Μαθήματα με την Κάλλας

JPCALLAS1

Συνεχίζεται στο «John Golden Theatre» της Νέας Υόρκης το αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας έργο του Terrence McNally. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», γράφουν οι κριτικές που εδώ και τρεις μήνες ασχολούνται με τις ενστάσεις και τις συζητήσεις που προκαλεί. Η ντίβα συνεχίζει, καθώς φαίνεται, να ταράζει με την παράξενα ανησυχητική παρουσία της το κοινό ακόμα και σήμερα.

MASTER CLASS

«Πιπί-κακά», «πιπί-κακά». Πράγματι, έτσι μιλούσε η Μαρία Κάλλας όταν εκνευριζόταν την ώρα που δίδασκε; Και ο Αριστοτέλης Ωνάσης στα αλήθεια θεωρούσε ότι το καλύτερο μέρος σε μία όπερα είναι το διάλειμμα;

Οι θεατές που μαζικά σπεύδουν να δουν τη θεατρική παράσταση της χρονιάς στη Νέα Υόρκη δεν μπορούν να μη διατυπώσουν τέτοιου είδους ερωτήματα. Δε γίνεται να μην αναρωτηθούν: «Είναι αλήθεια τα όσα βλέπουμε;» «Τόσο απορροφημένη ήταν από τον εαυτό της, τόσο βυθισμένη στο πάθος και τα πάθη της, ώστε να εκμηδενίζεται την ώρα του μαθήματος ο τρέμων από την αγωνία μαθητής;»

Ακατάπαυστα τους τρεις τελευταίους μήνες που παίζεται στο «John Golden Theatre» το «Master Class» προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις και αναλύσεις. Το έργο αναφέρεται στην εποχή ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1971 και το Μάρτιο του 1972. Τότε που η Μαρία Κάλλας κάθε Δευτέρα και Πέμπτη από τις 5.30 μέχρι τις 7.30 έδινε μαθήματα στο Lincoln Center στο Julliard School of Music. Αν ήσουν τυχερός και έβρισκες εγκαίρως εισιτήριο, μπορούσες με πέντε δολάρια να παρακολουθήσεις το μάθημα που ήταν ανοιχτό στο κοινό.

Ειπώθηκε ότι το έργο δεν είναι πιστό. Οι απανταχού ιερογράφοι, αφοσιωμένοι σε κίβδηλους εξωραισμούς, έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ναι! ίσως και να μην είναι πιστό. Τι σημασία έχει όμως; Μπορεί να μην είναι πιστό. Είναι όμως πειστικό. Εξαιρετικά πειστικό. Μια συγκλονιστική παράσταση. Και πέρα για πέρα αληθινή. Με την έννοια ότι η αλήθεια είναι πάντα κάτι περισσότερο από την ακρίβεια. Και αυτό είναι που μετράει τελικά. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», έτσι γράφει ένας κριτικός. Πριν την παράσταση χαμογελάς με την υπερβολή. Αφού έχεις δει όμως το έργο, δε χαμογελάς πια. Η Ζοέ Κάλντγουελ μπήκε στο πετσί της  μεγάλης ντίβας και εκεί έμεινε σε όλη τη διάρκεια των δύο ωρών που κυλάνε σαν να είναι ένα λεπτό.

Το «Master Class», που αναφέρεται σε ένα μάθημα μουσικής, μεταμορφώνεται σε ένα μάθημα όχι μόνο θεατρικής τέχνης, όχι μόνο ποίησης και κουλτούρας, αλλά σε ένα μάθημα ύπαρξης. «Ποια είσαι;» ρωτάει η πρωταγωνίστρια. Η ερώτηση απευθύνεται στην τρέμουσα από αγωνία νεαρή μαθήτρια που μπαίνει στην τάξη για το πρώτο μάθημα. «Πες μου ποια είσαι;» «Μέσα από τη μουσική θα γίνεις…» είναι σαν να υπόσχεται η μεγάλη δασκάλα. «Κάθε νότα και ένας αβάσταχτος πόνος». Και η συνταγή; Σκληρή δουλειά, προσήλωση, κουράγιο. Σκληρή δουλειά, πριν, κατά τη διάρκεια, μετά.

Μια δασκάλα καταβροχθιστική. Απειλητική. Από το μαθητή της ζητούσε τα πάντα. Και είχε δικαίωμα να τα ζητήσει, γιατί προηγουμένως τα είχε ζητήσει όλα από τον εαυτό της. Τα είχε ζητήσει και τα είχε δώσει. Και μόνο αυτός ο δάσκαλος, στη σκηνή, στο θέατρο ή στο Πανεπιστήμιο, δικαιούται να ζητά. Οι άλλοι καλύτερα να σιωπούν.

