Leo Tolstoy

Leo_Tolstoy_by_Scherer_&_Nabholz,_1901 (1)

Οι άνθρωποι επιδιώκουν σαν τρελοί τις απολαύσεις απλώς επειδή βλέπουν την κενότητα της ζωής τους καθαρότερα απ’ ό,τι την κενότητα όποιας καινούργιας διασκέδασης τούς γοητεύει.

Μπλαιζ Πασκάλ

Τα πράγματα που κάνουμε για να γίνει η ζωή μας πιο άνετη μού θυμίζουν τη στρουθοκάμηλο που κρύβει το κεφάλι της για να μη βλέπει τους εχθρούς της. Συμπεριφερόμαστε χειρότερα κι απ’ τη στρουθοκάμηλο. Προκειμένου να εξασφαλίσουμε κάποιο αβέβαιο, αμφίβολο μέλλον, καταστρέφουμε οριστικά τη ζωή μας στο συγκεκριμένο μας παρόν.

Οι άνθρωποι σήμερα προσπαθούν ανόητα να πιστέψουν ότι όλος ο παραλογισμός κι η σκληρότητα του κόσμου – ο πλούτος των λίγων, η μεγάλη φτώχεια των πολλών, η βία και ο πόλεμος – βρίσκονται έξω απ’ τη δική τους ζωή και δεν επηρεάζουν ούτε τους ίδιους ούτε τον τρόπο ζωής τους.

Μια παρανόηση παραμένει παρανόηση, ακόμα κι όταν τη συμμερίζεται η πλειονότητα των ανθρώπων.

Leon Tolstoi, Ημερολόγιο Σοφίας, (Εκδ. Printa), απόσπασμα

Η δαγκωματιά

Gustav_Klimt_016

Μ.: Ένας φόνος μ’ έχει κάνει να ανατριχιάσω όσο και η αυτοκτονία της Άννας Καρένινα. Τον περιγράφει ο Εμίλ Ζολά στο βιβλίο του Τερέζ Ρακέν, όπου ο Λοράν, ένας νέος άντρας, τα φτιάχνει με την Τερέζ και μαζί αποφασίζουν να σκοτώσουν τον άντρα της. Το σεξουαλικό πάθος κυριεύει τους ήρωες, τους διαλύει το νευρικό σύστημα και δεν ξέρουν πια τι κάνουν. Η Τερέζ, ο άντρας της και ο Λοράν νοικιάζουν ένα κανό, μια βάρκα, στον Σηκουάνα. Κι όταν πάνε μακριά όπου δεν υπάρχουν άλλες βάρκες, ο Λοράν τον πιάνει – ο Λοράν είναι πολύ δυνατός, ο άλλος είναι καχεκτικός, πάντα άρρωστος ο κακομοίρης και πολύ μικρόσωμος – και φραπ, τον ρίχνει στον Σηκουάνα. Τη στιγμή όμως που πάει να τον ρίξει, ο σύζυγος του δίνει μία φοβερή δαγκωματιά στον λαιμό και μαζί κόβει ένα κομμάτι κρέας. Αυτή η πληγή θα είναι πάντα για τον Λοράν η μνήμη του φόνου. Διότι αυτή η πληγή τον πονάει συνέχεια – ό,τι και να κάνει, ό,τι φάρμακο και να βάλει, αυτή η πληγή μένει έτσι. Η πληγή είναι η θύμηση του φόνου. Και τους πιάνουν ενοχές μόνο απ’ αυτή την πληγή που είναι πάντα εκεί. Δεν φεύγει ποτέ. Στο τέλος του βιβλίου αλληλοσκοτώνονται ο Λοράν και η Τερέζ με δηλητήριο. Κι εξηγεί ο Ζολά μ’ έναν ασύλληπτο τρόπο πώς το πάθος μπορεί να μεταστραφεί σε μίσος, τόσο μεγάλο, όσο είναι και το πάθος. Αυτή η πληγή θα μου μείνει αξέχαστη στα χρονικά των φόνων. Είναι η παρουσία, για μένα, του θεού. Ο Ζολά είναι μεγάλος συγγραφέας, γιατί μιλάει συνεχώς για αυτή την πληγή κι όχι για τις ενοχές. Η πληγή είναι οι ενοχές. Αντικειμενοποιείται και σωματοποιείται η ενοχή. Η μνήμη είναι η πληγή. Κι αυτός πονάει πολύ. «Είναι σαν να με δάγκωσε τώρα. Δεν μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτόν τον πόνο», λέει κάπου ο Λοράν. Αυτός ο φόνος, για μένα, είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πώς μεταστρέφεται ξαφνικά αυτός ο έρωτας και γίνεται μίσος; Από μια δαγκωματιά. Πιστεύω πως αν δεν τον δάγκωνε θα ‘χανε μείνει μαζί μια χαρά, αλλά το σημάδι είναι εκεί, στον λαιμό. Και πιστεύω πολύ στα τεκμήρια, τα σωματικά τεκμήρια – πολύ περισσότερο απ’ τα ψυχικά. Είναι εκεί για να σε κάνουν να θυμάσαι. Και η ψυχική ασθένεια κάπου γίνεται σωματική, η αρρώστια εκφράζεται σαν πόνος του σώματος. Το σώμα πονάει, δεν αντέχει το ψυχολογικό υπόβαθρο.

