλος πράγματι να χαίρεται. Όχι να τον βιάζεις να χαίρεται – διότι επικρατεί το κλισέ πως «τα δώρα δίνουν χαρά». Η υπερ-δόση φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τη δόση αποτελέσματα, κάνει το φάρμακο φαρμάκι, την ευφροσύνη του οίνου αλκοολισμό, την έκπληξη πλήξη. Μόνο στο μέτρο ισορροπεί και ανθεί η ουσία, στο κέντρο του κονταριού, που μας βοηθά να προχωράμε σχοινοβάτες στους δεσμούς∙ στα άκρα γέρνει και γκρεμίζεται.

Δεν είναι τεχνική η διακριτικότητα, είναι καλλιτεχνία, είναι καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, γενναιότητα και αρχοντική αγάπη. Γυρεύει την άνεση της ψυχής του αγαπημένου, τιμάει την ελευθερία του, προσέχει να μην του εκβιάζει το φιλότιμο. Η υπερπροσφορά είναι στο βάθος πολύ μεγάλος εγωισμός, το ίδιο μίζερη όσο και η τσιγκουνιά.

[…]

Αν αξίζεις ν’ αγαπηθείς, θα σ’ αγαπήσουν θες δε θες, θέλουν δε θέλουν θα σ’ αγαπήσουν. Πάντα θα το λέω σε όσους δε βρίσκουν να ζευγαρώσουν και ρίχνουν το φταίξιμο στην εποχή, στη σημερινή κοινωνία, στους σημερινούς άντρες, στις σημερινές γυναίκες, στο άγχος, στους ρυθμούς της καθημερινότητας, στην υλόφρονα γενική τάση. Ο μόνος τρόπος, η μοναδική συνταγή που υπάρχει είναι να ομορφύνεις τον εαυτό σου, να γίνεις ελκυστικός, εφόσον έχεις μέσα σου ομορφιά και ελευθερία και περιεχόμενο, κυρίως είσαι έτοιμος στην αγάπη, ώριμος για κάτι τέτοιο. Όλα τ’ άλλα τεχνάσματα θα σε ρίχνουν, αργά ή γρήγορα, από απογοήτευση σε απογοήτευση. Και ώριμος στην αγάπη είναι εκείνος που μπορεί να ενδιαφέρεται για την ανάγκη του αγαπημένου του, που μοιράζεται την ευθύνη, που δεν ασχολείται μόνο με τις δικές του ευαισθησίες αλλά αναρωτιέται για τις ευαισθησίες εκείνου με τον οποίο σχετίζεται. Και όταν του ζητάει αλλά και όταν του δίνει, το δεύτερο είναι το λεπτότερο.

Όχι, δε στέρεψε η αγάπη σήμερα, ποτέ όσο υπάρχει ζωή δε στερεύει. Ακόμη κι αν ο κανόνας είναι πως «οι άντρες στον καιρό μας δεν αξίζουν» ή «οι γυναίκες χάλασαν», εσύ να γυρέψεις το εξαιρετικό, γιατί έρωτας είναι η ανακάλυψη του εξαιρετικού. Η αποκάλυψη του εξαιρετικού, λένε κάποιοι, και ίσως να είναι το ίδιο∙ η πρώτη πείθει τη δεύτερη να δεχθεί να συμβεί. Του εξαιρετικού λοιπόν, εκείνου που θα ανατρέψει με χάρη τον άχαρο κανόνα.

Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή Απόγευμα στη Βιέννη (εκδ.Ψυχογιός) – απόσπασμα