Είναι σκληρή, ψυχρή, απόμακρη, ακόμα και προσβλητική. Θυμώνει όταν ο Τόνυ, ο νεαρός τενόρος, επιχειρεί να τραγουδήσει την άρια του Μάριο Καβαραντόσι στην πρώτη σκηνή της Τόσκα, δίχως να γνωρίζει σε ποια εκκλησία στη Ρώμη, τι ώρα και σε ποια εποχή εκτυλίσσεται η σκηνή. Όμως αμέσως μετά κατακλύζεται από τη συγκίνηση ακούγοντας τον νεαρό με τη χαρισματική φωνή να τραγουδάει Τόσκα. Η φωνή του και μόνο την κάνει προς στιγμήν ευάλωτη. Τότε χάνει για πρώτη φορά την αυτοκυριαρχία της. «Έχετε ωραία φωνή». Έπειτα σιωπή. Κι έπειτα: «Τίποτε άλλο. Τελειώσαμε». Το μάθημα απότομα θεωρείται λήξαν. Ο νεαρός μαθητής πρέπει να φύγει. Η σκηνή φέρνει στο νου τον Lacan, όταν ύστερα από πέντε λεπτά ακρόαση τελείωνε τη συνεδρία με τον αναλυόμενό του. Και όταν ο Τόνυ, αρνούμενος να αποχωρήσει έτσι «σκέτα», παρακαλεί «Μα δώστε μου τουλάχιστον μια συμβουλή», εκείνη του λέει: «Να θυμάσαι, ήταν Άνοιξη όταν ο Μάριο Καβαραντόσι τραγουδούσε».

Ίσως να ήθελε με τα λόγια αυτά να επισημάνει ότι για να γίνεις καλλιτέχνης πρέπει να αισθάνεσαι και να ξέρεις, να νιώθεις και να κατέχεις. Να φέρνεις στη φαντασία σου την αλήθεια του έργου και να αφήνεσαι σε αυτό.

Ναι, όπως προκύπτει και μέσα από το έργο, ήταν απορροφημένη από τον εαυτό της. Ναι, ήταν «ναρκισσιστική προσωπικότητα». Για να μπορέσεις όμως να αγαπήσεις τον άλλο, τον μαθητή, τη δουλειά σου, το έργο σου, για να μπορέσεις να μεταδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου στον άλλο, δεν πρέπει πρώτα να αγαπήσεις βαθιά τον ίδιο σου τον εαυτό; Και η αγάπη είναι πάντα διπλή. Δοτική και σπαραχτική. Δώρο και σφαγή. Και η Κάλλας αγαπούσε και ταλάνιζε τον εαυτό της, τον χάιδευε και τον κατασπάρασσε, όπως ακριβώς έκανε και με τους μαθητές της.

«Είμαστε στη σκηνή και όχι σε δωμάτιο ψυχιάτρου», λέει σε μία στιγμή, ίσως για να υπενθυμίσει ακριβώς το αντίθετο. Ότι τελικά το μάθημα αυτό ήταν μία παράσταση ψυχής. Μάθημα ψυχής έδινε τελικά η Κάλλας. «Πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν δίχως εμάς τους καλλιτέχνες…» λέει έπειτα απευθυνόμενη στο κοινό. Ακόμα κι αν η ντίβα, που δε φημιζόταν για τη μετριοφροσύνη της, εννοούσε «πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν χωρίς τη Μαρία Κάλλας», ακόμα κι έτσι, η «ύβρις» αυτή δεν είναι σε ένα βαθμό αληθινή; Η ζωή με μερικές τέτοιες αλήθειες δε γίνεται πιο όμορφη; Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε οι αλήθειες αυτές μας χρειάζονται.

Η υπερβολή δεν πάντα βλαβερή. Ναι, αξίζει να πας κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να δεις το έργο.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη, 5η έκδοση, 1999)

*Στη φωτογραφία, η Μαρία Κάλλας και ο πιανίστας Eugene Kohn στη διάρκεια ενός από τα θρυλικά μαθήματά της στο Juilliard School, τον Μάρτιο του 1972. Photography, Beth Bergman.

 

Ο Έρωτας στα χιόνια

papadiamantis

 

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια… Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!… Nα είχαν οι θηλιές χιόνια…
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!…»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε… ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!… Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Έρωτας στα Χιόνια

[ευχαριστώ:Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

Το κουτσό

  
Ο Κρεβέλ δυσπιστεί και τον καταλαβαίνω. Ανάμεσα σ’εμένα και τη Μάγα φυτρώνει ένας ολόκληρος καλαμιώνας από λέξεις, μόλις που μας χωρίζουν μερικές ώρες και μερικά τετράγωνα και ήδη ο πόνος μου ονομάζεται πόνος, ο έρωτάς μου ονομάζεται έρωτας… Όλο και πιο πολύ θα νιώθω λιγότερο και θα θυμάμαι περισσότερο, αλλά τι είναι η ανάμνηση αν όχι το ιδίωμα των αισθημάτων, ένα λεξικό που μέσα του είναι καταχωρημένα τα πρόσωπα και οι μέρες και τα αρώματα που επαναλαμβάνονται όπως τα ρήματα και τα επίθετα στην ομιλία, πλησιάζοντας ύπουλα το πράγμα καθεαυτό, θλίβοντας ή διδάσκοντάς μας με την υποκατάσταση ώσπου η ίδια μας η ύπαρξη να γίνει ένα υποκατάστατο, το πρόσωπο που κοίταζε προς τα πίσω ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, το αληθινό πρόσωπο ξεθωριάζει λίγο-λίγο όπως στις παλιές φωτογραφίες και ο Ιανός είναι ξαφνικά οποιοσδήποτε από εμάς. Όλα αυτά τα λέω στον Κρέβελ, αλλά είναι με τη Μάγα που μιλάω τώρα που βρισκόμαστε τόσο μακριά. Και δεν της μιλάω με τις λέξεις που χρησίμευαν μόνο για μη συνεννοούμαστε, μα τώρα που είναι πια αργά αρχίζω να διαλέγω άλλες, τις δικές της, αυτές που είναι τυλιγμένες σ’ εκείνο που αυτή καταλαβαίνει και που δεν έχει όνομα: ρεύματα και αγωνιώδεις εντάσεις που κάνουν τον αέρα ανάμεσα σε δυο κορμιά να τρίζει και γεμίζουν χρυσόσκονη ένα σπίτι ή ένα στίχο.