Φ.: Το σώμα πονάει και θυμάται κιόλας. «Οι υστερικοί πάσχουν από αναμνήσεις», έλεγε ο Φρόιντ. […] Ο Λοράν κινδυνεύει να τρελαθεί.

Μ.: Ο Λοράν στο τέλος του βιβλίου είναι πράγματι τρελός. Ένα βράδυ μες στην απελπισία του και αφού έχουν ήδη κρυφά ετοιμάσει τα δηλητήρια για να τα δώσει ο ένας στον άλλο, κάνουν έρωτα. Και χωρίς να το καταλάβει, η Τερέζ φιλάει την πληγή. Οπότε ο Λοράν απ’ τον πόνο και την αηδία, ποιος ξέρει τι αισθάνθηκε εκείνη την ώρα, σηκώνεται όρθιος σε κατάσταση υστερίας. Κι αυτή το ίδιο. Λίγο μετά αλληλοδηλητηριάζονται. Όταν δίνεται αυτό το φιλί πάνω στην πληγή.

Φ.: Το φιλί: Απέχθεια, πόνος, έλξη, κόλαση, παράδεισος, καταστροφή. Όλα μαζί σ’ ένα φιλί.

Μ.: Το φιλί είναι πιο σημαντικό απ’ το σεξ.

Φ.: Ο υπέροχος πίνακας του Κλιμτ «Το φιλί».

Μ.: Το φιλί, για μένα, είναι η αρχή και το τέλος της σεξουαλικής εμπειρίας.

Φ.: Γι’ αυτό και οι ιερόδουλες δεν θέλουν…επιτρέπουν να τους κάνεις τα πάντα αλλά όχι φιλί. Γιατί εκεί νιώθουν ότι υπάρχει κάτι το πολύ ιδιωτικό, το μόνο που μένει για να διαφυλάξουν.

Μ.: Η πληγή του Λοράν κάθε μέρα γινότανε πιο κόκκινη, πιο άγρια και τον πονούσε πιο πολύ.

Φ.: Πόσοι άνθρωποι, Μαργαρίτα, ταλαιπωρούνται από φανταστικές δαγκωματιές που νομίζουν ότι έχουν πάνω στο σώμα τους; Πόσοι άνθρωποι βασανίζονται από το ίχνος ενός κακού, που όμως δεν έχουν ποτέ διαπράξει; Ένας νεαρός μου ‘λεγε: «Νιώθω σαν να φταίω συνέχεια. Από μικρό παιδί σαν να ‘χω κάνει κάτι κακό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το κακό, το λάθος». Πόσοι άνθρωποι ζουν σαν να ‘χουν διαπράξει έναν ανύπαρκτο φόνο; Ζούνε σαν με μια δαγκωματιά. Υποφέρουν από το αόρατο ίχνος μιας ενοχής. Δεν υπάρχει σημάδι στον λαιμό. Καμιά δαγκωματιά. Κι όμως είναι σαν να βρίσκεται εκεί. Πώς να επουλωθεί μία πληγή που δεν αφήνει ίχνος; Ενοχή της γέννησης, ενοχή των αιμομικτικών επιθυμιών. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτά, Μαργαρίτα. Σ’ ένα μικρό κόκκινο σημάδι στον λαιμό αναφέρομαι μόνο, που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα και βρίσκεται πάντα εκεί. Κόκκινο. Αμετάβλητα κόκκινο. Το ίχνος από ένα λάθος που ποτέ δεν διαπράχθηκε. Και με μικρές δόσεις κάθε μέρα, λίγο λίγο αυτό το υποτιθέμενο λάθος σε εμποδίζει να ζήσεις και με μικρές δόσεις, μικρούς καθημερινούς θανάτους, δηλητηριάζει τα κύτταρά σου, σε οδηγεί στην τελική καταστροφή. Γι’ αυτούς τους αθώους ένοχους λυπάμαι, Μαργαρίτα. Όχι για τον Λοράν. Τουλάχιστον αυτός κατάφερε να ζήσει ένα μεγάλο πάθος πριν απ’ το τέλος. Κατάφερε να είναι πραγματικό κι όχι συμβολικό το θύμα του. Ο φόνος έγινε στ’ αλήθεια. Αληθινή ήταν και η ηδονή που ένιωσε από το παράνομο πάθος. Αλίμονο στους άλλους, Μαργαρίτα. Σ’ αυτούς που θα πεθάνουν στερημένοι από την ηδονή της αμαρτίας και του πάθους. Ένοχοι και μη εξαγνισμένοι.

Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, Μήπως; (Εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα

Η εγκεφαλική γνώση είναι ένα τίποτα. Μεταδίδει εμπιστοσύνη μόνο εκείνος που ξέρει για τι μιλάει.

Hermann-Hesse-knowledge-can-be-communicated-but-not-wisdom-169998

Ένα αραβικό παραμύθι λέει ότι υπήρχε κάποτε ένας γέροντας πολύ σοφός. Τόσο πολύ, που όλοι έλεγαν ότι στο πρόσωπό του μπορούσε να διαβάσει κανείς τη σοφία. Μια ωραία μέρα, ο σοφός αυτός αποφάσισε να ταξιδέψει με καράβι, στο οποίο έτυχε να είναι κι ένας νεαρός φοιτητής.

Ο φοιτητής, αλαζόνας, ανέβηκε στο πλοίο με έναν αέρα ανωτερότητας και, όταν έπειτα από λίγο έμαθε ότι με το ίδιο πλοίο ταξίδευε και κάποιος σοφός, πήγε και τον συνάντησε.

«Έχετε ταξιδέψει πολύ;» ρώτησε ο νεαρός τον γέροντα κι εκείνος απάντησε ναι.

«Έχετε πάει και στη Δαμασκό;» τον ξαναρώτησε.

Ο γέροντας του μίλησε για τα αστέρια που μπορούσε να δει κανείς από την πόλη, για τα δειλινά της, για τον κόσμο της∙ περιέγραψε τις μυρωδιές, τη φασαρία που γινόταν στο παζάρι…και καθώς μιλούσε ο φοιτητής τον διέκοψε:

«Ήδη το βλέπω πως έχετε πάει κι εκεί, αλλά…έχετε μήπως σπουδάσει στη σχολή αστρονομίας της Δαμασκού;»

Ο γέροντας είπε πως όχι. Ο νεαρός εξεπλάγη και αναφώνησε: «Τότε έχετε χάσει μισή ζωή!».

Ο γέροντας ζάρωσε τους ώμους του ενώ ο νεαρός συνέχισε να μιλάει.

«Έχετε πάει μήπως και στην Αλεξάνδρεια;»

Ο γέροντας απάντησε μιλώντας για την ομορφιά της πόλης, για το λιμάνι και τον φάρο της, για τους πολυσύχναστους δρόμους της, για την παράδοσή της…

«Ήδη το βλέπω ότι έχετε πάει κι εκεί» τον διέκοψε ο νεαρός «αλλά έχετε μήπως σπουδάσει στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας;».

Ο γέροντας ένευσε και πάλι αρνητικά και ο νεαρός αναφώνησε: «Τότε έχετε χάσει μισή ζωή!».

Ο σοφός δεν είπε τίποτα, αλλά στη στιγμή είδε ότι στην άλλη πλευρά το καράβι άρχιζε να μπάζει νερά. Κοίταξε τον νεαρό και τον ρώτησε: «Έχεις σπουδάσει σε πολλά μέρη, έτσι δεν είναι;».

Ο νεαρός απαρίθμησε ένα σωρό σχολές, βιβλιοθήκες και τόπους σοφίας που έμοιαζε να μην έχουν τέλος. Όταν σώπασε, ο γέροντας τον ρώτησε: «Και σε κάποια από αυτά τα μέρη μήπως έμαθες να κολυμπάς;».

Ο φοιτητής έφερε στον νου του τα δεκάδες μαθήματα που είχε παρακολουθήσει στα διάφορα μέρη, αλλά κανένα δεν ήταν μάθημα κολύμβησης.

«Όχι» απάντησε.