J. Cortázar, Το Κουτσό (εκδ. Εξάντας)- απόσπασμα

Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας

 

Μοσκωφ

Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα ‘λεγα. Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν. Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις. Εγώ πάντα είχα την αίσθηση, ήθελα τον Θεό και έβρισκα τους αγγέλους. Η μελαγχολία μου θά ΄λεγα ότι είναι προϊόν των τελευταίων δυο χρόνων. Βέβαια υπάρχει μια κατάθλιψη των τελευταίων δυο χρόνων. Προέρχεται βασικά, από το ότι δεν βρίσκω τόση ένταση γύρω μου, είτε στο πεδίο της πολιτικής, είτε στο προσωπικό μου πεδίο, όση θα ήθελα. Προέρχεται από το ότι η κοινωνία, αυτή που κάποτε την ανεχόμουν γιατί είχα ζήσει μέσα της, από τη στιγμή που μαθαίνεις να ζεις δίχως αυτήν, μετά δύσκολα την υποφέρεις. Δηλαδή, μου είναι κάπως αφόρητο να βρεθώ στον κόσμο των μεγαλοαστών, στα πάρτυ ξέρω ‘γω της κοινωνίας τους, σκυλοβαριέμαι όταν τους βλέπω… Λοιπόν, να ένας πρώτος λόγος, ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, κοινωνικός, ερωτικός. Τρίτος λόγος είναι ότι συμβαίνουν πράγματα που στην αρχή τα υφίστασαι, μετά όμως σε κουράζουν. Δηλαδή, μ’ έχει κουράσει αυτή η αντιπαλότητα των διπλωματών όταν κι απ’ την άλλη μεριά δεν μπορείς να κάνεις αυτοκριτική, να πεις κάνω λάθος, γιατί έχεις όλο τον έπαινο του δήμου και ξαφνικά έχεις την αντιπαλότητα ορισμένων κύκλων. Μ’ έχει κουράσει – ακόμη ότι και στον άμεσο χώρο που ζω, υπάρχει αγάπη, υπάρχει φιλία, υπάρχουν όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει πάθος. Και χωρίς πάθος εγώ δύσκολα ζω, ακόμα και δω που ζω στην εξοχή. Κι αυτό μου λείπει. Δηλαδή, εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά!

 

Κωστής Μοσκώφ, Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας, Ιανός, 1997

[Ευχαριστώ: www.http://dimartblog.com/]

Τρόποι Ανάγνωσης

Pontalis

Ποτέ δεν σταματάμε να διαβάζουμε, ιδίως εμείς οι κάτοικοι των πόλεων, ακόμα κι αν δεν ανοίγουμε βιβλίο, ακόμα κι αν δεν αγοράζουμε εφημερίδες: ονόματα δρόμων, καταστημάτων, διαφημιστικά πανό, φανάρια στις διασταυρώσεις, σήματα οδικής κυκλοφορίας, κ.λ.π. Καλούμαστε να είμαστε απλώς και μόνον αναγνώστες σημείων. Ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος των πόλεων, κατοικείται από σημεία στα οποία ανταποκρινόμαστε. Αναστάτωση όποτε αγνοούμε τι σημαίνουν (σ’ ένα ταξίδι στο εξωτερικό, για παράδειγμα) ή όποτε είναι ακαθόριστα κι εξαναγκαζόμαστε να τα ερμηνεύσουμε.

Στην ερωτική κατάσταση, στην υπερδιέγερση της ζήλιας, καραδοκούμε για τα σημεία (Προυστ, Αλαίν). Θέλουμε να ξέρουμε, να ξέρουμε τι μας περιμένει. Προσπαθούμε να διαβάσουμε ένα πρόσωπο, θα θέλαμε να είναι ανοιχτό βιβλίο, αποκρυπτογραφήσιμο απ’ άκρου σ’ άκρο, να μην κρύβει τίποτα. Διαβάζω ένα πρόσωπο, διαβάζω τις σκέψεις – ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε την αναγκαστικά απατηλή απάντηση στην ερώτηση «τι σκέφτεσαι;» -, διαβάζω τα όνειρα, εισχωρώ στις πτυχώσεις του ύπνου της Αλμπερτίν. Απαίτηση που είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί: τα σημεία συγκαλύπτουν το αντικείμενο δίχως να το γυμνώνουν.

Σημερινός πληθωρισμός της λέξης «διαβάζω». Διαβάζουμε ένα χάρτη, μία ακτινογραφία∙ στο ποδόσφαιρο, στο τένις, πρέπει να διαβάσουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Μας μαθαίνουν να διαβάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής.

Η εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι αυτό. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζω ένα βιβλίο, αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό, συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με μια διπλή κίνηση αποξένωσης – «παραξενέματος» – και οικειοποίησης, σημαίνει πως ξεμαθαίνω να αποκωδικοποιώ τα σήματα, να ερμηνεύω τις εικόνες. Η «κειμενική» κριτική περιορίζει την αναγνωστική εμπειρία στην αποκρυπτογράφηση: αποκωδικοποιώ, ανιχνεύω τα σημαίνοντα…Όταν ο Ρολάν Μπαρτ αναγνωρίζει την απόλαυση του αναγνώστη, την ονομάζει απόλαυση του κειμένου. Ο συγγραφέας, πιθανόν, κατασκευάζει ένα κείμενο. Αλλά δεν είναι ένα κείμενο αυτό το οποίο μου δίνει απόλαυση, με συνεγείρει, με αναστατώνει.

Γνωρίσαμε στο παρελθόν, και μερικές φορές τις ξανασυναντούμε, συγκινήσεις εξίσου έντονες μ’ εκείνες που δοκιμάζαμε όταν ήμαστε παιδιά, καθώς βυθιζόμαστε – ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα κρεβάτι – μέσα σ’ ένα βιβλίο για να χαθούμε, για να ξεχάσουμε την ταυτότητά μας, το παρόν μας, την οικογένειά μας. Παύαμε να ακούμε ό,τι λεγόταν γύρω μας. Οι μητέρες μας μάς επέπλητταν – «θα χαλάσεις τα μάτια σου» -, ενόσω αυτά ανοίγονταν σε ολόκληρους κόσμους, σε αγνοημένες χώρες, σε ανησυχητικά πρόσωπα, σε τρελές περιπέτειες, σε γυναίκες που άλλοτε μας φόβιζαν, άλλοτε μας γοήτευαν, και τις οποίες ερωτευόμαστε για πάντα.

Η αναγνωστική εμπειρία προαναγγέλλει την εμπειρία της ψυχανάλυσης. Είναι και οι δύο παραφορά, μεταβίβαση, εκτός εαυτού. Είναι και οι δύο δοκιμασία στο αλλότριο. Σ’ ένα αλλότριο εγγύτατο πιθανώς ως προς την καταγωγή.

Συναινείς να αιχμαλωτιστείς, να συνεπαρθείς, να μη βλέπεις πια ό,τι υπάρχει γύρω σου, να μη μείνεις άλλο κλεισμένος σ’ εκείνο που νομίζεις εαυτό σου, να μην ακούς άλλο τίποτε από αυτές τις φωνές που έρχονται από την «ενδοχώρα».

Πριν από τον συγγραφέα, ο αοιδός. Πριν από το μυθιστόρημα, το παραμύθι. Πριν από το γραπτό, ο λόγος. Πριν από τη γλώσσα, η ποίηση, που μας κάνει να πιστεύουμε πως η λέξη είναι, πιθανότατα, το πράγμα.

Jean- Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία) – απόσπασμα

Περί Τρέλας

tolstoy2

Ces sont des imbéciles.

Un imbécile est avant tout

un homme qu’ on ne comprend pas.

(Πρόκειται για παράφρονες.

Παράφρων είναι ο άνθρωπος

τον οποίο οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν.)

Ζούμε μια ζωή παράλογη, εντελώς παράλογη, εξωφρενική, κι αυτά δεν είναι μόνο λόγια, κάποιο ρητορικό σχήμα, μια υπερβολή, αλλά η απλή διαπίστωση του τι συμβαίνει. Τις προάλλες, είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ δύο μεγάλα ιδρύματα για ψυχικά αρρώστους, κι αποκόμισα την εντύπωση ότι βρισκόμουν σε άσυλα που έχτισαν άνθρωποι ψυχικά ασθενείς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μία γενικευμένη, πανδημική μορφή τρέλας, προκειμένου να περιθάλπουν ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από διάφορες μορφές τρέλας, με συμπτώματα όμως που δεν ταιριάζουν μ’ αυτά της πανδημικής. Όλες αυτές οι ποικίλες μορφές τρέλας χωρίζονται σε κατηγορίες, καθώς εκείνοι που έχουν καταληφθεί απ’ την πανδημική τρέλα διακρίνουν πληθώρα από υπομορφές και υποδιαιρέσεις. Έτσι, έχουμε την ταξινόμηση των Γκυλαίν, Τσέλλερ, Γκρίζινγκερ, Κραφφτ-Έμπινγκ, Μορέλ, Μάυνερτ, Λουί, Μανιάν, Κρέπελιν, Μορσέλλι, Κλούστον, Χακ Τιούκ, Κόρσακοφ, Ιγκνάτιεφ και πολλών πολλών άλλων. Όλοι τους εμφανίζονται διχασμένοι, υποστηρίζοντας μάλιστα αλληλοαντικρουόμενες απόψεις. Κάθε ψυχίατρος ορίζει τις δικές του ψυχονευρώσεις, μανίες, παράνοιες και τις διάφορες vesaniae, κατανονικές και άλλες, την psychopathia degenerativa και λοιπές ψυχοπάθειες. Σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρει στο σύγγραμμά του ένας επιστήμονας, όσον αφορά τις περισσότερες ψυχώσεις δεν έχει βρεθεί ακόμα το παθογνωμονικό και ανατομοπαθολογικό υπόστρωμά τους (sic), γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνει ακριβής ταξινόμησή τους. Όσο για τις υπάρχουσες ταξινομήσεις, η μόνη χρησιμότητά τους είναι να τις αποστηθίζουν οι φοιτητές και, στις εξετάσεις, ν’ απαντούν χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια που ακούνε και απ’ τους καθηγητές τους ούτως ώστε να πάρουν το πτυχίο τους και χάρη σ’ αυτό να διοριστούν σ’ ένα πόστο μ’ απολαβές που υπερβαίνουν 20, 30, 50 φορές τον μισθό ενός εργάτη, ο οποίος κάνει μια δουλειά αναμφίβολα ωφέλιμη για την κοινωνία.