Ο γέροντας τότε ανασκουμπώθηκε και σηκώθηκε όρθιος για να πηδήξει απ’ το καράβι. Πριν πέσει στη θάλασσα, του είπε: «Τότε, λοιπόν, έχεις χάσει τη ζωή ολόκληρη».

Allan Percy, Έρμαν Έσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας (Εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα.

Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Francesco_Hayez_008

Με το πρώτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Πίνακας:  Francesco Hayez, The Kiss

[Ευχαριστώ:http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/comment_on_song_of_songs.htm ]

Απογοητευμένοι και απογοητευτικές

Pontalis

Μου λέει πως η βραδιά που πέρασε χθες στο σπίτι κάποιων φίλων τον απογοήτευσε. Τον ρωτώ τι ακριβώς προσδοκούσε. Δεν ξέρει ακριβώς, τίποτε ιδιαίτερο, ωστόσο απογοητεύτηκε.

Μπορεί να υπάρξει άραγε απογοήτευση χωρίς προσδοκία, με μια προσδοκία η οποία αγνοεί τι προσδοκά, που προσδοκά περισσότερα ή διαφορετικά πράγματα, μια προσδοκία του απροσδόκητου; Στην πραγματικότητα η βραδιά εκτυλίχθηκε όπως θα την περίμενε: ένα καλό γεύμα, μία ζωηρή συζήτηση, κλπ. Εξαιρετική βραδιά, απογοητευτική. Έλειπε ίσως μια γυναίκα που θα τον είχε αναστατώσει ή κάποιες κουβέντες που θα μπορούσαν να τον εξοργίσουν. Ο άνθρωπος αυτός επιρρίπτει συχνά στον εαυτό του το ότι είναι υπερβολικά γαλήνιος, ότι μεθόδευσε μια ζωή από την οποία τίποτα δεν λείπει. «Επιτυχία, από κάθε άποψη, η ζωή μου».

Συνεχίζει. Θυμάται κάποια κρίση στον σχολικό του έλεγχο, άλλοτε: «Εξαιρετικός μαθητής, με απολύτως ικανοποιητικές επιδόσεις σε όλους τους τομείς». Ήταν τόσο περήφανος τότε. Σήμερα, λέει, αυτά του γυρίζουν τ’ άντερα. Να ικανοποιείς τους καθηγητές, τους γονείς σου… «Πόσο υπάκουος ήμουν, πόσο υποταγμένος! Δεν έχω διάθεση να σας ικανοποιήσω, να δειχθώ καλός αναλυόμενος για να με προστατέψετε». «Προτιμάτε να με απογοητεύσετε;»

Να απογοητεύσει, πώς όμως; Θα ‘ταν δώδεκα ή δεκατριών ετών. Θαύμαζε τον πατέρα του, «ο καλύτερος άνθρωπος, δίκαιος, πάντοτε διαθέσιμος, ποτέ δεν οργιζόταν». Και ιδού – η πρόκληση, τόσο νωρίς – πήγε κοντά στον πατέρα του και, ξαφνικά, τον χαστούκισε. «Έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά έπρεπε να το κάνω». Μετά από αυτό ξέσπασε σε κλάματα υπό το αποβλακωμένο βλέμμα του πατέρα του. Το περιστατικό δεν ξαναναφέρθηκε ποτέ. Ο καλός μαθητής, ο καλός γιος ακολούθησε το δρόμο του: «Επιτυχία, από κάθε άποψη» και, σποραδικά, η αιχμηρή απογοήτευση από το ότι δεν κατόρθωσε να απογοητεύσει.

Στα λατινικά, ο deceptor σημαίνει τον απατηλό (το πονηρό δαιμόνιο του Ντεκάρτ). Στα αγγλικά, to deceive: δελεάζω, εξαπατώ. Διαψεύδω τις προσδοκίες του άλλου. Αυτή η γυναίκα που διατείνεται πως είναι μονίμως απογοητευμένη – στους έρωτες, στη δουλειά της – επιδίδεται στην προσπάθεια να απογοητεύσει. Και τότε οι άντρες – «τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, μα ποιοι νομίζουν πως είναι;» – είναι εκείνοι που ανησυχούν: «Μα τι μου λείπει και ψάχνει διαρκώς αλλού;»

Θα έπρεπε μήπως, για να μην απογοητευόμαστε, να μην περιμένουμε τίποτα; Να γεννιόμαστε χωρίς αυταπάτες, ώστε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα τις χάσουμε; Να είμαστε, από το ξεκίνημα κιόλας, ασαγήνευτοι; Τέτοια σκέφτομαι συχνά, με αφορμή τον Ρ. που δεν λησμονεί ποτέ πως όλα είναι θνητά, που παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, που δεν εξανίσταται και δεν παραπονιέται ποτέ. Αυτός ο εκ γενετής ασαγήνευτος, σαγηνεύεται με το παραμικρό: με μια αντανάκλαση ουρανού στα νερά μιας λιμνούλας, μ’ έναν σκύλο που του κάνει χαρές, και κυρίως, κυρίως, με τα ψηλόλιγνα πόδια ή με το διαφαινόμενο στήθος μιας γυναίκας που συνάντησε στο δρόμο.