Ουσιαστικά, υπάρχει μόνο μία σαφής και κατανοητή ταξινόμηση των ψυχικά ασθενών: αυτή με βάση την οποία τοποθετούνται στις ανάλογες πτέρυγες των νοσοκομείων και η οποία καθορίζει το είδος της μεταχείρισης που τυγχάνουν. Έτσι λοιπόν διακρίνονται στους:

α) ανήσυχους (παλιότερα ονομάζονταν βίαιοι)

β) μετρίως ανήσυχους

γ) ήσυχους

δ) υποκείμενα πειραμάτων.

Η ίδια ακριβώς ταξινόμηση ισχύει και για το τεράστιο πλήθος ανθρώπων που έχουν κυριευτεί απ’ την τρέλα του λεγόμενου πολιτισμού της εποχής μας.

Λέων Τολστόι, Περί Τρέλας – VIII (εκδ. Ροές) – απόσπασμα

Χαρά και εργασία

262

Αυτούς που κάνουν ό,τι κάνω εγώ τώρα τους λένε ωτακουστές. Κι είναι μομφή αυτό. Δικαίως. Από πού και ως πού θέλεις ν’ ακούσεις πράματα που ο άλλος δε θέλει να τα ακούσεις. Δεν το θέλησα. Ο καλός καιρός έφταιξε. Που έγινε αιτία να ανοίξω το παράθυρο. Κι η ανάγκη μου για λίγο καλό καιρό έφταιξε. Που μ’ έσπρωξε ν’ ακουμπήσω στο παράθυρο και ν’ ακούσω αυτά που μια γυναίκα έλεγε σε κάποιον, έχοντας αφήσει κι αυτή το δικό της παράθυρο ανοιχτό, ίσως κι από δική της ανάγκη για λίγο καλό καιρό.

Θα φύγω. Το πήρα απόφαση. Τι υπομονή να κάμω; Για ποιο λόγο; Τάχα και γιατί θ’ αλλάξεις εσύ τώρα μετά από τόσα χρόνια, γιατί θ’ αλλάξω κι εγώ; Πες μου, για ποιο λόγο. Σ’ το είπα από την αρχή: Ζύγισέ το. Με με βγάζεις από το δρόμο μου για να κάνεις πειράματα. Το ζύγισα, μου είχες πει. Ας ρωτήσουμε αν θες και έναν τρίτο. Μπορεί να ζήσει μια γυναίκα μ’ έναν άντρα που διαρκώς ρωτάει «γιατί;». Σου λέω: Γιάννη έχω ένα βάρος ασήκωτο, πνίγομαι. Και συ ρωτάς: Γιατί; Σου λέω: Γιάννη, δεν είναι ζωή αυτή, δεν είναι τρόπος αυτός που ζούμε, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Και συ μου λες: Μα γιατί; Σου λέω: Γιάννη, πρόσεξε, όπως δε με ρώτησαν τα αισθήματά μου όταν άρχισαν, δε θα με ρωτήσουν και όταν τελειώσουν, όταν σβήσουν. Καταλαβαίνω ότι κάτι τελειώνει. Και συ με ρωτάς: Γιατί; Σε παρακάλεσα χιλιάδες φορές, σε ικέτεψα, χτες ακόμα: Γιάννη, αν δεν μπορείς να πεις τίποτ’ άλλο, τουλάχιστον μη λες αυτό το ανυπόφορο γιατί. Με χτυπάει στα νεύρα. Με φέρνει σε απόγνωση. Προτιμώ να με βρίσεις, να μη μου δώσεις απάντηση, ν’ ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις, αλλά όχι αυτό. Και τότε εσύ μου είπες: Μα γιατί;

Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι με το μέρος της. Καλά του τα λες, μονολογώ, καλά του τα λες, και είδες τον εκεί. Τσιμουδιά δε βγάζει.

Δεν αντέχω, συνεχίζει εκείνη, όλη μέρα κλεισμένη εδώ μέσα, δεν αντέχω. Εσύ νομίζεις ότι μπορεί να χορτάσει μια ζωή με το χρέος. Αμ’ δεν μπορεί. Έχει και χαρές ετούτη η ζωή. Θα φύγω. Τελείωσε. Χώνεψέ το. Εσύ είσαι μεταμορφωμένος ο θάνατος. Κι εγώ θέλω να ζήσω. Τ’ άκουσες;

Βγάζω το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και βλέπω μέσα στο ξένο δωμάτιο.

Μόνη της μιλάει. Σιδερώνει και μιλάει.

[Κική Δημουλά, Εκτός Σχεδίου (εκδ. Ίκαρος) || Pablo Picasso, Woman Ironing (1904)]

Μιξοπολιού* προ-σχολικές (μόνο) αναμνήσεις

λαμπα.jpg

Αίσθηση: Οι κόπιτσες στον νηπιακό καβάλο – εκεί που κούμπωνε η ολόσωμη φορμίτσα. Κοφτερή σκληράδα στο κου-ντε-πιέ από το λουστρίνι παπούτσι. Χθές ήταν;

Τρόμος: Άσπρο σκυλί, «λουλού», της κυρίας στο ισόγειο. Με φερμάρει κολλημένον στην εξώπορτα, με ασημένιο τάληρο στη χούφτα. Το τάληρο θρυμματίζει τη τζαμαρία, ένα κομμάτι γυαλί σφηνώνεται στο μπράτσο μου. Ανεξάλειπτα: η ουλή στο μπράτσο και ο τρόμος μπροστά σε αγριεμένο σκυλί.

Γεύση: Με το ένα χέρι κλείνω τη μύτη μου σαν με τσιμπίδα. Στο άλλο κρατάω φέτα πορτοκάλι. Πρέπει να καταπιώ την κουταλιά το μουρουνόλαδο και να χώσω αμέσως στο στόμα μου το πορτοκάλι. Πληρώνω την καθυστέρηση (της αλλαγής των γεύσεων) ως σήμερα.

Προτίμηση: «Ποιο είναι το καλύτερό σου φαγητό;». Η απάντηση συνιστά πρωτίστως επίδειξη ότι έμαθα επιτέλους να προφέρω σωστά το κάπα: «Κοτόπουλο κοκκινιστό». Είναι και η μόνη ανάμνηση της γιαγιάς, δεν έχω άλλη εικόνα της.

Πανικός: Ο θυρωρός της διπλανής πολυκατοικίας, ο Μανώλης, με παίρνει μαζί του στην «Αθήνα». (Ξέρω ότι μένω στην πλατεία Αγάμων – η διάκριση πλατείας Αγάμων και «Αθήνας» μου είναι ακόμα δυσπρόσιτη.) Κόσμος πολύς, χάνω το χέρι του που με κρατούσε. Ο Μανώλης άφαντος κι εγώ για λίγα λεπτά στο κενό ενός πρωτόγνωρου φόβου. Πότε έπαψε να ξεμυτίζει πανικός σε ασυνόδευτη ξενιτειά;

Φιλίες: Στο διπλανό από το σπίτι μας οικόπεδο παίζω μόνος στους λάκκους με τα βροχόνερα. Πλησιάζει δειλά συνομήλικος άγνωστος. – Πώς σε λένε; – Τάκη. Ξεκινάμε ναυμαχίες με πλεούμενα στο νερόλακκο. – Θες να γίνουμε φίλοι; Χαμόγελο συγκατάθεσης. (Ζει άραγε σήμερα ο Τάκης;)

Εντυπωσιασμός: Βυθισμένος σε βαθειά πολυθρόνα ο Καραγάτσης, με ρόμπα φαρδειά, χώνει τη γάτα από τη μασχάλη μέσα στο μανίκι του και τη βγάζει στην παλάμη του φιλική και ναζιάρα. Τον χαζεύω κατάπληκτος.

Φύλο: Ανεβαίνω με την Κατερίνη στην ταράτσα, έχει να μαζέψει τη μπουγάδα. (Εμείς δεν έχουμε υπηρέτρια με μαύρο φουστάνι και άσπρη ποδιά, έχουμε όμως την Κατερίνη που δεν πάει πια σχολείο και βοηθάει τη μητέρα μου στις δουλειές.) Χαζεύω τα στεγνωμένα ρούχα. – Τι είναι αυτό; ρωτάω για κάποιο την Κατερίνη. – Να μη ρωτάς, είσαι μικρός, απαντάει περίεργα θορυβημένη. Όταν κατεβαίνουμε, σπεύδει να δώσει αναφορά στη μητέρα με συνωμοτικά μισόλογα. – Γιατί κάνεις έτσι; της λέει ήρεμα η μητέρα. Και σε μένα: – Αυτό το λέμε σουτιέν, το φοράμε οι γυναίκες για να μας κρατάει το στήθος.

Πράσινο: Το μεγάλο φυλλόδεντρο στην είσοδο του σπιτιού μας. Πρώτα στην Πρωτέως 3. Ύστερα, Σπάρτης 11. Πόσα χρόνια ζει το φυλλόδεντρο;

Κρουστό γαλάζιο: Ο ουρανός της Αθήνας τη μέρα που μπαίνουν οι Γερμανοί. Ένα αεροπλάνο κόβει ράθυμα βόλτες στην ανοιξιάτικη φωτοχυσία.