Αν δεν ήταν οι μητέρες μας απογοητευτικές, δεν θα δεχόμαστε τίποτε από όσα, ανέλπιστα, μας προσφέρει η ζωή.

Jean-Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία)

Ο ελέφαντας κι η πεταλούδα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.

Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.

Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.

Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. «Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;» αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.

cummingsfairytales12

Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: «Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;» Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε.

Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.

Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: «Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;»

Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.

Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: «Είναι κανείς μέσα;» Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: «Εγώ». Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;» Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα». «Ω» είπε η πεταλούδα. «Να περάσω;» «Κόπιασε» είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: «Μου φαίνεται πως θα βρέξει».

«Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει», είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.

Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: «Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή».

Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: «Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω». Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: «Μ’ αγαπάς λιγάκι;»

Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».

Ο ελέφαντας τότε είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει».

Η πεταλούδα είπε: «Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;»

Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ» είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;»

Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: «Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα».

cummingsfairytales10

Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.

Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.

Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.

Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.

Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: «Αυτό είναι το σπίτι σου;»

Κι η πεταλούδα είπε: «Ναι, αυτό είναι».

«Να περάσω;» είπε ο ελέφαντας.

«Ναι» είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: «Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;» Κι ο ελέφαντας απάντησε: «Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;» Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: «Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι».

Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.

Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.

e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).

Ένα παραμύθι του Γιώργου Χειμωνά

– Είδα έναν έρωτα χτές. Είπε το κορίτσι.
– Τι ήταν; Ρώτησε το αγόρι.

Έχουν την ίδια ηλικία 5- 6 χρονών.

– Έλα να σου δείξω! Λέει το κορίτσι. Ξαπλώνει στη χλόη.
– Έλα τώρα από πάνω μου. Λέει στο αγόρι.
Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι.
– Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι.

Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.

– Αυτό είναι έρωτας. Λέει το κορίτσι.
– Πόσο κρατάει; Ρωτάει το αγόρι.
– Πολύ λίγο. Λέει το κορίτσι. Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι.
– Αυτό είναι ο έρωτας, λέει.

Σηκώνονται όρθια.

Το αγόρι λέει: – Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα.
-Τα αγόρια ποτέ δεν καταλαβαίνουν. Λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν.
Το αγόρι σωπαίνει. Λέει απότομα.
– Όμως και γω κατάλαβα.
– Τι κατάλαβες; Ρωτάει το κορίτσι.
– Δε ξέρω, λέει το αγόρι.

– Εκεί! Λέει το κορίτσι. Ξέρεις που. Κάτι. Εκεί.
– Ναι, εκεί. Λέει το αγόρι. Όμως, δε μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω;
– Όχι. Λέει το κορίτσι.Τόσο κρατάει ο έρωτας. Αν κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή.

– Ξέρω, λέει το αγόρι. Και τότε λέγεται αλλιώς.
– Και πώς λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι.
– Γάμος. Λέει το αγόρι.

– Τίποτα δε ξέρεις. Τα αγόρια τίποτα δε ξέρουν. Λέει το κορίτσι.
– Και πώς λέγεται τότε; Ρωτάει το αγόρι.

Το κορίτσι σωπαίνει.

Ύστερα, λέει ξαφνικά:
– Γάμος, λέγεται η Γη με τον Ουρανό μαζί. Και δεν κρατάει μονάχα μια ζωή, κρατάει για πάντα. Η Γη από κάτω, κι από πάνω της ο Ουρανός. Πάντα. Αυτό είναι ο γάμος.
– Τίποτα δεν ξέρεις. Λέει το αγόρι, τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν και λένε ό,τι τους κατέβει. Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος.
– Πώς λέγεται;, ρωτάει το κορίτσι.
– Αυτό λέγεται κόσμος, λέει το αγόρι. Και δεν έχει καμία σχέση.

Σωπαίνουν.

– Να κάνουμε τώρα την Γη με τον Ουρανό; Ρωτάει το αγόρι.
– Ναι, λέει το κορίτσι, αλλά τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο.
– Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, αλλά εντάξει, θα το πούμε γάμο.
– Καλύτερα να μη το πούμε τίποτα. Λέει το κορίτσι. Θα είναι μαζί έρωτας και γάμος και δεν θα έχει όνομα.
– Μ’ αρέσει που δε θα έχει κανένα όνομα! Λέει το αγόρι.
– Και μένα! Λέει το κορίτσι

 – Βρήκαμε το πρώτο πράγμα στο κόσμο, που δεν έχει όνομα.

Υστερόγραφο: Ένας Ελληνικός μύθος. Η ψυχή και ο έρως.

τσαλίκογλου

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πανέμορφη πριγκιποπούλα, που όμως δεν είχε σύντροφο. Τη λέγανε Ψυχή. Ο πατέρας της αναζήτησε τη συμβουλή του Απόλλωνα κι εκείνος είπε: «Με ρούχα πένθους η κόρη σου θα σταθεί στην κορυφή ενός ψηλού βουνού κι από εκεί σαν νύφη ένα φτερωτό φίδι θα έλθει να την πάρει». Με οδύνη συμφώνησαν, κι όλη νύχτα στο κρύο και στον τρόμο η Ψυχή περίμενε και το πρωί βρίσκεται σε ένα λαμπρό παλάτι. Είναι η βασίλισσα του παλατιού. Κάθε νύχτα ένας αόρατος σύζυγος την επισκέπτεται και της κάνει έρωτα. Σαν δείγμα εμπιστοσύνης τής ζητάει να μην τον κοιτάξει ποτέ. Μέσα στο σκοτάδι μόνο να συναντιούνται. Κάποια νύχτα, όμως, δεν αντέχει άλλο και φοβούμενη ότι ο εραστής της είναι το φτερωτό φίδι, η Ψυχή παραβιάζει την υπόσχεσή της και ανάβει το φως. Σαστισμένη βλέπει στο κρεβάτι της έναν πανέμορφο νέο. Είναι ο Έρως. Το φως τον ξυπνάει και χάνεται. Σε απόγνωση, η Ψυχή ζητάει τη βοήθεια της μητέρας του, της Αφροδίτης. Εκείνη, όμως, που φθονεί την ομορφιά της, την υποβάλλει σε σκληρές δοκιμασίες, ελπίζοντας ότι δεν θα αντέξει. Η Ψυχή, όμως, αντέχει και η Αφροδίτη τής δίνει ένα μαγικό ποτό που τη βυθίζει σε βαθύ ύπνο. Ο Έρως, ωστόσο, που δεν αντέχει μακριά της, την αναζητεί και με ένα βέλος από το τόξο του την ξυπνάει. Έπειτα πηγαίνει στον Δία και τον ικετεύει να κάνει την Ψυχή και το γάμο τους αθάνατους. Μέχρι σήμερα η Ψυχή και ο Έρως δεν έχουν χωριστεί.

Τι σημαίνει ο μύθος; Ότι χρειάζεται να είσαι ευάλωτος για να αγαπηθείς; Ότι η ενότητα των πραγμάτων προκύπτει από τον προηγούμενο χωρισμό τους; Ότι το μυαλό πρέπει να περιπλανηθεί στο σκοτάδι προτού κατακτήσει τη γνώση; Ότι το «αντικειμενικό» φως της γνώσης μπορεί να σκοτώσει τη σχέση ανάμεσα σε αυτό που αναζητεί η γνώση και στο αντικείμενο της γνώσης ή της επιθυμίας; Ότι άγχη για τα φίδια και τα βέλη κατακλύζουν τις νεαρές παρθένες προς μεγάλη αγαλλίαση του Φρόυντ; Ότι το να αγγίζεις είναι το ίδιο σημαντικό με το να βλέπεις; Ότι το μυαλό μπορεί να μεταμορφώσει τέρατα σε εραστές;

Κι ένα σωρό άλλα πράγματα μπορείς να σκεφτείς. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι 2.500 χρόνια πριν οι Έλληνες μας φέραν σε επαφή με την πολλαπλότητα της ερμηνείας. Η μία και μόνον αλήθεια σκοτώνει την αλήθεια. Πολυκεντρισμός, πολλαπλότητα. Ετεραρχία στη θέση της ιεραρχίας. Ιδού το ξεχασμένο σήμερα ελληνικό μάθημα. Σε μία εποχή που ο πλανήτης μας καταστρέφεται από ηγέτες, κατόχους μοναδικών αληθειών, και αφελέστατα θεωρείται ότι η πολιτική εξαντλείται σε ασκήσεις ορθολογισμού και λογιστικής. Πρέπει να είσαι «αλλιώς» δυνατός για να αντέξεις την πολλαπλότητα των πραγμάτων. Μια κουλτούρα αδυναμίας, όμως, ξένη στους τότε Έλληνες, κρύβεται σήμερα πίσω από ένα προσωπείο δύναμης.