Κόκκινο: Το πελώριο στα μάτια μου πασχαλινό αυγό, δώρο από τον νονό μου. Έκθαμβος για το σοκολατένιο εύρημα στα σωθικά μου, αναφωνώ: Πω-πω ένας ό-ο-ρας! (Το κάπα ήταν η πιο καθυστερημένη γλωσσική μου κατάκτηση.)

Συλλαβισμός της ζωής, και η φλυαρία της μνήμης στέρηση. Ποιος είναι τελικά ο αληθινός εαυτός μου; Αυτό που ήμουν τότε, αυτό που είμαι σήμερα, αυτό που θα είμαι αύριο αν με προλάβει η άνοια; Πότε και πού σαρκώνεται η υποστατική μου ετερότητα, η υπαρκτική μου ταυτότητα, ο «πυρήνας» ή το «εγώ» μου; Στροβιλιζόμαστε στο κενό, στο αξεδιάλυτο μυστήριο του θανάτου. Μάθαμε τη συγκρότηση του πυρήνα των ατόμων, τα στοιχεία της ύλης των απώτατων γαλαξιών, τη σύνθεση του φωτός, τη δομή του DNA. Και δεν ξέρουμε να ορίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει, Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει, Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα. Ελύτης έφη.

[*Μιξοπολιός: ο κατά το ήμισυ πολιός, ο έχων εν μέρει πολιάς τρίχας, ψαρός, ψαρομάλλης.]

Χρήστος Γιανναράς, Απόσπασμα κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, (τεύχος 148), σελ.643-647.

**έργο του Σπύρου Βασιλείου (1979)

Να προσέχεις το βλέμμα

κυριακήαπόγευμα

Της θύμιζε κατά τις συνεδρίες τους εκείνο το ωραίο του Νίτσε: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ’ την πληγή του». Να δουλέψουμε με τις πληγές μας αλλά να μην τις γλείφουμε∙ κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε τις ηδονές μας. Η ψυχή είναι πανίσχυρη. Μην κολλάς! Μην κολλάς ούτε στην ψυχανάλυση, προορίζεται μονάχα για τις πληγές, για την ψυχή σου θα προχωρήσεις πιο πέρα, στην πνευματική περιπέτεια. Για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν ορθοπεδικό γιατί έσπασες το πόδι σου. Ο ορθοπεδικός θα σου γιατρέψει το κάταγμα, δε θα σου μάθει όμως ούτε να βαδίζεις, ούτε ποιο δρόμο θα περπατήσεις, ούτε πολύ περισσότερο τον προορισμό. Η ευθύνη σου είναι αμεταβίβαστη. Αν κάτσεις εκεί να σου χαϊδεύουν, να σου κάνουν μασάζ στο σπασμένο πόδι σου, θα ατροφήσεις, θα μείνεις ακίνητη. Ο δρόμος είναι αποκλειστικά δικός σου. Πολύ δύσκολο αυτό αλλά τίποτα σαγηνευτικότερο. Ετοιμάσου να με εγκαταλείψεις πριν παραλύσεις στο ντιβάνι μου. Να μην εμπιστεύεσαι με την πρώτη τα συναισθήματά σου, ούτε αγαπώ, ούτε δεν αγαπώ να λες εύκολα. Τα ένστικτα ξέρουν θαυμάσια να προσποιούνται πως είναι συναισθήματα ή να εκλογικεύουν την παρουσία τους με δήθεν πνευματικές ιδέες. Μην νομίζεις καν ότι συμπονάς τον άλλον όσο νομίζεις. Πάρα πολλές φορές συμπονούμε από ταύτιση, όχι από ανθρωπιά. Παίρνουμε το δράμα του άλλου μέσα μας, φανταζόμαστε πως είμαστε εμείς που μας συμβαίνει και μ’ αυτή τη μετάθεση υποφέρουμε επειδή υποφέρουμε για μας. Συχνά δηλαδή η λύση για κάποιον είναι αυτολύπη. Θέλω να πω δεν είναι ο άλλος το θέμα της στενοχώριας μας, αιτία είναι η ιδέα μας ότι ίσως συμβεί αυτό σε μας και προληπτικά το ζούμε. Πάλι ο εγωκεντρισμός κάνει παιχνίδι, πολύ δύσκολα συμπάσχουμε με τα παθήματα του όντως άλλου, πάρα πολύ δύσκολα τον καταλαβαίνουμε. Πώς να σου το πω; Δε γίνομαι εγώ εσύ, κάνω εσένα εγώ…Εκείνο που έλεγαν οι αρχαίοι, πως «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», στην πραγματικότητα των συναισθημάτων, εγώ σου λέω πως μέτρον πάντων: Εγώ. Ο πλησίον είναι τρομερά απόμακρη γη. Για να μη σου πω ανύπαρκτη…Η ουτοπία του άλλου! Μακάρι, και πιθανόν να υπερβάλλω.