Ο ελληνικός μύθος αναδεικνύει τρόπους ατομικής ύπαρξης και συνύπαρξης. Αφηγείται μια ξεχωριστή ιστορία, που θα άξιζε ειδικά σήμερα να συλλογιστούμε. Μας μιλάει για τη δύναμη της απώλειας, για την επινόηση και τη μεταμόρφωση της οδύνης, για τη σημασία της υπέρβασης της μονοσήμαντης σκέψης, για την πολλαπλότητα του είναι, το διττό των πραγμάτων και την αποδοχή της εγγενούς αμφισημίας τους.

Σήμερα που η χώρα μας κλυδωνίζεται από μια οδυνηρή κρίση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και του σκέπτεσθαι και του πολιτισμού, ένας επαναστοχασμός πάνω στην Ψυχή και τον Έρωτα προσφέρει ίσως μία άλλη θέαση του κόσμου «εκεί-έξω» μας και «εδώ-μέσα» μας.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, «Το Μέλλον Ανήκει στην Έκπληξη- 34 σχόλια για την κρίση και ένα υστερόγραφο», εκδ. Καστανιώτη.

Ο Άνθρωπος που Ετοίμαζε το Αυτοκίνητό του

Make-Things-Happen-Don-t-Wait

Ένιωθε την ανάγκη να είναι πάντα έτοιμος. ‘Εβλεπε τη ζωή σαν προετοιμασία, προγύμναση, προπόνηση. ‘Επρεπε πάντα να είναι σε φόρμα. Σωματικά και ψυχικά. Για κάτι σημαντικό που θα συνέβαινε, για μία περιπέτεια που θα απαιτούσε την μέγιστη απόδοση, για ένα μεγάλο πολύπλοκο ταξίδι στην άκρη των πάντων.

‘Οταν ήταν παιδί, διάβαζε και ξαναδιάβαζε Ιούλιο Βερν, επιστημονική φαντασία, εξερευνήσεις, περιπέτειες. Μετά έκλεινε το βιβλίο και ξαναζούσε την πλοκή, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. ‘Ηταν δεν ήταν έντεκα χρόνων, παραλίγο να παντρευτεί η αδερφή του έναν ομογενή, μεγαλοκτηματία στην Τανγκανίκα. Μήνες ολόκληρους πριν κοιμηθεί κάλπαζε μέσα σε απέραντες φυτείες κυνηγώντας λιοντάρια.

Μετά άρχισε να ονειρεύεται άλλες περιπέτειες, πιο ποιητικές. ‘Εγραφε και στίχους. Ερωτεύτηκε αλλά δεν αγάπησε. Για λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο μπλέχτηκε με πολιτικά, μπήκε σε νεολαίες. Συζητούσε για οράματα μιας άλλης ζωής. Μετασχηματισμός ή επανάσταση; Κι αυτά του φαίνονταν πάλι ταξίδια. Στο μέλλον, με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο.

‘Ωσπου μπήκε στη ζωή – από την πίσω πόρτα – κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. ‘Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά – και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.

Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.

Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. «Σκέψου» μονολογούσε «να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο». Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: «φουλάρισμα – ένα χιλιάρικο!» φώναζε ο μικρός.

‘Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. ‘Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. «Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ», σκεπτόταν, «και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!» Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. ‘Επρεπε όμως να λάβει υπ’όψη του όλα τα ενδεχόμενα.

Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ – όμως του έδιναν σιγουριά. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!»

Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο – λίγες αλλά βασικές. «Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο», σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.

Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια – και ένιωθε όμορφα. «Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!» σκεπτόταν. «Ετοιμος!» Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. ‘Εδινε πίσω το παλιό – αχρησιμοποίητο – και έπαιρνε το καινούργιο.

Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς.

‘Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. «Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις», συλλογιζόταν.

Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς – και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός. ‘Ισως να έψαχνε το Ιρκούτσκ του Μιχαήλ Στρογκώφ, ίσως ο δρόμος του ήταν η Παναμερικάνα – από τον Καναδά στην Παταγονία. Πήγαινε, έφευγε – μακριά από όλα, πιο κοντά σε τίποτα.

‘Οχι πως είχε και κανένα εξαιρετικό αυτοκίνητο. ‘Ηξερε από αμάξια, ήταν πάντα ενήμερος, αλλά, δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν για καθαρόαιμο. Πάντως, όταν το αγόρασε, το είχε διαλέξει με προσοχή. Ενώ η γυναίκα του σκεπτόταν τις οικογενειακές ανάγκες, αυτός μετρούσε τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, την αντοχή σε ανώμαλους δρόμους, τις απαιτήσεις εξωτικών συνθηκών.

Αυτό ήταν το τρίτο του αμάξι. Τα προηγούμενα – που κι αυτά τα κρατούσε πάντα έτοιμα για μεγάλες αποδράσεις – δεν είχαν αξιωθεί να τις ζήσουν. ‘Οταν γέρασαν, τα πούλησε – κυρίως διότι δεν θα επαρκούσαν πια στις ανάγκες του Ταξιδιού. Κι ένιωσε άσχημα, όταν τα αποχαιρετούσε, επειδή δεν εκπλήρωσε αυτό που κάθε μέρα τους υποσχόταν.

Το σημερινό του αυτοκίνητο ήταν ιαπωνικό («πιο φθηνά και πιο γερά», έλεγε) εννέα ίππων και έξι ετών. Σκεπτόταν συχνά να το αλλάξει – αλλά με τις τιμές όπως είχαν απογειωθεί… Πάντως τον έτρωγε η ανησυχία, μήπως είχε γεράσει – μήπως το μοτέρ και η ανάρτηση δεν τα έβγαζαν πέρα, όταν θα έφτανε η στιγμή.

«Κι αν δεν έρθει η στιγμή;» ρωτούσε καμιά φορά τον εαυτό του. Αλλά αμέσως είχε υποκατάστατο όνειρο. Σ’αυτό, δεν έπαιρνε εντολή να φύγει. Ξεκινούσε από μόνος του. Κάποια στιγμή η ανάγκη ξεχείλιζε και – ξαφνικά, στην μέση μιας δουλειάς, στην μέση μιας ζωής – έφευγε. ‘Επαιρνε δρόμο, διέσχιζε όλη την Ευρώπη (ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, πύργους και πόλεις) κι έφτανε μετά στα όρια, εκεί που είναι μοναξιά, ομίχλη, έρημος και ορίζοντας. Αυτά, πάντα, πριν κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα σπίτι-γραφείο, σπίτι-γραφείο. Καμία αλλαγή στην διαδρομή, εκτός από το ότι κάποτε έβρεχε – κι άλλοτε είχε λιακάδα. ‘Αλλοτε διάλεγε κλασική μουσική κι άλλοτε ροκ. Τίποτε άλλο.

Βλάβες, χτυπήματα, τον γέμιζαν άγχος. ‘Οσο το αυτοκίνητο διανυκτέρευε στο συνεργείο – αυτός δεν έκλεινε μάτι. «Κι αν χρειαστεί τώρα να φύγω;» ‘Οταν ξαναγύριζε σπίτι, το όνειρο συνεχιζόταν: «Το παίρνω και φεύγω, περνάω χώρες, βουνά, κάμπους…»

‘Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα – σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.

Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. ‘Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα – μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα… Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.

‘Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. ‘Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων…

‘Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή – (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. «Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;» αναρωτήθηκαν.

Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.

Νίκος Δήμου

[ Ευχαριστώ: http://www.ndimou.gr/el/keimena/anthologia/peza/anthropos/ ]

Ένας λογοτεχνικός διάλογος

hanif-kureishiΜαλβίνα

 

 

 

 

 

 

 

«Είμαστε αλάθητοι στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο. Βέβαια, το λάθος πρόσωπο είναι και σε κάτι σωστό: στο να μας τιμωρεί, να μας φοβερίζει ή να μας ταπεινώνει, να μας απογοητεύει, να μας τσακίζει στην κυριολεξία ή, το χειρότερο απ’ όλα, να μας δίνει την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν είναι ακατάλληλο, αλλά αντίθετα είναι σχεδόν το σωστό, κρατώντας μας έτσι αιχμάλωτους στη φυλακή του έρωτα. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να το κάνει αυτό.»

– / –

«Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα ότι θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο άξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.

«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά. Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».

Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.

 

Hanif Kureishi, «Μεσάνυχτα όλη μέρα», Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ – Μαλβίνα Κάραλη, «Σαββατογεννημένη», Εκδ. ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ (αποσπάσματα)