Άλλο μετουσιώνω ένα πάθος μου, άλλο το εκλογικεύω. Η μετουσίωση είναι αγώνας και κάποτε υπέρβαση, η εκλογίκευση είνα πρόφαση εν αμαρτίαις. Μην κρίνεις από τις πράξεις αυτές καθαυτές, δεν εξηγούν πάντα την ουσία τους. Να γυρεύεις την κρυμμένη πρόθεση, εκεί υπάρχει η εντιμότητα, η καθαρότητα ή όχι της καρδιάς. Ένας υπέρμετρα εγωιστής μπορεί να διαλέξει για επίδειξη το ρόλο αγίου. Να ζει με σκληρή άσκηση, να κινείται με εντυπωσιακή ευσέβεια, να μοιράζει περιουσίες στην ελεημοσύνη. Όμως σκοπός του δεν είναι η συμπόνοια, είναι η προβολή, η επίδειξη, ένας αυτοθαυμασμός∙ ένας θρίαμβος στον δικό του κύκλο. 

Να προσέχεις. Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια.

Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη (Εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα

Υπάρχουν μοίρες που τις προκαλεί κανείς και που προσαρμόζονται σε αυτόν

Intelligence is the ability to adapt to change

Τα ευέλικτα άτομα έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται στον μέσο όρο κι έπειτα να μεταστρέφουν τις συνθήκες υπέρ τους για να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως ο παλαιστής του τζούντο που κατευθύνει τη δύναμη του αντιπάλου του προς ίδιον όφελος.

Θα φέρουμε ένα παράδειγμα που απαντάται σε διάφορα λαϊκά παραμύθια: τον αγώνα ανάμεσα στο νερό, τον βράχο και το σπαθί.

Ο βράχος και το σπαθί πίστευαν ότι μπορούσαν να νικήσουν το νερό, επειδή το σπαθί θα το τραυμάτιζε, θα το χώριζε στα δύο, όπως χωρίζει οποιοδήποτε πράγμα, ενώ ο βράχος ήξερε ότι θα έπεφτε πάνω στο νερό και θα το κατέστρεφε. Ωστόσο, ούτε ο βράχος μπορεί να πληγώσει το νερό, απλώς το κάνει να παρεκκλίνει της πορείας του, ούτε το σπαθί, όσο και να βυθίσει τη λεπίδα του μές στο νερό, δεν το χωρίζει στα δύο. Το νερό προσαρμόζεται, τυλίγει το σπαθί, δεν παύει να ρέει και μπορεί, αντίθετα, να διαβρώσει αυτό τον βράχο και να κάνει το σπαθί να σκουριάσει και να μην κόβει.

Η υπομονή, η ηρεμία και η δυνατότητα προσαρμογής είναι ισχυρότερα όπλα. Το μαλακό – το νερό – αγκαλιάζει, ενώ το σκληρό – ο βράχος – αποδιώχνει. Μπορεί μία αιχμηρή πέτρα να είναι απειλητική, αλλά όταν το νερό εισχωρήσει στις σχισμές της και παγώσει, θα την κάνει κομμάτια. Η πέτρα θα σπάσει.

Ο δρόμος μας μπορεί να μας οδηγήσει σε πολλά μέρη, αλλά για να μάθουμε για αυτά, χρειάζεται να είμαστε σαν το νερό, να προσαρμοζόμαστε στην κοίτη των γεγονότων. Δεδομένου ότι ο κόσμος ποτέ δεν θα προσαρμοστεί σ’ εμάς, οφείλουμε να είμαστε ευέλικτοι σαν το μπαμπού, που λυγίζει με τον άνεμο αλλά δεν σπάει.

Κάθε φορά που ένα ποτάμι περνάει από έναν τόπο, μαζεύει στην κοίτη του ό,τι έχει ζήσει σε αυτό τον τόπο, όλα όσα έχουν συμβεί. Αυτά το πλουτίζουν. Με τον ίδιο τρόπο, ό,τι συναντάμε στον δρόμο μας μας τρέφει και μας προσφέρει σοφία, πάντα και εφόσον δεν θέλουμε να το καταστρέψουμε, να το καθυποτάξουμε ή να το περιφρονήσουμε.

Σε πολλές σχέσεις, ένα από τα μέλη του ζευγαριού ή και τα δύο προσπαθούν να αλλάξουν τον άλλον, να τον σμιλέψουν, ώστε να γίνει όπως θα τους άρεσε πραγματικά να είναι. Προσπαθούν να εξαναγκάσουν τον άλλον να είναι κάτι που δεν είναι. Το μυστικό των ευτυχισμένων ζευγαριών, όπως και κάθε είδους διαπροσωπικής σχέσης, είναι το να αθροίζουν ελευθερίες.

Το πεπρωμένο μας το φτιάχνουμε με τη φαντασία μας και με τις πρωτοβουλίες μας, αλλά κάθε πράξη μας χρειάζεται να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των μεταβλητών συνθηκών.

Πρέπει να παρατηρούμε και να αντιλαμβανόμαστε πρώτα και μετά να πράττουμε.

Προσαρμογή από το βιβλίο του Allan Percy, Έρμαν Έσσε – 66 Μαθήματα Καθημερινής Σοφίας (εκδ. Πατάκη)